Αν και
πολύ καλό το παρακάτω αφιέρωμα,λίγους μήνες πριν,στην τότε υπόθεση με συνέντευξη της κοπέλας που δούλευε τότε στον συγκεκριμένο οίκο της Φωκαίας.
Και που την έπιασαν σε οίκο ανοχής;
Συχνά όσες και όσοι αποφασίζαμε να σταθούμε στο πλευρό των οροθετικών γυναικών που έριξαν στην πυρά ο Ανδρέας Λοβέρδος και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης πέφταμε στην παγίδα να απαντάμε ότι πιάστηκαν σε πιάτσες του κέντρου της Αθήνας και ότι είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς εάν εκδίδονταν, ώστε να μεταδώσουν τον ιό του HIV/AIDS.
Και αρνούμασταν να μπούμε στα σοβαρά στη συζήτηση για την πρώτη γυναίκα που συνέλαβαν σε οίκο ανοχής.
Σήμερα την έχω μπροστά μου για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια.
Ολοζώντανη, αθώα με βάση την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου και εν αναμονή της εκδίκασης της αγωγής αποζημίωσης που αιτείται, η ημερομηνία της οποίας αναμένεται όσο γράφονται αυτές οι γραμμές. Τα όσα έχει να πει είναι αποκαλυπτικά για τη μεθόδευση που επιχειρήθηκε με μοναδικό στόχο την επανεκλογή των δύο αυτών πολιτικών.
«Την πρώτη γυναίκα δεν μπορώ να την ξεχάσω, δεν μπορώ να σβήσω το πρόσωπό της από τη μνήμη μου, γιατί σχεδόν χαμογελούσε.
Αναρωτιέμαι αν καταλάβαινε εκείνη την ώρα τι είχαν σκοπό να της κάνουν.
Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι μπορούσε να συλλάβει στο ελάχιστο αυτό που θα επακολουθούσε…»
Αυτές τις φράσεις χρησιμοποίησα στο ντοκιμαντέρ της Ζωής Μαυρουδή
«Ruins: Το χρονικό μιας διαπόμπευσης», αναφερόμενη στην πρώτη γυναίκα που συνελήφθη εκείνη την αποφράδα Κυριακή του 2012, στο πλαίσιο της πιο φρικιαστικής «εκλογικής καμπάνιας» της μεταπολιτευτικής ιστορίας, αυτής που έστησαν ο Ανδρέας Λοβέρδος και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, σε συνεργασία με γιατρούς του ΚΕΕΛΠΝΟ, ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές και κάποιους πρόθυμους δημοσιογράφους.
Από τότε πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια και τη γυναίκα αυτή τη βλέπω ολοζώντανη μπροστά μου για πρώτη φορά.
Υπογραμμίζω το «ολοζώντανη» γιατί αρκετές από τις γυναίκες που σύρθηκαν σε αυτήν τη φρικιαστική χυδαιότητα δεν βρίσκονται πια στη ζωή.
Εισάγονται ως αριθμοί προς εκδίκαση και η διαδικασία σταματάει γι’ αυτές μόλις αναγνωστεί από την έδρα το πιστοποιητικό θανάτου τους.
Η πρώτη όμως, η «Ρωσίδα», το «21 ετών κορίτσι με AIDS», που έλεγε τότε και η Τατιάνα Στεφανίδου δείχνοντας και ξαναδείχνοντας το πρόσωπό της σε πανελλήνια μετάδοση, είναι εδώ, σε μια μικρή αίθουσα του Εφετείου, με μοναδικούς της συμμάχους τους δύο δικηγόρους της, τη Χαρά Παπαγεωργίου και τον Κώστα Φαρμακίδη, τους ελάχιστους παραδοσιακούς συμμάχους από τις ΜΚΟ και την Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης των διωκόμενων οροθετικών γυναικών, συν δύο μάρτυρες, τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο και τον Ανδρέα Μαζαράκη από τη «Θετική Φωνή».
Σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκε.
Ένας δικηγόρος που είχε εμφανιστεί για να την εκπροσωπήσει, μάλλον απογοητευμένος από την αδυναμία της να του καταβάλει τα 800 ευρώ που ζητούσε, την άφησε στην τύχη της.
Στον χώρο αναμονής της μονάδας λοιμώξεων ενός νοσοκομείου, συνάντησε μία από τις συγκρατούμενές της εκείνης της περιόδου, εξομολογήθηκε το πρόβλημά της και εκείνη της πρότεινε να μιλήσει με τους δύο αυτούς δικηγόρους που «βοηθάνε» (σημ.: αμφότεροι είναι μέλη της Ομάδας Δικηγόρων για τα δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών).
Από την έδρα γίνεται σχεδόν αμέσως αντιληπτή η,αρκετά γνώριμη στα ελληνικά δικαστήρια, διάθεση διεκπεραίωσης.
«Δηλαδή δεν το ξέρατε ότι είχατε AIDS;» «Όχι, το έμαθα όταν με πήγε η αστυνομία στο νοσοκομείο για εξετάσεις, όταν μου το είπε η μεταφράστρια δηλαδή».
«Γιατί χρειαζόσασταν μετάφραση για το AIDS;» της αντιγυρίζουν, χωρίς, ωστόσο, να περιμένουν απάντηση.
Κάπως έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες, την απάλλαξαν από τις κατηγορίες της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης.
Ούτε η ίδια δεν κατάλαβε για πότε ακούστηκε εκείνο το «αθώα».
«“Αθώα” είπαμε, περάστε πίσω».
Πίσω δεν υπάρχει κανείς δικός της. Κοιτάζει τους δικηγόρους της, της χαμογελούν και της γνέφουν να φύγει από το εδώλιο.
Εκείνη σαστισμένη βγαίνει έξω, σκουπίζει τα μάτια της και ανάβει ένα τσιγάρο.
Λίγο αργότερα φιλάει τους δικηγόρους στην έξοδο του Εφετείου, τους υπόσχεται ένα μεγάλο τραπέζι στο σπίτι της γυναίκας όπου σήμερα εργάζεται ως εσωτερική βοηθός, και με το ίδιο αμήχανο βλέμμα πισωπατά, γυρίζει και αρχίζει να κατεβαίνει τις σκάλες του Εφετείου επί της Λουκάρεως.
Όπως τη βλέπω να απομακρύνεται, μου φαίνεται άδικο να λήξει αυτή η σημαντική μέρα για κείνην τόσο άδοξα.
Την ακολουθώ.
Της προτείνω να πάμε για καφέ.Δέχεται. Νωρίτερα μας είχε συστήσει η δικηγόρος της, αναφέροντας ασφαλώς την ιδιότητά μου. Σχεδόν με τρόμο με ρώτησε αν σκοπεύω να βγάλω τη φωτογραφία της στο Ίντερνετ…
Η σημερινή της ζωή δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή της πριν από πέντε χρόνια.
«Στα μπουρδέλα έπινα πριν από κάθε πελάτη ένα τέτοιο ποτήρι βότκα», μου λέει και σηκώνει το νεροπότηρο που μόλις μας έχει γεμίσει η σερβιτόρα.
«Δεν είμαι αυτό που γράφανε.
Δεν ήξερα ότι είχα την αρρώστια, αλήθεια σ’ το λέω.
Δεν είμαι πουτάνα.
Δεν ήθελα να είμαι πουτάνα.
Άλλα όνειρα είχα.
Δεν ήρθα απ’ τη Ρωσία στην Ελλάδα στα 19 μου για να γίνω πουτάνα», λέει χαμηλόφωνα σε σπαστά αλλά αρκετά καλά ελληνικά.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε κάποιο χωριό. Η μητέρα της έφυγε από το σπίτι όταν η ίδια ήταν μικρή.
Έμεινε πίσω με τον πατέρα της και τους δύο αδελφούς της.
Ο μεγαλύτερος ήταν αλκοολικός.
Στα 14 της πέθανε ο πατέρας τους.
«Ήμουν βρώμικη, γεμάτη ψείρες».
Την έβαλαν σε μια επαγγελματική σχολή.
«Με μάθαιναν να φτιάχνω λουλούδια».
Στα 19 της η νονά της που ζούσε χρόνια στην Ελλάδα την κάλεσε να έρθει εδώ, να μάθει τη γλώσσα και να βρει δουλειά.
Και έμπλεξε.
«Ούτε όταν είχα περίοδο δεν με άφηνε να μη δουλεύω.
Ο νταβατζής. Έλεγε ότι του χρωστούσα λεφτά για τα χαρτιά που μου έφτιαξε. Πλαστά».
Αυτή λοιπόν είναι ο «Κίνδυνος-Θάνατος», όπως έγραφαν τότε τα ταμπλόιντ, χρησιμοποιώντας ολοσέλιδες φωτογραφίες της.
Θα μπορούσα να γράφω ώρες για τη ζωή της. Δεσμεύτηκα, όμως, ότι δεν θα γράψω τίποτα που να διακινδυνεύει τη σημερινή της ζωή, που με τόσο κόπο κατάφερε τελικά να φτιάξει. Όπως περπατάμε απλώς τη ρωτώ:
«Το AIDS πώς λέγεται στα ρώσικα;»
Παρότι δεν γνωρίζω τη γλώσσα, σκεφτόμουν ότι κάτι θα πρέπει να εννοούσε όταν απάντησε ότι έμαθε για την αρρώστια από τη διερμηνέα.
Ότι, όπως για παράδειγμα στα γαλλικά το AIDS λέγεται SIDA, ίσως και στα ρώσικα να λέγεται κάπως διαφορετικά.
Μου είχε μείνει στο μυαλό αυτή η… από καθέδρας ειρωνεία.
Μου απαντάει αλλά δεν το πιάνω με τη μία κι έτσι βγάζει το κινητό της και μου το γράφει. «СПИД» (σημ: προφέρεται «SPID»).
Ακούγοντας όσα μού εξιστορεί, δεν έχω κανέναν λόγο να μην πιστέψω πως όχι απλώς δεν ίσχυε η πληροφορία που διακινούσε δημόσια (!) ο γιατρός του ΚΕΕΛΠΝΟ, ότι δηλαδή είχε διαγνωστεί στη Ρωσία και άρα γνώριζε ότι ήταν φορέας, αλλά ακόμα και ότι χρειαζόταν διερμηνέα για να της εξηγήσει σε τι ακριβώς είχε βρεθεί θετική. Ακόμα και ψέματα, όμως, να μου λέει στο συγκεκριμένο σημείο, σε τίποτα δεν αλλάζουν τα πραγματικά περιστατικά.
Ενδεικτική είναι μια συζήτηση που είχα την επόμενη ακριβώς ημέρα από εκείνη την Κυριακή που δημοσιεύτηκαν η φωτογραφία και τα προσωπικά στοιχεία της με έναν συνάδελφο που κάλυπτε το ρεπορτάζ του Υπουργείου Υγείας.
«Το ΚΕΕΛΠΝΟ είχε πληροφορίες, την παρακολούθησαν, την ήξεραν.
Γνώριζε ότι είχε AIDS και έβαζε αγγελίες ότι τα κάνει όλα, ακόμα και χωρίς προφυλακτικό».
Και τα πρωτοσέλιδα να δίνουν και να παίρνουν.
Η πραγματικότητα;
«Μια ημέρα νωρίτερα ήρθαν στο σπίτι (σ.σ.: οίκο ανοχής) κάποιοι και μας είπαν ότι θα μας πάρουν λίγο αίμα.
Μας τρύπησαν και μας ξανατρύπησαν.
Ασφαλώς δεν είπαμε κουβέντα.
Την επόμενη μέρα ήρθαν ξανά.
Ήταν περισσότεροι, ούτε που θυμάμαι πόσοι. Μου έβαλαν χειροπέδες και με πήραν. Ρωτούσα:
“Τι γίνεται;
Γιατί κάνετε έτσι;
Τρομοκράτης είμαι;”
Με πήγαν στο νοσοκομείο, μου ξανάκαναν εξετάσεις και μετά με πήγαν στην αστυνομία».
Με λίγα λόγια, κάποιοι γιατροί του ΚΕΕΛΠΝΟ με τη συνδρομή της αστυνομίας αναζητούσαν με μανία μια οροθετική εκδιδόμενη για να μετατρέψουν το σώμα της σε προπαγανδιστικό υλικό της προεκλογικής καμπάνιας του Ανδρέα Λοβέρδου και του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη εν όψει των επικείμενων τότε εκλογών. Προφανώς, εκτελώντας «άνωθεν εντολές», όπως άλλωστε κατέθεσε σε προηγούμενη δίκη αστυνομικός του Τμήματος Ομόνοιας, που συντόνιζε μία από τις επιχειρήσεις που ακολούθησαν στο κέντρο της Αθήνας με «λεία» δεκάδες άλλες οροθετικές γυναίκες, στη συντριπτική πλειονότητά τους τοξικοεξαρτημένες.
Το ΚΕΕΛΠΝΟ ανέλαβε και την «off the record» πλύση εγκεφάλου των –ελάχιστων– καλόπιστων ή και ελαφρόμυαλων διαπιστευμένων του Υπουργείου Υγείας, και σε ανοιχτή επικοινωνία με τους άλλους, τους –ας το πούμε κομψά– λιγότερο καλόπιστους συναδέλφους τους.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά οι γυναίκες –όσες ζουν από αυτές…– αθωώνονται μία προς μία.
Εν κρυπτώ.
Αθωώνονται και αυτές που δεν γνώριζαν την οροθετικότητά τους, και αυτές που απλώς συνελήφθησαν στο κέντρο της πόλης αναζητώντας τη δόση τους και ουδεμία σχέση είχαν με πορνεία, και αυτές που παραδέχτηκαν ότι εκδίδονταν περιστασιακά για να εξασφαλίσουν τη δόση τους, αθωώθηκε και αυτή η γυναίκα που συνελήφθη σε οίκο ανοχής.
Γιατί;
Γιατί για καμία δεν αποδείχθηκε η κατηγορία που τόσο εμφατικά στήριζαν στα ΜΜΕ και οι γιατροί του ΚΕΕΛΠΝΟ και ο ίδιος ο τότε υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος, και που δέχτηκαν οι ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές που διέταξαν την προφυλάκισή τους, ότι δηλαδή όχι απλώς γνώριζαν την οροθετικότητά τους, αλλά και ότι εκδίδονταν με σκοπό να τη μεταδώσουν.
Κανένας μάρτυρας δεν εμφανίστηκε να υποστηρίξει κάτι τέτοιο ενώπιον των δικαστικών αρχών.
Κανένας πελάτης από αυτούς που τάχατες έσπαγαν τότε τα τηλέφωνα του ΚΕΕΛΠΝΟ και για τις οικογένειες των οποίων κόπτονταν οι κάθε λογής Τατιάνες και Λοβέρδοι δεν εμφανίστηκε να υποστηρίξει ότι, ας πούμε, ο ίδιος ζήτησε να φορέσει προφυλακτικό και κάποια ραδιούργα από αυτές τις γυναίκες το αρνήθηκε με σκοπό να του μεταδώσει τον ιό. Βεβαίως, ακόμα κι αν υπήρξαν τέτοιοι «φιλήσυχοι οικογενειάρχες», όπως είπε και στην κατάθεσή του ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος, αλήθεια, αναρωτήθηκε κανείς πώς κόλλησαν οι ίδιες αυτές γυναίκες τον ιό, αν όχι από αυτούς τους «φιλήσυχους οικογενειάρχες» που εκείνες τις ημέρες δήθεν «τηλεφωνούσαν πανικόβλητοι στο ΚΕΕΛΠΝΟ», μαθαίνοντας τα νέα από τις τηλεοράσεις, πιθανόν παρακολουθώντας τα αγκαλιά με τις γυναίκες τους και με τις οποίες το ίδιο βράδυ ίσως να έκαναν σεξ χωρίς προφυλακτικό; Απασχόλησε κανέναν πώς βρέθηκε η συγκεκριμένη γυναίκα σε οίκο ανοχής;
Αν βρέθηκε με τη θέλησή της ή αν ήταν θύμα trafficking;
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, μπορεί να έρχονται οι αθωώσεις η μία πίσω από την άλλη, αλλά ενδιαμέσως ο εισαγγελέας Εφετών έχει απορρίψει σε δεύτερο βαθμό τη μήνυση που είχαν καταθέσει πέντε από τις παθούσες μαζί με τις ΜΚΟ «ΚΕΝΤΡΟ ΖΩΗΣ», «ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ», «PRAKSIS» και «ACT UP» εναντίον του γιατρού και της ηγεσίας του ΚΕΕΛΠΝΟ, των αστυνομικών οργάνων που συνέδραμαν και παντός άλλου υπευθύνου.
Στη μήνυση ζητούσαν την ποινική τους δίωξη για τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας, της προσβολής ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της παραβίασης επαγγελματικής εχεμύθειας, της παράβασης καθήκοντος, της παράνομης βίας και της δημοσιοποίησης ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Κατηγορίες οι οποίες, λίγο πολύ, έχουν γίνει δεκτές από τις συνθέσεις που έχουν αθωώσει ως τώρα τις κατηγορούμενες…
Εκκρεμεί, βέβαια, η εκδίκαση της υπόθεσης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου έχουν προσφύγει με την αφιλοκερδή νομική συνδρομή της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών συνολικά 11 από τις γυναίκες.
Αυτές τις ημέρες αναμένεται επίσης και ο καθορισμός της ημερομηνίας εκδίκασης της αγωγής αποζημίωσης της συγκεκριμένης γυναίκας.
Εύχομαι να την κερδίσει.
Και να τη γιορτάσει καλύτερα από τις δυο μπίρες που ήπιε στα γενέθλιά της, δυο μέρες μετά την αποφυλάκισή της, μόνη, στο μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου στην Ομόνοια που πλήρωνε με τα μόλις 100 ευρώ που είχε όλα κι όλα στην τσέπη βγαίνοντας από τον Κορυδαλλό.