Σφύραγε το τρένο στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, ενώ εισερχόμουν στον Οίκο Βιργινίας Μπενάκη.
Αλλοδαπή ημιαιωνόβια, μύριζε αλκοόλ. "Άντζι" αν θυμάμαι καλά.
Σακουλιασμένο δέρμα.
Γήρανση.
Ο Αϊνστάϊν προς το τέλος της ζωής του έλεγε ότι η γήρανση και ο θάνατος είναι φυσικά πράγματα, και οτιδήποτε είναι φυσικό, είναι καλό.
Στον Οίκο Παιανιέων, παρόμοια κατάσταση: υπερπεντηκονταετής αλλοδαπή με κόμμωση 70s.
"Χάνειsh που φεύγεις, χάνειsh..."
Στο αμπρί Κων/πόλεως 166, "Αντριάννα", νεαρά αλλοδαπή, ευειδής, λεπτή, μακροσφονδυλάτη, με ξανθοτάτη κόμμωση "καρέ".
Αδυνατούσε να συμμετάσχει στην πράξη, έστω να υποκριθεί στοιχειωδώς.
Ενώ της τον είχα μέσα όλον, έβαλε το δάχτυλό της μέσα στη μύτη της κι άρχισε να φτιάχνει μυτοκούραδα.
Με την περαίωση της πράξης απήλθε βιαστικά, αποφεύγοντας να με αντικρύσει.
Απόρρησα με τη στάση της, καθότι δεν είμαι ούτε δύσμορφος, ούτε φτωχός, ούτε γέρος, ούτε πούστης, ούτε κουμμουνιστής, ούτε βρωμιάρης, ούτε μπεκρής.
Ίσως να μη ταιριάζουν τα ζώδιά μας...