Πώς βγήκε η φράση «σιγά τον πολυέλαιο»
Το Φεβρουάριο του 1837, οι νιόπαντροι βασιλείς, Όθωνας και Αμαλία, έφτασαν στην Αθήνα, όπου έγιναν δεχτοί με λαμπρές τιμές. Μπορεί η βασιλεία τους να είχε άσχημο τέλος, αλλά αρχικά ο κόσμος διακατεχόταν από θετικά συναισθήματα. Τους καλωσόρισαν ακόμα και θρυλικοί αγωνιστές, που μερικά χρόνια αργότερα θα αγωνίζονταν εναντίον τους. Χαρακτηριστικό ήταν ότι ο Μακρυγιάννης, που ηγήθηκε της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, χάρισε στον Όθωνα ένα ζευγάρι τσαρούχια, για να ολοκληρώσει την παραδοσιακή ελληνική φορεσιά του.
Για να γιορτάσουν το γάμο τους, οι βασιλείς διοργάνωσαν μία χοροεσπερίδα και κάλεσαν όλη την αφρόκρεμα των Αθηνών. Φυσικά δεν μπορούσε να λείπει ο γερός του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το πρωτοπαλίκαρο του, ο Μήτρος Πλαπούτας. Όχι μόνο παρευρέθηκαν στη γιορτή, αλλά πρωτοστάτησαν και στο χορό.
Ο αγέρωχος Πλαπούτας είχε τη φήμη του εξαιρετικού χορευτή και δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να σύρει το χορό. Είχε μάλιστα το συνήθειο να πετάει ψηλά τα τσαρούχια του, φιγούρα που πάντα προκαλούσε το θαυμασμό των θεατών. Όταν λοιπόν ακούστηκε η μουσική για το τσάμικο, ο Πλαπούτας έτρεξε να μπει στον κύκλο, έτοιμος να αρχίσει τις φιγούρες.
Η αίθουσα φωτιζόταν από πολυελαίους και ο Κολοκοτρώνης, που γνώριζε τον ενθουσιασμό του φίλου του, έκρινε σκόπιμο να τον προειδοποιήσει: «Το νου σου, Μήτσο, σιγά τον πολυέλαιο!» Και όπως πολλές ρήσεις του Γέρου, έτσι έμεινε και αυτή στην καθημερινότητα αν και με το καιρό άλλαξε το νόημα.