Σεσούκωλος (προς Ατενέζο) : Εσένα! Πότε ήταν η πρώτη σου φορά;
Ατενέζος: Εγώ που λες, δούλευα σκληρά από τα μικράτα μου. Πολλή δουλειά! 16ωρα και βάλε. Κάποια στιγμή λοιπόν στα 12-13 που ήμουν αμούστακο ακόμα αγόρι, κούρευα το γκαζόν σε ένα κτήμα. Όταν τελείωσα λοιπόν, μάζεψα τα εργαλεία για να τα πάω στην αποθήκη. Εκεί λοιπόν που ήμουνα στην αποθήκη, νάσου ο επιστάτης. Ένα παλικάρι 25-26 χρονών θά ήτανε τότε, δύο μέτρα και γεμάτος μούσκλια. Του αντιστάθηκα, αλλά ήμουν κουρασμένος από την πολλή δουλειά και δεν άντεξα. Έ! Μετά που δοκίμασα άρχισε να μου αρέσει. Εσύ;
Σεσούκωλος: Αααα! Εσύ ήσουν τυχερή! Κι εγώ 12 με 13 ετών ήμουν και πήγαινα στο μποστάνι του μακαρίτη του πατέρα μου για να ποτίσω. Εκεί που πήγαινα λοιπόν, να σου ένα γέρος, άσχημος, καραφλός, ξεδοντιάρης, κουτσός με μπαστούνι. Έτρεχα εγώ να γλυτώσω, ξοπίσω μου ο γέρος, ξανάτρεχα να γλυτώσω, πάλι ξωπίσω μου ο γέρος. Ε! Κάποια στιγμή με έπιασε κι έγινε το κακό!
Ατενέζος: Καλά μωρή τρελή! Εσύ ήσουν 13 χρονών παιδάκι, κι αυτός γέρος και κουτσός! Πως κατάφερε και σε έπιασε;;;
Σεσούκωλος: Πόσο γρήγορα πια να τρέξω μωρή με τα δωδεκάποντα στα χωράφια;