Ομάδα εθελοντών σουμπεριτών δολοφόνων, Ελλήνων συνεργατών των Γερμανών Ναζί στην Κρήτη στο προαύλιο σχολείου του Τζερμιάδο
«Την μεγαλυτέραν όμως καταστροφήν υπέστη κατά την περίοδον αυτήν η επαρχία της ΒΙΑΝΝΟΥ και εις αίμα και εις καταστροφάς χωρίων…
Καθώς οι Γερμανοί εισήρχοντο εις τον ΑΜΙΡΑΝ, οι κάτοικοι, κατά σύστασιν του δημάρχου, τους υπεδέχθησαν εις την είσοδον του χωρίου κρατούντες οίνον, ρακήν και εδέσματα.
Εκείνοι, έχοντες κυκλώσει εν τω μεταξύ όλην την περιοχήν, συνέλαβον τους άνδρας όλους -περί τους 100- τους οποίους άνευ διαδικασίας εξετέλεσαν μέχρις ενός, ολίγον κατωτέρω της δημοσίας οδού. Η κατά τμήματα εκτέλεσις αυτών διήρκεσεν από της 10ης πρωινής μέχρι της 4ης απογευματινής. Εν τω μεταξύ εφόνευον και όσους γέροντας και αναπήρους εύρισκον εντός των οικιών, μη δυναμένους να κινηθούν.
Εξ αυτών αναφέρομεν τον παράλυτον 80ντούτην Δημ. Μαθιουδάκην, φονευθέντα επί της κλίνης του· τον επίσης υπέργηρον Εμμ. Γρισμπολάκην, εκ γενετής παράλυτον. Δια λόγχης εφονεύθη εντός της οικίας του και ο 20ετής Ματθαίος Συγκελλάκης. Εξ άλλου ικανοί εφονεύθησαν εντός των κτημάτων των ή και καθ’ οδόν. Εκ των ομαδικώς εκτελεσθέντων διεσώθησαν 6, εξ ων 3 απέθανον μετ’ ολίγας ημέρας εκ των τραυμάτων των.
Το χωρίον αριθμεί εν συνόλω 117 νεκρούς κατά την ημέραν εκείνην. Μόνον μια οικογένεια, Βερυκοκάκη ονόματι, πενθεί 17 μέλη της, η οικογένεια Ραπτάκη 12 συγγενείς εξ αίματος (αδελφούς, θείους και πρωτοξαδέλφους) και 10 γαμβρούς, η οικογένεια Ηλιάκη 10 αδελφούς και εξαδέλφους…
[…] Εκ των εκτελεστών άλλοι μεν απεχώρησαν εις τον Κρεββατάν και άλλοι έμειναν εις τον Αμιράν, εγκατασταθέντες δε εις μίαν αυλήν ολίγον απέχουσα από του τόπου της εκτελέσεως ήρχισαν να τρώγουν και να διασκεδάζουν περιπαίζοντες και τας ολοφυρομένας γυναίκας και μιμούμενοι τας κραυγάς της απελπισίας των «Παναγιά μου, Παναγιά μου!». Όταν αργότερα απεχώρησαν και αυτοί, αι γυναίκες ετόλμησαν να πλησιάσουν εις τον τόπον της εκτελέσεως. Τα πρόσωπα των νεκρών ήσαν παραμορφωμένα, διότι οι Γερμανοί εσκόπευον επί της κεφαλής των εκ του πλησίον και δι’ αυτό η αναγνώρισις εγένετο συχνά εκ των ενδυμάτων και μόνον.
«Τα μυαλά του πατέρα μου και του αδελφού μου ήσαν χυμένα χάμω» μας είπε μια γυναίκα. Μια άλλη: «το γυιό μου γουλιά γουλιά τον έπαιρνα και τον έβανα στο σακκί, και πήγα και τον έθαψα». Και η ταφή των απέβη δυσχερεστάτη, διότι οι μεν ελάχιστοι υπολειφθέντες άνδρες του χωρίου εξηκολούθουν να παραμένουν εις τα όρη, το δε νεκροταφείον έκειτο εις απόστασιν 20΄ επί αναχώματος. Δι’ αυτό τινές εκ των εκτελεσθέντων παρέμειναν άταφοι και κατεσπαράχθησαν υπό των κυνών (ως ο Ν. Χριστάκης και ο Εμμ. Κονσολάκης).
Ομοίαν τύχην έσχον και όσοι ετάφησαν επί τόπου, περί τους 40, επειδή η γη εκεί ήτο πολύ σκληρά και η ταφή των υπό των γυναικών έγινεν επιπόλαια. Επί μακρόν χρονικόν διάστημα αι γυναίκες μετέφερον χώμα εκ των πέριξ δια να συμπληρώσουν την ταφήν των οικείων των και την πρωίαν εύρισκον τήδε κακείσε διεσπαρασμένα τα μέλη αυτών από τους σκύλους, οι οποίοι κατά την νύκτα ανέσκαπτον τους προχείρους τάφους. Το αυτό συνέβη και εις τους εις τα πέριξ κτήματα τυφεκισθέντας, ως και εις τους εντός των οικιών των εκτελεσθέντας• ούτως ο Αριστ. Συγκελάκης, του οποίου η σύζυγος απουσίαζεν, ευρέθη σπαραγμένος υπό κυνών και χοίρων, ομοίως ο Ματθαίος Μαντουβάκης και Μαρκ. Ραπτάκης».
Δέηση για τους εκτελεσμένους από τους Γερμανούς στο χωριό Αμιρά, Δήμος Βιάννου, Ν. Ηρακλείου. 1945. Στη φωτογραφία υπάρχουν μόνο γυναίκες