Ιπτάμενος
Μέλος
- Εγγρ.
- 27 Ιουλ 2007
- Μηνύματα
- 1.584
- Κριτικές
- 2
- Like
- 4
- Πόντοι
- 16
Συνεργασία: Για τον Ελληνικό Εθνικισμό (Μέρος ΙV)
Παρασκευή, 1 Φεβρουαρίου 2013 - 08:36
Share on facebook Share on print Share on favorites Share on google More Sharing Services 4
[size=40pt][size=40pt]Συνεργασία: Για τον Ελληνικό Εθνικισμό (Μέρος ΙV)
Ιδεολογική συγκρότηση μετά την Μικρασιατική Καταστροφή
Μέρος ΙV[/size][/size]
Μετά το 1922, annus horribilis του νεώτερου Ελληνισμού - με ενάμιση εκατομμύριο βασανισμένους πρόσφυγες και περίπου 650.000 νεκρούς Έλληνες, με ξεριζωμό του Γένους από την γη της Ιωνίας και του Πόντου μετά από 4 περίπου χιλιετίες αδιάκοπης παρουσίας - προέκυψε μια φρενήρης αναζήτηση ανακάλυψης ενός νέου Εθνικού Οράματος, ενώ ενέκυψε αφόρητη και πιεστική η ανάγκη μιας αναπροσαρμογής κι αναδιαμόρφωσης ή μιας εκ νέου μορφοποίησης της Εθνικής Θεωρίας. Η Μικρασιατική Καταστροφή στάθηκε ίσως η μεγαλύτερη τομή της νεοελληνικής ιστορίας, γιατί οι συνέπειες της επελθούσας συντριβής σε καθολική έκταση, επηρέασαν όλους τους τομείς της εθνικής μας ζωής κι είναι αισθητές έως και τις ημέρες μας.
Το 1922 αποτελεί την χρονολογία ορόσημο στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, καθώς η σχεδόν αφανιστική Μικρασιατική Καταστροφή λειτούργησε ως αφετηρία ριζικής αναδιάρθρωσης του συνόλου ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και μιας ολότελα νέας φάσης της νεώτερης εθνικής ιστορίας. Η επελθούσα συντριπτική ήττα στην Μικρασία, νέκρωσε ουσιαστικά κάθε ελληνική αλυτρωτική προσδοκία αυτοκρατορικής αναγέννησης και σηματοδότησε την θανατηφόρα εξάλειψη της Μεγάλης Ιδέας, [η οποία αποτελούσε την κυρίαρχη συνιστώσα της Εθνικιστικής Ιδεολογίας (τουλάχιστον από το 1844), είχε δε φανεί το 1920 ότι υλοποιείται με την «Συνθήκη των Σεβρών», εγγίζοντας το όνειρο της «Μεγάλης Ελλάδας των επτά θαλασσών και των δύο ηπείρων».
Ειδικότερα στον ευρύτερο χώρο της Εθνικής Θεωρίας, το καταραμένο 1922 σηματοδοτεί την παγίδευση του Εθνικού Οράματος (μέχρι τότε δεδομένου, απλού και ξεκάθαρου) σε μια νοσηρή φάση παροξυντικής κι αυξομειούμενης κρίσης. Ταυτόχρονα, επειδή η Μεγάλη Ιδέα έως εκείνην την στιγμή κατείχε την κορυφαία θέση στον επίσημο κρατικό και ακαδημαϊκό ιδεολογικό λόγο, η συντριβή της προξένησε εύλογα έναν γενικευμένο κλονισμό όλων των μέχρι τότε δομικών συνιστωσών και λειτουργικών σταθερών, μια «διασχιστική» ρήξη των παραδοσιακών οριζουσών της έως τότε κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας.
Η αποσαθρωτική στρατιωτική ήττα κι η συνακόλουθη εθνολογική και γεωπολιτική καταστροφή, σε συνδυασμό με την επελθούσα κατέρρειψη του μεγαλειώδους αλυτρωτικού οράματος της «αυτοκρατορικής παλιννόστησης» του Ελληνισμού, μετά το 1922 οδηγούν «εκβιαστικά» στην ανάγκη ριζικής καθολικής ανασυγκρότησης και ουσιαστικής βαθιάς ανανέωσης της ελληνικής Εθνικής Θεωρίας.
Η ανάγκη αυτή γίνεται αφόρητα πιεστική και βιαστικά επιτακτική, καθώς κατά τον Μεσοπόλεμο οι πολυεπίπεδες συνέπειες από την καταβαράθρωση της Μεγάλης Ιδέας σωρεύονται και συναρθρώνονται με ευρέα και ποικίλα άλλα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, εμφανιζόμενα με ιδιάζουσα οξύτητα σ’ αυτήν την περίοδο : διαρκής πολιτική αστάθεια, διάχυση αντεθνικών ιδεών, τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα, προϊούσα κοινωνική εξαθλίωση, βαθιά οικονομική κρίση. Η συνύπαρξη και η πολλαπλασιαστική διαδραστική αλληλεπίδραση όλων αυτών των προβλημάτων κατέστησε αναγκαία την ανοικοδόμηση ή την εκ νέου συγκρότηση μιας πειστικής Εθνικής Θεωρίας, η οποία, εκτός των άλλων, έπρεπε να μπορεί επιπλέον να εξασκήσει «αρμογόνο», συνεκτική επίδραση στα διάφορα αντίπαλα κοινωνικά συμφέροντα και στις αντίπαλες κοινωνικές ομάδες.
Μέσα σ' αυτές τις εξαπλούμενες σηπτικές συνθήκες, στους χώρους των διανοουμένων διεξάγεται μια μεγάλη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση που εκτυλίσσεται γύρω από το κατάλληλο περιεχόμενο και τους ενδεχόμενους τρόπους μιας άρδην υλοποίησης ενός νέου «Εθνικού Οράματος». Στην παθιασμένη και συχνότατα πολεμική αυτήν συζήτηση λαμβάνει πρόθυμα μέρος ένας σημαντικός αριθμός στοχαστών, μελετητών, διανοουμένων, αλλά και πολιτικών, οι οποιοι προέρχονται από ολόκληρο το ιδεολογικό και πολιτικό φάσμα. Μέσα σ' ένα ιδεολογικό κλίμα που σφραγίζεται από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και την τραυματική διάψευση των εθνικών αλυτρωτικών προσδοκιών, γεννώνται νεοφανείς ερμηνείες κι εμπαθείς συζητήσεις, εκλύονται νεόκοποι προβληματισμοί και προκαλούνται σφοδρές αντιπαραθέσεις, εκφράζονται πρωτότυπες αναζητήσεις και διατυπώνονται νέες ή αναπαλαιωμένες προτάσεις. Καθώς λοιπόν η ρηξικέλευθη συζήτηση αποκτά αξιοσημείωτο εύρος σχετικά με τα θιγόμενα ζητήματα, αλλά και σ’ ότι αφορά στους εμπλεκομένους, πράγματι δεν είναι καθόλου υπερβολικό να χαρακτηρίσουμε τον Μεσοπόλεμο ως περίοδο παρατεταμένης ενδελεχούς αναζήτησης, εμπνευσμένης κα φανατικής συγκρότησης και έντονης ζύμωσης νέων «δοκιμαστικών» Εθνικών Οραμάτων.
Παρά το ότι οι εκφάνσεις αυτών των αναζητήσεων είναι πολυποίκιλες, πολυσύνθετες και πολυεπίπεδες, μπορούμε με ασφάλεια κι ευθυκρισία να διακρίνουμε δυο βασικές διαστάσεις στο πλαίσιο των γενικότερων συζητήσεων : Η πρώτη διαμορφώνεται με πυρηνικό άξονα τις συζητήσεις για το ποιο θα πρέπει να είναι το νέο Εθνικό Όραμα, η νέα Μεγάλη Ιδέα του Ελληνισμού. Η δεύτερη συνίσταται από τις αναζητήσεις γύρω από τις έννοιες «Έθνος» κι «Εθνική Ταυτότητα». Συχνά αυτές οι δύο διαστάσεις διαπλέκονται μεταξύ τους. Οι θέσεις που διατυπώνονται για το πρέπον περιεχόμενο της νέας Μεγάλης Ιδέας αποκαλύπτουν με σαφείς αντιστοιχίες πώς αντιλαμβάνεται ο εκάστοτε εκφραστής των θέσεων αυτών τις έννοιες «Έθνος» κι «Εθνική Ιδεολογία» και αντίστροφα, ενώ μέσα από τις εργώδεις απόπειρες προσδιορισμού της «Εθνικής Ταυτότητας» προκύπτουν αντιλήψεις και προτάσεις που αφορούν και στο περιεχόμενο του νέου Εθνικού Οράματος.
Το γεγονός ότι το Εθνικό Όραμα πρέπει απαραίτητα ν’ ανανεωθεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, ώστε να παραμείνει ζείδωρο, ελκυστικό και πειστικό, γίνεται καταρχήν αντιληπτό κυρίως στις τάξεις του «Βενιζελισμού». Επειδή ακριβώς, τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά την δεύτερη φάση του, το βενιζελικό σχέδιο «αστικού εκσυγχρονισμού» διακρίνεται από την οργανική κι άρρηκτη σύνδεση του με τις -εκάστοτε- προτεραιότητες «εθνικής ολοκλήρωσης», ο Βενιζελισμός είναι εκείνος ο πολιτικός χώρος ο οποίος μετά το 1922, πλήττεται πολύ περισσότερον και εν πολλοίς «απειλείται» από την γενικότερη ιδεολογική κρίση την οποίαν επέφερε η Μικρασιατική Καταστροφή. Έτσι από τις τάξεις του πληττόμενου, του «υποχωρούντος» πολιτικού μορφώματος, θα προέλθουν εύλογα ως αντίδραση κι οι πρώτες απόπειρες ανανέωσης του Εθνικού Οράματος, οι πρώτες εναλλακτικές προτάσεις για μια νέα «Μεγάλη Ιδέα».
Οι ιδεολογικοπολιτικές διαφοροποιήσεις, μετατοπίσεις, μεταλλάξεις και εξαλλαγές τώρα είναι πλέον σαφείς, καθώς η σημασιοδότηση και το εννοιολογικό βάθρο του όρου «εθνική ολοκλήρωση» άλλαξαν ολοκληρωτικά, αναγκαστικά και ριζικά. Τους παλαιούς στόχους της απελευθέρωσης των αλυτρώτων Ελλήνων αδελφών και της εδαφικής επέκτασης με ιστορικούς όρους του «Μείζονος Ελληνισμού», οι οποιοι είχαν ιδεολογικό επιστέγασμα και προμετωπίδα την Μεγάλη Ιδέα, έρχονται να υποκαταστήσουν η προσπάθεια συστηματικής ένταξης και κοινωνικής αφομοίωσης των «πρώην αλυτρώτων» (είτε ως κατοίκων των Νέων Χωρών -στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται: η Θράκη, η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Κρήτη και το ΒΑ. Αιγαίο-, είτε ως προσφύγων), οι ενέργειες για την ολοκληρωτική επίτευξη της ευκταίας εθνικής ομοιογένειας, καθώς κι η φιλοδοξία εγχάραξης μιας νέας «εθνικής ταυτότητας», τούτη την φορά μέσα στα περιορισμένα ελλαδικά κρατικά σύνορα, τα οποία αντιμετωπίζονται πλέον ως οριστικά. Κι ο ίδιος ο Βενιζέλος, αλλά κυρίως άλλες έγκριτες φυσιογνωμίες της πολιτικής ζωής, αστικής προέλευσης και έως σοσιαλδημοκρατικής «εκπομπής», όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Αλέξανδρος Δελμούζος κι ο Γιώργος Θεοτοκάς, αναζητούν ουσιαστικά το ακριβές στίγμα ενός νέου Εθνικού Οράματος, ικανού ν’ αντικαταστήσει πειστικά και με αξιόπιστην επάρκεια το παλαιό του ανάλογο, το οποίο φαίνεται πως έχει χαθεί αμετάκλητα.
Κατά την δεύτερη αυτή περίοδο του Βενιζελισμού, ο επιδιωκόμενος «αστικός εκσυγχρονισμός» θα συναρθρωθεί ικανά με την διαδικασία της εθνικής ομογενοποίησης, μάλιστα δε και με πολιτειακό ιδεολογικό επιστέγασμα : την «Αβασίλευτη Δημοκρατία», η οποία θα καταβληθεί σύντονη προσπάθεια να προσλάβει ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Ωστόσον η «Αβασίλευτη Δημοκρατία» δεν θα καταστεί δυνατόν ν’ αποκτήσει, τουλάχιστον στην δεδομένη ιστορική συγκυρία, εκείνο το ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο που επεδίωκαν να της προσδώσουν ορισμένα στελέχη του Βενιζελισμού, (προπάντων δε ο ευρυμαθής πατριώτης σοσιαλδημοκράτης Αλέξανδρος Παπαναστασίου), δεν θα λειτουργήσει ως πανάκεια των μεταμικρασιανών νοσημάτων. Συνεπώς ο «ύστερος Βενιζελισμός», με το ευρύ οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα της τετραετίας 1928 - 1932, απλά θα εισηγηθεί και πάλιν ένα σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού το οποίο μάλιστα θα προσπαθήσει να το περιβάλλει με την αίγλη μιας νέας «Μεγάλης Ιδέας».
Πρέπει να σημειώσουμε για λόγους ενημέρωσης κι ακριβολογίας ότι η πολιτική φιλοσοφία του «αστεφούς μονάρχη» Ελευθερίου Βενιζέλου εμπεριείχε ξεκάθαρα μιαν απόλυτα αριστοτελική άποψη της πολιτικής, αποδίδοντας μείζονα σημασία στον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος απ’ ότι στην μορφή του, ταυτιζόμενη ξεκάθαρα με την άποψη του Αριστοτέλη - που θεωρούσε πως υπάρχουν καλές αλλά και διεφθαρμένες όψεις των τεσσάρων πολιτευμάτων (αριστοκρατικό, ολιγαρχικό, δημοκρατικό, οχλοκρατικό). Μάλιστα η πεμπτουσία της πολιτικής αντίληψης του Βενιζέλου καταγράφηκε σαφώς ήδη σε πρωιμότερη – «προκαταστροφική» φάση, στην ομιλία του της 5ης Σεπτεμβρίου 1910 στην Πλατεία Συντάγματος, όπου μεταξύ άλλων είχε πει: «…Ο Αριστοτέλης είπεν ότι όταν ο εις, ο μονάρχης δηλαδή εν τω μοναρχικώ πολιτεύματι ή οι ολίγοι εν τω αριστοκρατικώ ή οι πολλοί, τα πολιτικά δηλαδή κόμματα, εν τω δημοκρατικώ και σήμερον εν τω συνταγματικώ πολιτεύματι, άρχωσι προς το κοινό συμφέρον, η Πολιτεία είναι ορθή. Όταν δε ο εις ή οι ολίγοι, ή οι πολλοί άρχωσι προς το ίδιον συμφέρον η Πολιτεία αυτή αποτελεί παρέκβασιν Πολιτείας οδηγούσα εις την κακοδαιμονίαν των λαών.». Αυτός ήταν ο «χαρισματικός» (σωτηριακά και δαιμονικά) άνδρας που υπήρξε ο «δημοκρατικός δικτάτωρ» της Ελλάδας. Ουδέποτε πλήρως δημοκράτης και ουδέποτε αρκούντως τολμητίας για να κυβερνήσει φανερά ως δικτάτωρ.
Πρωτεργάτης στην προσπάθεια ιδεολογικοπολιτικής και πνευματικής ανασυγκρότησης μετά το βαθύ (κι ακόμη ανεπούλωτο) τραύμα της Μικρασίας, στάθηκε ο ίδιος ο Βενιζέλος, ο οποίος κατ' επανάληψη και συρροή θα τονίζει με έμφαση ότι οι αγώνες για την εδαφική επέκταση τελείωσαν οριστικά, ενώ συχνά θα καλέσει τους Έλληνες να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στη δημιουργία «συγχρονισμένου κράτους», η έννοια του οποίου επαναλαμβάνεται διαρκώς και κατέχει πρωταγωνιστική θέση στα άρθρα και τους λόγους του Ελευθέριου Βενιζέλου αυτής της περιόδου. Χαρακτηριστικά σ’ ένα του λόγο - 28 Μαΐου 1930, Καλάβρυτα- θα τοποθετηθεί ξεκάθαρα οριοθετώντας τις κατά την γνώμη του προοπτικές του Έθνους ως εξής : «…Είμεθα σήμερον έθνος που επέρασε την παιδικήν ηλικίαν, συμπληρώνει την νεανικήν και αρχίζει να εισέρχεται εις την ανδρικήν. Όποιος έχει αυτό υπ' όψιν, πως είναι δυνατόν να αμφιβάλλη ότι η σταδιοδρομία του έθνους κατά την δευτέραν εκατονταετίαν του ελευθέρου βίου του θα είναι καλυτέρα της πρώτης; Εγώ είμαι βέβαιος ότι, κατά την δευτέραν εκατονταετίαν θα φθάσωμεν εις μεγάλα αποτελέσματα, προς άλλην εννοείται κατεύθυνσιν, όχι προς ουσιώδη εδαφικήν επέκτασιν ή απελευθέρωσιν υποδούλων αδελφών, οι οποίοι, δεν θέλω να εξετάσω πως συνεκεντρώθησαν εντός των συνόρων της ελευθέρας πατρίδος, αλλά προς δημιουργίαν κράτους συγχρονισμένου, το οποίον, εάν δεν είναι πρωτοπόρον, θα ευρίσκεται, πάντως, ακολουθούν, μέσα εις την πρωτοπορίαν των άλλων εθνών που πρωτοστατούν εις τον πολιτισμόν» .
Σ’ αντίθεση με τις έντονες ιδεολογικές αναζητήσεις που περιρρέουν και διαπερνούν τον ύστερο, «μετακαταστροφικό» Βενιζελισμό, ο αντιβενιζελικός συντηρητικός χώρος δείχνει να διακρίνεται από μια σχεδόν εμμονοϊδεακή και συνάμα παιδιάστικα απλοϊκή, αβίαστη προσήλωση στις μέχρι τότε δεδομένες «εθνικές παραδόσεις». Η αυτάρεσκη, συχνά πομπώδης κι ενίοτε αγκυλωτική στειρότητα που διακρίνει τον εν πολλοίς βασιλόφρονα Αντιβενιζελισμό, σε συνδυασμό με την εύλογη πιεστική ανάγκη ν’ ασκήσει αντιπολίτευση στην βενιζελική πολιτική, οδηγεί συχνά αρκετούς από τους αντιβενιζελικούς, στην υπεράσπιση διαφόρων επεκτατικών εκδοχών της Μεγάλης Ιδέας ! Κάποιοι άλλοι κρίνουν με ρεαλιστική επιφύλαξη, όπως ο Ιωάννης Πιπινέλης, ένας από τους επιφανείς εκπροσώπους της αντιβενιζελικής παράταξης, που θα γράψει ότι : «…..η αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας 1919-1922, της τελευταίας αυτής εξορμήσεως του ελληνισμού προς την Μεγάλην Ιδέα, κατέδειξε με την άπειρον συμφοράν εις ην οδήγησεν, ότι μια νέα πραγματικότης είχε δημιουργηθεί εν τοις Βαλκανίοις, η οποία καθιστά ανέφικτον την αναβίωσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Συνεπώς η καταστροφική και τραυματική κατάληξη της μικρασιατικής περιπέτειας, αποκλείει πλέον την επικράτηση του Ελληνισμού επί των γειτόνων του με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα. Τώρα πλέον η έμφαση δίδεται στην οικονομική διείσδυση της Ελλάδας στις «γειτνιάζουσες γαίες», μ’ απώτερο στόχο την δι’ αυτής επικράτηση του Ελληνισμού. Στα πλαίσια αυτά η πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων θεωρείται a priori δεδομένη, ωσάν «θεία επίπαση» ή νομοτελειακό θέσμιο. Ο μεσολογγίτης δημοσιογράφος, εκδότης και πολιτικός Θεολόγος Νικολούδης, αντιβενιζελικός και κατοπινό στέλεχος του μεταξικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου υποστήριξε με έμφαση «Η Ελλάς δεν θα εβράδυνε να δεσπόση από απόψεως εμπορικής και εκπολιτιστικής του βαλκανικού συγκροτήματος» [Ο πολυπράγμων Νικολούδης εξέδιδε την εφημερίδα «Πολιτεία» από το 1917 έως το 1935 από τις στήλες της οποίας πολέμησε με σφοδρότητα τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Βενιζελισμό, ενώ υποστήριξε τον Ιωάννη Μεταξά και το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων.] Ο επίσης σφόδρα αντιβενιζελικός Αθανάσιος Ευταξίας συμπλήρωνε με θρησκευτικού τύπου εθνοκεντρική μεγαλοστομία : «Η Ελλάς κέκληται να πρωτοστατήση, υπό έποψιν οικονομικήν και εκπολιτιστικήν».
Στα πλαίσια αυτά το προτεινόμενο από τον Βενιζελισμό Εθνικό Όραμα του αστικού εκσυγχρονισμού, που χαρακτηρίστηκε από μερίδα του αντιπολιτευόμενου τύπου, ως «κακόηθες κήρυγμα εναντίον των ιδανικών και των παραδόσεων» δέχτηκε αμέτρητες συνεχείς συστηματικές βολές των αντιβενιζελικών. Θεμελιώδης γεννήτρια παραδοχή αυτών των επιθέσεων υπήρξε η εκτίμηση ότι «παρά την ηδυπαθή αποχαύνωση του Έλληνος δια της υλιστικής ευμαρείας» που, κατά τη γνώμη των αντιπάλων του, επεδίωξε σκόπιμα ο λαοπλάνος Βενιζέλος, ο ελληνικός Λαός «προορίζεται για να επικρατή και να ηγεμονεύη». Κατά συνέπειαν «…ο κ. Βενιζέλος κάμνει πολύ άσχημα να θέλη να κόψη τα πληγωμένα φτερά της Μεγάλης Ιδέας, η οποία εκράτησεν όρθιον επί πέντε εκατονταετίες το ελληνικόν γένος».
Η συζήτηση που πραγματοποιείται τον Δεκέμβριο του 1930 στην Βουλή μετά από τις (κατά πολλούς επονείδιστες) ελληνοτουρκικές συνθήκες που υπέγραψαν ο Βενιζέλος κι ο Κεμάλ τον Οκτώβριο μας προσφέρει την δυνατότητα σχετικά ευκρινούς καταγραφής των σφοδρά αντιτιθέμενων απόψεων.
Παρασκευή, 1 Φεβρουαρίου 2013 - 08:36
Share on facebook Share on print Share on favorites Share on google More Sharing Services 4
[size=40pt][size=40pt]Συνεργασία: Για τον Ελληνικό Εθνικισμό (Μέρος ΙV)
Ιδεολογική συγκρότηση μετά την Μικρασιατική Καταστροφή
Μέρος ΙV[/size][/size]
Μετά το 1922, annus horribilis του νεώτερου Ελληνισμού - με ενάμιση εκατομμύριο βασανισμένους πρόσφυγες και περίπου 650.000 νεκρούς Έλληνες, με ξεριζωμό του Γένους από την γη της Ιωνίας και του Πόντου μετά από 4 περίπου χιλιετίες αδιάκοπης παρουσίας - προέκυψε μια φρενήρης αναζήτηση ανακάλυψης ενός νέου Εθνικού Οράματος, ενώ ενέκυψε αφόρητη και πιεστική η ανάγκη μιας αναπροσαρμογής κι αναδιαμόρφωσης ή μιας εκ νέου μορφοποίησης της Εθνικής Θεωρίας. Η Μικρασιατική Καταστροφή στάθηκε ίσως η μεγαλύτερη τομή της νεοελληνικής ιστορίας, γιατί οι συνέπειες της επελθούσας συντριβής σε καθολική έκταση, επηρέασαν όλους τους τομείς της εθνικής μας ζωής κι είναι αισθητές έως και τις ημέρες μας.
Το 1922 αποτελεί την χρονολογία ορόσημο στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, καθώς η σχεδόν αφανιστική Μικρασιατική Καταστροφή λειτούργησε ως αφετηρία ριζικής αναδιάρθρωσης του συνόλου ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και μιας ολότελα νέας φάσης της νεώτερης εθνικής ιστορίας. Η επελθούσα συντριπτική ήττα στην Μικρασία, νέκρωσε ουσιαστικά κάθε ελληνική αλυτρωτική προσδοκία αυτοκρατορικής αναγέννησης και σηματοδότησε την θανατηφόρα εξάλειψη της Μεγάλης Ιδέας, [η οποία αποτελούσε την κυρίαρχη συνιστώσα της Εθνικιστικής Ιδεολογίας (τουλάχιστον από το 1844), είχε δε φανεί το 1920 ότι υλοποιείται με την «Συνθήκη των Σεβρών», εγγίζοντας το όνειρο της «Μεγάλης Ελλάδας των επτά θαλασσών και των δύο ηπείρων».
Ειδικότερα στον ευρύτερο χώρο της Εθνικής Θεωρίας, το καταραμένο 1922 σηματοδοτεί την παγίδευση του Εθνικού Οράματος (μέχρι τότε δεδομένου, απλού και ξεκάθαρου) σε μια νοσηρή φάση παροξυντικής κι αυξομειούμενης κρίσης. Ταυτόχρονα, επειδή η Μεγάλη Ιδέα έως εκείνην την στιγμή κατείχε την κορυφαία θέση στον επίσημο κρατικό και ακαδημαϊκό ιδεολογικό λόγο, η συντριβή της προξένησε εύλογα έναν γενικευμένο κλονισμό όλων των μέχρι τότε δομικών συνιστωσών και λειτουργικών σταθερών, μια «διασχιστική» ρήξη των παραδοσιακών οριζουσών της έως τότε κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας.
Η αποσαθρωτική στρατιωτική ήττα κι η συνακόλουθη εθνολογική και γεωπολιτική καταστροφή, σε συνδυασμό με την επελθούσα κατέρρειψη του μεγαλειώδους αλυτρωτικού οράματος της «αυτοκρατορικής παλιννόστησης» του Ελληνισμού, μετά το 1922 οδηγούν «εκβιαστικά» στην ανάγκη ριζικής καθολικής ανασυγκρότησης και ουσιαστικής βαθιάς ανανέωσης της ελληνικής Εθνικής Θεωρίας.
Η ανάγκη αυτή γίνεται αφόρητα πιεστική και βιαστικά επιτακτική, καθώς κατά τον Μεσοπόλεμο οι πολυεπίπεδες συνέπειες από την καταβαράθρωση της Μεγάλης Ιδέας σωρεύονται και συναρθρώνονται με ευρέα και ποικίλα άλλα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, εμφανιζόμενα με ιδιάζουσα οξύτητα σ’ αυτήν την περίοδο : διαρκής πολιτική αστάθεια, διάχυση αντεθνικών ιδεών, τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα, προϊούσα κοινωνική εξαθλίωση, βαθιά οικονομική κρίση. Η συνύπαρξη και η πολλαπλασιαστική διαδραστική αλληλεπίδραση όλων αυτών των προβλημάτων κατέστησε αναγκαία την ανοικοδόμηση ή την εκ νέου συγκρότηση μιας πειστικής Εθνικής Θεωρίας, η οποία, εκτός των άλλων, έπρεπε να μπορεί επιπλέον να εξασκήσει «αρμογόνο», συνεκτική επίδραση στα διάφορα αντίπαλα κοινωνικά συμφέροντα και στις αντίπαλες κοινωνικές ομάδες.
Μέσα σ' αυτές τις εξαπλούμενες σηπτικές συνθήκες, στους χώρους των διανοουμένων διεξάγεται μια μεγάλη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση που εκτυλίσσεται γύρω από το κατάλληλο περιεχόμενο και τους ενδεχόμενους τρόπους μιας άρδην υλοποίησης ενός νέου «Εθνικού Οράματος». Στην παθιασμένη και συχνότατα πολεμική αυτήν συζήτηση λαμβάνει πρόθυμα μέρος ένας σημαντικός αριθμός στοχαστών, μελετητών, διανοουμένων, αλλά και πολιτικών, οι οποιοι προέρχονται από ολόκληρο το ιδεολογικό και πολιτικό φάσμα. Μέσα σ' ένα ιδεολογικό κλίμα που σφραγίζεται από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και την τραυματική διάψευση των εθνικών αλυτρωτικών προσδοκιών, γεννώνται νεοφανείς ερμηνείες κι εμπαθείς συζητήσεις, εκλύονται νεόκοποι προβληματισμοί και προκαλούνται σφοδρές αντιπαραθέσεις, εκφράζονται πρωτότυπες αναζητήσεις και διατυπώνονται νέες ή αναπαλαιωμένες προτάσεις. Καθώς λοιπόν η ρηξικέλευθη συζήτηση αποκτά αξιοσημείωτο εύρος σχετικά με τα θιγόμενα ζητήματα, αλλά και σ’ ότι αφορά στους εμπλεκομένους, πράγματι δεν είναι καθόλου υπερβολικό να χαρακτηρίσουμε τον Μεσοπόλεμο ως περίοδο παρατεταμένης ενδελεχούς αναζήτησης, εμπνευσμένης κα φανατικής συγκρότησης και έντονης ζύμωσης νέων «δοκιμαστικών» Εθνικών Οραμάτων.
Παρά το ότι οι εκφάνσεις αυτών των αναζητήσεων είναι πολυποίκιλες, πολυσύνθετες και πολυεπίπεδες, μπορούμε με ασφάλεια κι ευθυκρισία να διακρίνουμε δυο βασικές διαστάσεις στο πλαίσιο των γενικότερων συζητήσεων : Η πρώτη διαμορφώνεται με πυρηνικό άξονα τις συζητήσεις για το ποιο θα πρέπει να είναι το νέο Εθνικό Όραμα, η νέα Μεγάλη Ιδέα του Ελληνισμού. Η δεύτερη συνίσταται από τις αναζητήσεις γύρω από τις έννοιες «Έθνος» κι «Εθνική Ταυτότητα». Συχνά αυτές οι δύο διαστάσεις διαπλέκονται μεταξύ τους. Οι θέσεις που διατυπώνονται για το πρέπον περιεχόμενο της νέας Μεγάλης Ιδέας αποκαλύπτουν με σαφείς αντιστοιχίες πώς αντιλαμβάνεται ο εκάστοτε εκφραστής των θέσεων αυτών τις έννοιες «Έθνος» κι «Εθνική Ιδεολογία» και αντίστροφα, ενώ μέσα από τις εργώδεις απόπειρες προσδιορισμού της «Εθνικής Ταυτότητας» προκύπτουν αντιλήψεις και προτάσεις που αφορούν και στο περιεχόμενο του νέου Εθνικού Οράματος.
Το γεγονός ότι το Εθνικό Όραμα πρέπει απαραίτητα ν’ ανανεωθεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, ώστε να παραμείνει ζείδωρο, ελκυστικό και πειστικό, γίνεται καταρχήν αντιληπτό κυρίως στις τάξεις του «Βενιζελισμού». Επειδή ακριβώς, τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά την δεύτερη φάση του, το βενιζελικό σχέδιο «αστικού εκσυγχρονισμού» διακρίνεται από την οργανική κι άρρηκτη σύνδεση του με τις -εκάστοτε- προτεραιότητες «εθνικής ολοκλήρωσης», ο Βενιζελισμός είναι εκείνος ο πολιτικός χώρος ο οποίος μετά το 1922, πλήττεται πολύ περισσότερον και εν πολλοίς «απειλείται» από την γενικότερη ιδεολογική κρίση την οποίαν επέφερε η Μικρασιατική Καταστροφή. Έτσι από τις τάξεις του πληττόμενου, του «υποχωρούντος» πολιτικού μορφώματος, θα προέλθουν εύλογα ως αντίδραση κι οι πρώτες απόπειρες ανανέωσης του Εθνικού Οράματος, οι πρώτες εναλλακτικές προτάσεις για μια νέα «Μεγάλη Ιδέα».
Οι ιδεολογικοπολιτικές διαφοροποιήσεις, μετατοπίσεις, μεταλλάξεις και εξαλλαγές τώρα είναι πλέον σαφείς, καθώς η σημασιοδότηση και το εννοιολογικό βάθρο του όρου «εθνική ολοκλήρωση» άλλαξαν ολοκληρωτικά, αναγκαστικά και ριζικά. Τους παλαιούς στόχους της απελευθέρωσης των αλυτρώτων Ελλήνων αδελφών και της εδαφικής επέκτασης με ιστορικούς όρους του «Μείζονος Ελληνισμού», οι οποιοι είχαν ιδεολογικό επιστέγασμα και προμετωπίδα την Μεγάλη Ιδέα, έρχονται να υποκαταστήσουν η προσπάθεια συστηματικής ένταξης και κοινωνικής αφομοίωσης των «πρώην αλυτρώτων» (είτε ως κατοίκων των Νέων Χωρών -στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται: η Θράκη, η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Κρήτη και το ΒΑ. Αιγαίο-, είτε ως προσφύγων), οι ενέργειες για την ολοκληρωτική επίτευξη της ευκταίας εθνικής ομοιογένειας, καθώς κι η φιλοδοξία εγχάραξης μιας νέας «εθνικής ταυτότητας», τούτη την φορά μέσα στα περιορισμένα ελλαδικά κρατικά σύνορα, τα οποία αντιμετωπίζονται πλέον ως οριστικά. Κι ο ίδιος ο Βενιζέλος, αλλά κυρίως άλλες έγκριτες φυσιογνωμίες της πολιτικής ζωής, αστικής προέλευσης και έως σοσιαλδημοκρατικής «εκπομπής», όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Αλέξανδρος Δελμούζος κι ο Γιώργος Θεοτοκάς, αναζητούν ουσιαστικά το ακριβές στίγμα ενός νέου Εθνικού Οράματος, ικανού ν’ αντικαταστήσει πειστικά και με αξιόπιστην επάρκεια το παλαιό του ανάλογο, το οποίο φαίνεται πως έχει χαθεί αμετάκλητα.
Κατά την δεύτερη αυτή περίοδο του Βενιζελισμού, ο επιδιωκόμενος «αστικός εκσυγχρονισμός» θα συναρθρωθεί ικανά με την διαδικασία της εθνικής ομογενοποίησης, μάλιστα δε και με πολιτειακό ιδεολογικό επιστέγασμα : την «Αβασίλευτη Δημοκρατία», η οποία θα καταβληθεί σύντονη προσπάθεια να προσλάβει ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Ωστόσον η «Αβασίλευτη Δημοκρατία» δεν θα καταστεί δυνατόν ν’ αποκτήσει, τουλάχιστον στην δεδομένη ιστορική συγκυρία, εκείνο το ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο που επεδίωκαν να της προσδώσουν ορισμένα στελέχη του Βενιζελισμού, (προπάντων δε ο ευρυμαθής πατριώτης σοσιαλδημοκράτης Αλέξανδρος Παπαναστασίου), δεν θα λειτουργήσει ως πανάκεια των μεταμικρασιανών νοσημάτων. Συνεπώς ο «ύστερος Βενιζελισμός», με το ευρύ οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα της τετραετίας 1928 - 1932, απλά θα εισηγηθεί και πάλιν ένα σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού το οποίο μάλιστα θα προσπαθήσει να το περιβάλλει με την αίγλη μιας νέας «Μεγάλης Ιδέας».
Πρέπει να σημειώσουμε για λόγους ενημέρωσης κι ακριβολογίας ότι η πολιτική φιλοσοφία του «αστεφούς μονάρχη» Ελευθερίου Βενιζέλου εμπεριείχε ξεκάθαρα μιαν απόλυτα αριστοτελική άποψη της πολιτικής, αποδίδοντας μείζονα σημασία στον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος απ’ ότι στην μορφή του, ταυτιζόμενη ξεκάθαρα με την άποψη του Αριστοτέλη - που θεωρούσε πως υπάρχουν καλές αλλά και διεφθαρμένες όψεις των τεσσάρων πολιτευμάτων (αριστοκρατικό, ολιγαρχικό, δημοκρατικό, οχλοκρατικό). Μάλιστα η πεμπτουσία της πολιτικής αντίληψης του Βενιζέλου καταγράφηκε σαφώς ήδη σε πρωιμότερη – «προκαταστροφική» φάση, στην ομιλία του της 5ης Σεπτεμβρίου 1910 στην Πλατεία Συντάγματος, όπου μεταξύ άλλων είχε πει: «…Ο Αριστοτέλης είπεν ότι όταν ο εις, ο μονάρχης δηλαδή εν τω μοναρχικώ πολιτεύματι ή οι ολίγοι εν τω αριστοκρατικώ ή οι πολλοί, τα πολιτικά δηλαδή κόμματα, εν τω δημοκρατικώ και σήμερον εν τω συνταγματικώ πολιτεύματι, άρχωσι προς το κοινό συμφέρον, η Πολιτεία είναι ορθή. Όταν δε ο εις ή οι ολίγοι, ή οι πολλοί άρχωσι προς το ίδιον συμφέρον η Πολιτεία αυτή αποτελεί παρέκβασιν Πολιτείας οδηγούσα εις την κακοδαιμονίαν των λαών.». Αυτός ήταν ο «χαρισματικός» (σωτηριακά και δαιμονικά) άνδρας που υπήρξε ο «δημοκρατικός δικτάτωρ» της Ελλάδας. Ουδέποτε πλήρως δημοκράτης και ουδέποτε αρκούντως τολμητίας για να κυβερνήσει φανερά ως δικτάτωρ.
Πρωτεργάτης στην προσπάθεια ιδεολογικοπολιτικής και πνευματικής ανασυγκρότησης μετά το βαθύ (κι ακόμη ανεπούλωτο) τραύμα της Μικρασίας, στάθηκε ο ίδιος ο Βενιζέλος, ο οποίος κατ' επανάληψη και συρροή θα τονίζει με έμφαση ότι οι αγώνες για την εδαφική επέκταση τελείωσαν οριστικά, ενώ συχνά θα καλέσει τους Έλληνες να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στη δημιουργία «συγχρονισμένου κράτους», η έννοια του οποίου επαναλαμβάνεται διαρκώς και κατέχει πρωταγωνιστική θέση στα άρθρα και τους λόγους του Ελευθέριου Βενιζέλου αυτής της περιόδου. Χαρακτηριστικά σ’ ένα του λόγο - 28 Μαΐου 1930, Καλάβρυτα- θα τοποθετηθεί ξεκάθαρα οριοθετώντας τις κατά την γνώμη του προοπτικές του Έθνους ως εξής : «…Είμεθα σήμερον έθνος που επέρασε την παιδικήν ηλικίαν, συμπληρώνει την νεανικήν και αρχίζει να εισέρχεται εις την ανδρικήν. Όποιος έχει αυτό υπ' όψιν, πως είναι δυνατόν να αμφιβάλλη ότι η σταδιοδρομία του έθνους κατά την δευτέραν εκατονταετίαν του ελευθέρου βίου του θα είναι καλυτέρα της πρώτης; Εγώ είμαι βέβαιος ότι, κατά την δευτέραν εκατονταετίαν θα φθάσωμεν εις μεγάλα αποτελέσματα, προς άλλην εννοείται κατεύθυνσιν, όχι προς ουσιώδη εδαφικήν επέκτασιν ή απελευθέρωσιν υποδούλων αδελφών, οι οποίοι, δεν θέλω να εξετάσω πως συνεκεντρώθησαν εντός των συνόρων της ελευθέρας πατρίδος, αλλά προς δημιουργίαν κράτους συγχρονισμένου, το οποίον, εάν δεν είναι πρωτοπόρον, θα ευρίσκεται, πάντως, ακολουθούν, μέσα εις την πρωτοπορίαν των άλλων εθνών που πρωτοστατούν εις τον πολιτισμόν» .
Σ’ αντίθεση με τις έντονες ιδεολογικές αναζητήσεις που περιρρέουν και διαπερνούν τον ύστερο, «μετακαταστροφικό» Βενιζελισμό, ο αντιβενιζελικός συντηρητικός χώρος δείχνει να διακρίνεται από μια σχεδόν εμμονοϊδεακή και συνάμα παιδιάστικα απλοϊκή, αβίαστη προσήλωση στις μέχρι τότε δεδομένες «εθνικές παραδόσεις». Η αυτάρεσκη, συχνά πομπώδης κι ενίοτε αγκυλωτική στειρότητα που διακρίνει τον εν πολλοίς βασιλόφρονα Αντιβενιζελισμό, σε συνδυασμό με την εύλογη πιεστική ανάγκη ν’ ασκήσει αντιπολίτευση στην βενιζελική πολιτική, οδηγεί συχνά αρκετούς από τους αντιβενιζελικούς, στην υπεράσπιση διαφόρων επεκτατικών εκδοχών της Μεγάλης Ιδέας ! Κάποιοι άλλοι κρίνουν με ρεαλιστική επιφύλαξη, όπως ο Ιωάννης Πιπινέλης, ένας από τους επιφανείς εκπροσώπους της αντιβενιζελικής παράταξης, που θα γράψει ότι : «…..η αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας 1919-1922, της τελευταίας αυτής εξορμήσεως του ελληνισμού προς την Μεγάλην Ιδέα, κατέδειξε με την άπειρον συμφοράν εις ην οδήγησεν, ότι μια νέα πραγματικότης είχε δημιουργηθεί εν τοις Βαλκανίοις, η οποία καθιστά ανέφικτον την αναβίωσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Συνεπώς η καταστροφική και τραυματική κατάληξη της μικρασιατικής περιπέτειας, αποκλείει πλέον την επικράτηση του Ελληνισμού επί των γειτόνων του με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα. Τώρα πλέον η έμφαση δίδεται στην οικονομική διείσδυση της Ελλάδας στις «γειτνιάζουσες γαίες», μ’ απώτερο στόχο την δι’ αυτής επικράτηση του Ελληνισμού. Στα πλαίσια αυτά η πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων θεωρείται a priori δεδομένη, ωσάν «θεία επίπαση» ή νομοτελειακό θέσμιο. Ο μεσολογγίτης δημοσιογράφος, εκδότης και πολιτικός Θεολόγος Νικολούδης, αντιβενιζελικός και κατοπινό στέλεχος του μεταξικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου υποστήριξε με έμφαση «Η Ελλάς δεν θα εβράδυνε να δεσπόση από απόψεως εμπορικής και εκπολιτιστικής του βαλκανικού συγκροτήματος» [Ο πολυπράγμων Νικολούδης εξέδιδε την εφημερίδα «Πολιτεία» από το 1917 έως το 1935 από τις στήλες της οποίας πολέμησε με σφοδρότητα τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Βενιζελισμό, ενώ υποστήριξε τον Ιωάννη Μεταξά και το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων.] Ο επίσης σφόδρα αντιβενιζελικός Αθανάσιος Ευταξίας συμπλήρωνε με θρησκευτικού τύπου εθνοκεντρική μεγαλοστομία : «Η Ελλάς κέκληται να πρωτοστατήση, υπό έποψιν οικονομικήν και εκπολιτιστικήν».
Στα πλαίσια αυτά το προτεινόμενο από τον Βενιζελισμό Εθνικό Όραμα του αστικού εκσυγχρονισμού, που χαρακτηρίστηκε από μερίδα του αντιπολιτευόμενου τύπου, ως «κακόηθες κήρυγμα εναντίον των ιδανικών και των παραδόσεων» δέχτηκε αμέτρητες συνεχείς συστηματικές βολές των αντιβενιζελικών. Θεμελιώδης γεννήτρια παραδοχή αυτών των επιθέσεων υπήρξε η εκτίμηση ότι «παρά την ηδυπαθή αποχαύνωση του Έλληνος δια της υλιστικής ευμαρείας» που, κατά τη γνώμη των αντιπάλων του, επεδίωξε σκόπιμα ο λαοπλάνος Βενιζέλος, ο ελληνικός Λαός «προορίζεται για να επικρατή και να ηγεμονεύη». Κατά συνέπειαν «…ο κ. Βενιζέλος κάμνει πολύ άσχημα να θέλη να κόψη τα πληγωμένα φτερά της Μεγάλης Ιδέας, η οποία εκράτησεν όρθιον επί πέντε εκατονταετίες το ελληνικόν γένος».
Η συζήτηση που πραγματοποιείται τον Δεκέμβριο του 1930 στην Βουλή μετά από τις (κατά πολλούς επονείδιστες) ελληνοτουρκικές συνθήκες που υπέγραψαν ο Βενιζέλος κι ο Κεμάλ τον Οκτώβριο μας προσφέρει την δυνατότητα σχετικά ευκρινούς καταγραφής των σφοδρά αντιτιθέμενων απόψεων.