H oρατή ακροδεξιά
Του Νικόλα Σεβαστάκη
Η ρατσιστική ακροδεξιά ριζώνει, στρατολογεί, οργανώνει «τάγματα ασφαλείας». Η φυσική παρουσία των ανθρώπων της πάει παράλληλα με τη διείσδυση των απόψεών της στις διαδικτυακές κυψέλες, στον σχολιασμό των μπλογκς και στο δηλητήριο των social media. Φυσικά για όποιον μπαίνει καθημερινά δυο και τρεις φορές σε λεωφορεία ή ψωνίζει ακόμα από μικρά μαγαζιά, τα σχήματα ερμηνείας του κόσμου και οι συνταγές ορθοπραξίας της ακροδεξιάς καταγράφουν αξιοσημείωτη παρουσία. Μια ολόκληρη γωνιά του ελληνικού «καφενείου», των τόπων της λαϊκής κοινωνικότητας, αναδίδει την ατμόσφαιρά της. Το ίδιο συμβαίνει στους δρόμους και στις λαϊκές αγορές.
Οι εξηγήσεις για το φαινόμενο, παρά τις σημαντικές αποχρώσεις, εντάσσονται στο γενικό και μάλλον νωθρό σχήμα «η μεγάλη κρίση υποθάλπει τα άκρα». Οι συντηρητικές φιλελεύθερες φωνές σπεύδουν να κατακεραυνώσουν, κατά τα συνήθη, τον «λαϊκισμό της ανομίας» ως τον βασικό φορέα εκκόλαψης όλων των κοινωνικών και πολιτιστικών δεινών. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, το ίδιο νήμα συνδέει τα πιο διαφορετικά φαινόμενα λαϊκής διαμαρτυρίας, κοινωνικού θυμού και απείθειας των τελευταίων δυο χρόνων: ανάμεσα στην Κόρινθο της Χρυσής Αυγής και στις Κερατέες ή στα Δεν Πληρώνω των προηγούμενων χρόνων, δεν υφίσταται καμιά ουσιαστική διαφορά. Το πνεύμα της ανομίας και της άρνησης απλώθηκε σαν ζοφερό πέπλο πάνω από την ελληνική κοινωνία στο όνομα της δυσφορίας για τα Μνημόνια και της αγανάκτησης για την κατάρρευση του μοντέλου ευημερίας το οποίο διαμορφώθηκε στη διάρκεια μιας αριστερόστροφης (η περίφημη «αριστερή ιδεολογική ηγεμονία») Μεταπολίτευσης.
Απέναντι σε αυτή την πασίγνωστη πια αφήγηση, το σύνολο σχεδόν της Αριστεράς θεωρεί ότι ο εκφασισμός της κοινωνίας είναι συνέπεια της οικονομικής αιμορραγίας των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων. Το επιχείρημα λέει ότι το οξύ κοινωνικό πρόβλημα και συγχρόνως η εμπλοκή των νεοφιλελεύθερων ελίτ διακυβέρνησης στην αναπαραγωγή του, ωθούν στην απόγνωση μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το πρόβλημα της ακροδεξιάς δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το γενικότερο ζήτημα των αυταρχικών εκτροπών που προωθούνται και από φορείς του mainstream πολιτικού συστήματος. Η αντιμετώπισή του φαινομένου επαφίεται στην ανάπτυξη ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος το οποίο και θα υπερασπιστεί τις αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης απέναντι στον πολύμορφο κοινωνικό δαρβινισμό και στις ρατσιστικές του εκβλαστήσεις.
Όπως και αν οργανώνεται όμως η εξήγηση για το ακροδεξιό ρεύμα, οι δυο παραδοσιακοί της πυλώνες, ο φιλελεύθερος νομικισμός και ο κοινωνιοκεντρικός οικονομισμός, δυσκολεύονται απέναντι σε αυτόν τον αντίπαλο. Ο φιλελεύθερος νομικισμός σπεύδει να εντάξει την ακροδεξιά στη χώρα του «ανορθολογισμού» ή αλλιώς στην επικράτεια των λαϊκιστικών παρεκκλίσεων από τη νομιμότητα. Συνηθίζοντας στις συνοπτικές αναγωγές και σε μια ορισμένη σοφία του κοινού νου, καλλιεργεί την ιδέα ότι η έξοδος από την κρίση (μέσα από την ορθολογική καπιταλιστική αναμόρφωση μιας ιδιαίτερης περίπτωσης, της ελληνικής) θα γεννήσει μια πιο θετική κοινωνική ψυχολογία και συγχρόνως μια νέα ιστορική ευκαιρία για την ηγεμονία του ορθολογικού Κέντρου. Τα άκρα (δηλαδή, κατά το οικείο σχήμα, αμφότεροι οι αριστεροί και δεξιοί αρχαϊσμοί) θα χάσουν σταδιακά την αίγλη τους με το κοπιώδες πέρασμα σε μια νέα φάση ευρωπαϊκής ασφάλειας για τη χώρα και την τραυματισμένη μεσαία τάξη της.
Ας σκεφτούμε όμως και την αριστερή στάση απέναντι στην πρόκληση της διάχυτης ακροδεξιάς. Εδώ και πολλούς μήνες ένα πράγμα έχει γίνει κάτι παραπάνω από φανερό: ότι η συνηθισμένη προσφυγή στο «κοινωνικό» δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση των εθνικιστικών/ ρατσιστικών λόγων και πρακτικών. Πολύ απλά: το κοινωνικό δεν αρκεί διότι η ακροδεξιά, όπως διαμορφώνεται πλέον στη βάναυση «κασιδιάρικη» εκδοχή της, είναι με τον δικό της τρόπο κοινωνική και πληβειακή, προστατευτική και «αντικατοχική»˙ διεκδικεί, δηλαδή, τη δική της εκδοχή κοινοτισμού και φιλολαϊκού «κοινωνισμού» προωθώντας έναν σωβινισμό της πρόνοιας στο πλαίσιο μιας επιθετικής αμφισβήτησης των ελίτ και των καθεστωτικών ισορροπιών τους. Αυτό σημαίνει ότι το αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο και η διαρκής επικέντρωση στις κοινωνικές καταστροφές των μνημονιακών πολιτικών δεν αγγίζουν την υπόγεια δυναμική του ωμού αντιφιλελεύθερου ριζοσπαστισμού: αυτός ο τελευταίος επιχειρεί πλέον την αντιστροφή/ επανιδιοποίηση των αξιών του αντιφατικού κινήματος των πλατειών, ένα εναλλακτικό προς την Αριστερά μοντέλο λαϊκής εξέγερσης. Παράγει μια απτή, ευανάγνωστη και δραστική μετάφραση των διάσπαρτων αντι-ελίτ και ηθο-αναμορφωτικών ευαισθησιών που κυκλοφορούν ευρέως. Κολυμπάει, άνετα, στο γενικευμένο τιμωρητικό σύνδρομο το οποίο εκτρέφεται από την ατομική δυσθυμία και την κοινωνική ατροφία.
Τέλος, υπάρχει ένα θέμα πιο μακρινό από τα άμεσα και συγχρόνως περισσότερο απαιτητικό για τη σκέψη μας. Σε ένα από τα γνωστότερα κείμενά του, την Επιστολή για τον Ανθρωπισμό, ο Xάιντεγκερ, μιλώντας για τον μαρξισμό, λέει το εξής: η διάσταση της κοινωνικής αλλοτρίωσης είναι ιστορικά ουσιώδης αλλά όχι οντολογικά πρωταρχική. Το οντολογικά πρωτεύον, συνεχίζει, είναι η «απώλεια του οίκου», το ξερίζωμα και η εμπειρία της ανεστιότητας. Για τον Χάιντεγκερ, ο οποίος στο σημείο αυτό επαναλαμβάνει μια βασική πεποίθηση των οπαδών της «συντηρητικής Επανάστασης» του Μεσοπολέμου, η κοινωνική θεωρία της αλλοτρίωσης, ιδίως στην εκδοχή της ως αποξένωσης των παραγωγών στην καπιταλιστική συνθήκη, δεν είναι ικανή να αναγνωρίσει αυτή την άλλη θεμελιακή διάσταση.
Διαχρονικά, ο δεξιός ριζοσπαστισμός (είτε ως «αντιπλουτοκρατικός» σωβινισμός είτε ως εθνοφυλετισμός) επενδύει περισσότερο στις εμπειρίες του ξεριζώματος, του αποπροσανατολισμού και της απώλειας του κόσμου. Από την προδρομική εποχή του Μωρίς Μπαρές μέχρι σήμερα, η ακροδεξιά ορίζει ως έσχατο δεινό τον «ξεριζωμένο» όχι τον εκμεταλλευόμενο ή ταξικά δυναστευόμενο άνθρωπο. Η αντιμεταναστευτική ρητορεία βασίζεται άλλωστε στην ιδέα ότι ο Έλληνας έγινε ξένος στον τόπο του, ότι ο τόπος μας «έχει κατακτηθεί» από μια ξένη δύναμη. Με άλλα λόγια, η εθνική/ εθνοτική αλλοτρίωση, έτσι όπως την προβάλλει ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός, εμφανίζεται ως η ουσία των υλικών και πολιτικών ηττών μιας ολόκληρης περιόδου.
Θα αναρωτηθεί κάποιος ποια σχέση μπορεί να έχει η ακροδεξιά των μαχαιρωμάτων, των στολών παραλλαγής και των καταδρομικών επιχειρήσεων για την «εκκαθάριση της χώρας» με την ανεστιότητα. Το ερώτημα φυσικά δεν εγείρεται με αυτή τη γελοία μορφή. Αυτό που εννοώ εδώ είναι ότι υπάρχουν διάχυτες προ-πολιτικές αγωνίες ταυτότητας και μια δυσφορία εξαιτίας της θλιβερής μεταμόρφωσης των πλαισίων ζωής, του βιωματικού τοπίου των ανθρώπων. Η εικόνα του «κέντρου της Αθήνας» λειτουργεί πλέον ως συμβολικό ισοδύναμο κάθε υπαρξιακού ξεριζωμού και βιοτικού ξεπεσμού ανεξάρτητα από τα αίτιά τους. Η «απώλεια του οίκου» συνδέεται με τη συρροή μη ελεγχόμενων και παράδοξων αλλαγών στη δομή της καθημερινότητας. Μια τέτοια αίσθηση απώλειας και βιωματικής πρόσκρουσης σε ένα «χαοτικό πραγματικό» επιτείνεται αλλά δεν παράγεται από την προϊούσα οικονομική κατάρρευση συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων.
Πέρα λοιπόν από την κοινωνική οδύνη λειτουργούν εν τέλει και άλλες κλίμακες φόβων σε αστικά (και όχι μόνο σε αστικά) περιβάλλοντα όλο και πιο εχθρικά. Δεν έχει νόημα να στιγματίζει κανείς αυτούς τους φόβους ως ανορθολογικούς ή συντηρητικούς: αποτελούν μια διάσταση υπαρκτή, έναν παράγοντα σημαντικό για την πρακτική ζωή αλλά και για τις μύχιες πολιτικές διαθέσεις των ανθρώπων σε μια εποχή όπου αυτοί (όλοι μας δηλαδή) καταμετρούν κάθε λογής απώλειες και όχι μόνο τα χαμένα τους εισοδήματα.
Η Αριστερά πιστεύει κατά κανόνα ότι η σκοπιά του κοινωνικού συμφέροντος, δηλαδή ένα είδος οικονομικού ορθολογισμού των στρωμάτων που πλήττονται, θα καταφέρει να διαλύσει τον ζόφο που πλανιέται πάνω από τη χώρα. Πολλές φορές ωστόσο άλλες αγωνίες, ξένες προς το κοινωνικό πρόβλημα, παράδοξες για κάθε ανάλυση με όρους συμφερόντων και κατανομής πόρων, προσδιορίζουν τις κοινωνικές συμπεριφορές και την αυτοσυνείδηση των πολιτών. Η διείσδυση του εθνορατσισμού και η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς «τιμωρητικής βίας» είναι φαινόμενα που μπορεί να έχουν μεγαλύτερο βάθος και συνέπειες στο μέλλον. Για αυτό τον λόγο πρέπει να αναθεωρηθεί η αντίληψη που θεωρεί ότι μια «ταξική» ορθολογική επιλογή αποτελεί την μοναδική απάντηση.