Για έναν μοντέρνο πατριωτισμό
Tου Νικου Ξυδακη
Στο μάθημα της πατριδογνωσίας, παλιότερα, μαθαίναμε: Τι εξάγει η Ελλάς: σταφίδα, ελαιόλαδο, σύκα, πορτοκάλια, μεταλλεύματα... Αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες. Την ίδια εποχή, μια άλλη μικρή μεσογειακή χώρα, το Ισραήλ, εξήγαγε κι αυτή τα ίδια περίπου - θυμόμαστε τα πορτοκάλια Γιάφας και τις μπανάνες Ισραήλ.
Σήμερα, η Ελλάδα εξάγει ελάχιστη σταφίδα, διότι η καλλιέργειά της εγκαταλείφθηκε, το ελαιόλαδο αντιμετωπίζει τον σαρωτικό ανταγωνισμό του ισπανικού και του ιταλικού, τα σύκα έχουν εγκαταλειφθεί κι αυτά εν πολλοίς, τα πορτοκάλια μάς τα επιστρέφουν ως μειονεκτικά ακόμη και οι Ρώσοι, ενώ και αρκετά ορυχεία έχουν εγκαταλειφθεί.
Το Ισραήλ εξακολουθεί να εξάγει πορτοκάλια και μανταρίνια (και να τα εισάγουμε εμείς...), αλλά η εξαγωγική του δύναμη βρίσκεται προ πολλού σε άλλα είδη: εξάγει υψηλή τεχνολογία... Από μικροεπεξεργαστές, νανοτεχνολογία και λογισμικό, έως τεχνολογία ηλιακής ενέργειας και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ).
Την κατάσταση της έρευνας και της ανάπτυξης τεχνολογικών καινοτομιών στο μεσογειακό και παρόμοιο ιστορικά Ισραήλ, αλλά και τη δυσάρεστη σημερινή διαφορά προσανατολισμού Ελλάδος -Ισραήλ, μας τη θύμισε σε φωτισμένο άρθρο του προ ημερών ένας νέος Ελληνας επιστήμονας και τεχνοκράτης, ο δρ Τάσος Γκόλνας, που δουλεύει στις ΗΠΑ ως αναλυτής στην SunEdison, την κορυφαία αμερικανική εταιρεία παραγωγής ηλιακής ενέργειας και τεχνολογίας. Με σπουδές Φυσικής και Μηχανικής (διδάκτωρ του Στάνφορντ) και καριέρα σε εταιρείες υψηλής τεχνολογίας της Σίλικον Βάλεϊ, με ολοκληρωμένη, εν τω βάθει εποπτεία του διεθνούς τοπίου στην ηλιακή ενέργεια και τις ΑΠΕ, αλλά και με επιτόπια γνώση του ισραηλινού «οικοσυστήματος» παραγωγής καινοτομιών, ο δρ Γκόλνας είναι σε θέση να μας πει τι κάνει σήμερα το Ισραήλ. Αυτό κάνει στο άρθρο του, στο μπλογκ reality-tape.com, υπό τον προκλητικό τίτλο «Καινοτομία και σιωνισμός» (http:/ /
).
Εν συνόψει, ο δρ Γκόλνας περιγράφει πώς το Ισραήλ αντλεί ανθρώπινο δυναμικό και τεχνογνωσία από τον πανίσχυρο στρατό του, τη γνωστή ΙDF, αλλά και από το think tank της εβραϊκής διασποράς των ΗΠΑ, για να αναπτύξει τεχνολογίες αιχμής για ειρηνικούς εμπορικούς σκοπούς, και πώς τις τελευταίες δεκαετίες σημειώνει μια σειρά από επιτυχίες και αριστείες σε διάφορα πεδία: από την ανάπτυξη των γνωστών επεξεργαστών Centrino, για λογαριασμό της Intel, έως τις αλλεπάλληλες καινοτομίες στην τεχνολογία ημιαγωγών και ηλιακής ενέργειας.
Δεν περιγράφει μόνο. Ο Ελληνας επιστήμονας βλέπει αναλογίες: Αφού και η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να συντηρεί δυσανάλογα μεγάλο στρατό και να προβαίνει σε δυσανάλογα μεγάλες αμυντικές δαπάνες (ως προς τους άλλους Ευρωπαίους), δεν θα μπορούσε άραγε να σχηματίσει ένα οικοσύστημα εταιρειών έρευνας, σχεδιασμού και ανάπτυξης υψηλής τεχνολογίας, παρόμοιο υπό κλίμακα με το ισραηλινό;
Ο δρ Γκόλνας μας βάζει ενώπιον διπλής πρόκλησης. Θυμίζει, καταρχάς, τα περίφημα «αντισταθμιστικά οφέλη», για τα οποία γίνεται λόγος έπειτα από κάθε πανάκριβη «αγορά του αιώνα»: αγοράζουμε αεροπλάνα ή άρματα, αλλά εισάγουμε τεχνογνωσία, κατασκευάζουμε μέρη τους εν Ελλάδι, ανοίγουν θέσεις εργασίας κ.λπ. Αυτό συμβαίνει, αλλά μόνο εν μέρει, και εντέλει μόνο για προϊόντα αμυντικής τεχνολογίας. Για πολλούς λόγους, δεν υπάρχει μακρόπνοη εθνική στρατηγική για το πώς θα εξασφαλιστούν συνέργειες μεταξύ στρατιωτικών και εμπορικών έργων, με μεγάλη διάρκεια και αποδοτικότητα για την κοινωνία. Ενας λόγος είναι ότι η Ελλάδα «ψωνίζει» οπλικά συστήματα με βάση τις μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές συνθήκες, δηλαδή ψωνίζει ΚΑΙ εύνοια: άλλοτε από τους συμμάχους Γάλλους, άλλοτε από τους φίλους Αμερικανούς, άλλοτε από τους Ρώσους κι άλλοτε από ευρωπαϊκά κονσόρτσιουμ. Αυτή η αναγκαστική τακτική δεν αλλάζει εύκολα.
Αλλά ο σοβαρότερος ίσως λόγος είναι ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα μια κουλτούρα βιομηχανίας και παραγωγής, ανάπτυξης· δεν επικρατεί η δημιουργικότητα, η παραγωγικότητα και η καινοτομία, αυτά ηττώνται από τη διάχυτη και κυρίαρχη κουλτούρα του εισαγωγικού εμπορίου, των μεσαζόντων, των πλασιέ, των αντιπροσώπων ξένων οίκων, των μιζαδόρων. Αυτή η κυρίαρχη κουλτούρα του «imports και μίζα» διαβρώνει τη διοίκηση και την οικονομία. Υπηρετείται από μια πολιτική ελίτ οκνηρή πνευματικά και υποτελή πολιτικά, και διαμορφώνει μια κοινωνία αναλόγως ράθυμη, κλειστή, εχθρική προς τους νεωτερισμούς, εντέλει μια κοινωνία που δεν σέβεται τον εαυτό της και το μέλλον των παιδιών της. Μια κοινωνία αντιπατριωτική.
Εδώ συναντάμε τη δεύτερη πρόκληση που εμπεριέχεται στον συλλογισμό του δρος Γκόλνα: Αφού μπορούν αυτοί, στο Ισραήλ, γιατί να μην μπορούμε κι εμείς, στην Ελλάδα, έστω υπό κλίμακα; Αφού μπορεί η Κορέα, αφού μπορεί η Ιρλανδία, γιατί να μην μπορεί και η Ελλάδα; Και επιστήμονες διαθέτει, και νέα μυαλά, και αριστούχους φοιτητές σε κάθε γωνιά εκτός συνόρων, και ισχυρή Διασπορά στις ΗΠΑ και παντού, όπως έδειξε και το μανιφέστο αγωνίας για την έρευνα που συνυπέγραψαν πέρσι 22 κορυφαίοι επιστήμονες.
Γιατί λοιπόν εδώ, παρά τα αλλεπάλληλα κοινοτικά πακέτα στήριξης, παρά τα έργα υποδομής με ευρωπαϊκά χρήματα, γιατί λαχανιάζουμε διαρκώς πίσω από τις ντιρεκτίβες της Ε.Ε. προσπαθώντας για τα αυτονόητα, πώς δηλαδή θα καταργήσουμε τις τοξικές χωματερές και πώς θα διευθετήσουμε τα λύματα; Γιατί το μεγαλύτερο έργο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν η φιέστα των Ολυμπιακών; Γιατί το κύριο μέλημα των κυβερνήσεων είναι η νομιμοποίηση των αυθαίρετων οικοδομών και η πριμοδότηση των Ι.Χ. αυτοκινήτων;
Διότι έτσι εννοεί η πολιτική ελίτ την ανάπτυξη: Μπάζωμα, τσιμέντωμα, real estate, παζάρεμα για φόρους, διόγκωση του εισαγωγικού εμπορίου, κατανάλωση. Διότι ακόμη και στο λογισμικό, την πιο άυλη τεχνολογία, η πολιτική ελίτ, διά χειρός Αλογοσκούφη, έδρασε σαν υποτελής νεόπλουτος: έκανε πανάκριβο shopping και έδεσε τη χώρα στο άρμα της Microsoft, αντί να την ανοίξει στο μέλλον του Open Source και να χρηματοδοτήσει τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά spin-offs για μια ανεξάρτητη εθνική στρατηγική πληροφορικής.
Ο συλλογισμός του δρος Γκόλνα απηχεί τη σκέψη και την επιθυμία πολλών Ελλήνων, απανταχού της Γης. Πρόκειται για ανθρώπους μορφωμένους, δραστήριους, κοσμοπολίτες, εφευρετικούς, αριστείς στα πεδία τους· πρόκειται πάνω απ’ όλα για ανθρώπους που αγαπούν την πατρίδα τους, που νιώθουν ότι χρωστούν κάτι στο δημόσιο σχολείο τους, που θέλουν να είναι περήφανοι για τον τόπο τους. Ο συλλογισμός «αφού μπορούν οι άλλοι, γιατί όχι κι εμείς;» θεμελιώνει έναν μοντέρνο πατριωτισμό, απολύτως ρεαλιστικό και τρομακτικά αναγκαίο.