κατι επι του θεματος...
Κάποτε το σεξ ήταν ταμπού, αμαρτία, παράνομη πράξη. Και χρειάστηκε τον Σίγκμουντ Φρόυντ να βάλει το μυαλό του να δουλέψει σε αντίθετες στροφές από την πουριτανική ηθική της εποχής του, πασχίζοντας να αθωώσει τους ανθρώπους από τις ενοχές που τους προκαλούσαν οι πόθοι τους.
Τα χρόνια πέρασαν, το ντιβάνι της ψυχανάλυσης αντικαταστάθηκε από πιο σύγχρονες μεθόδους θεραπείας και το Ίντερνετ βοήθησε με ιδέες, πληροφορίες, προσωπικές ιστορίες, εικόνα και ήχο, ώστε το σεξ να διατίθεται ως προϊόν ελεύθερης κατανάλωσης. Μέσα απ' αυτήν την προσέγγιση, η έκθεση στο MoSex θα διερευνήσει τις σεξουαλικές υποκουλτούρες που άνθησαν στη Νέα Υόρκη και οι οποίες επηρέασαν σταδιακά τη σεξουαλική συμπεριφορά του συρμού.
Για τον λόγο αυτό, τα εκθέματα δίνουν λεπτομέρειες γύρω από την γκέι κοινότητα της περιοχής Μπάουερι, που αναπτύχθηκε στα τέλη του 1800, ιστορούν τα δεδομένα του πορνογραφικού και φετιχιστικού εμπορίου, τους γυναικείους αγώνες για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, τους σταθμούς του ομοφυλοφιλικού κινήματος. Αλλά και τα τελευταία δείγματα από τη σύγχρονη παραγωγή της βιομηχανίας του σεξ έχουν θέση στους ορόφους του MoSex. Αντικείμενα σαδομαζοχιστικού σεξ, καλτ ταινίες πορνό εκτίθενται δίπλα σε φωτογραφίες της Λίντα Λάβλεϊς («Βαθύ λαρύγγι») και της Ξαβιέρα Χολάντερ («Ευτυχισμένη πόρνη»). Με την απαραίτητη σκιά ενδείξεων της νόσου του AIDS να βαραίνει τον χώρο. Και να υπενθυμίζει, μέσα από τα σκίτσα του Αρτ Σπίγκελμαν στον κατάλογο της έκθεσης, ότι μετά τη σεξουαλική επανάσταση του '60 και τα σεξ κλαμπ του '70 «το AIDS ήταν ο λογαριασμός που έφτασε στο τραπέζι της απόλαυσης»...
Μουσεία του σεξ στην Ευρώπη υπάρχουν πολλά. Και βασίζουν την ύπαρξή τους σε πλούσιες ιδιωτικές συλλογές. Η Αμερική όμως, περίμενε την 28η Σεπτεμβρίου 2002 για να δει το MoSex να ανοίγει επίσημα τις πόρτες του στη Νέα Υόρκη. «Μία πόλη αρκετά μεγάλη, αρκετά τολμηρή, αρκετά κακή, εξίσου παράξενη και αδιάντροπη, ώστε να διαθέτει ένα σεξουαλικό παρελθόν διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο σημείο σ' αυτήν τη χώρα», λέει ο διευθυντής του νέου Μουσείου Σεξ της Νέας Υόρκης, Ντάνιελ Γκλουκ, πρώην ζωγράφος, γλύπτης και επιχειρηματίας ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Το περασμένο Σάββατο στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης του Λονδίνου το σεξ στη μικρή οθόνη ήταν ένα από τα θέματα κύκλου διαλέξεων και ομιλιών υπό τον γενικό τίτλο «Οι πόλεμοι των φύλων». Πρόθεση των διοργανωτών της εκδήλωσης δεν ήταν να φέρουν στο προσκήνιο την ποσότητα του σεξ που υπάρχει στην τηλεόραση. Άλλωστε δύο στους τρεις που πήραν μέρος σε σχετική έρευνα που έγινε πέρσι εξέφρασαν την πεποίθηση πως η ποσότητα ερωτικών σκηνών στα τηλεοπτικά προγράμματα δεν είναι υπερβολική, αν και νεώτερα δεδομένα από την Επιτροπή Ραδιοτηλεοπτικών Προτύπων συνθέτουν άλλη, διαφορετική εικόνα. Ότι δηλαδή από τα τηλεοπτικά προγράμματα παρατηρείται αύξηση παραπόνων διότι η ερωτική πράξη έχει εισβάλει σε όλες τις τυπολογίες προγραμμάτων.
Το θέμα της ημερίδας πάντως ήταν άλλο. Και εστιάστηκε στο κλισέ «δεν έχει σημασία η ποσότητα, η ποιότητα είναι αυτή που μετράει»! Πιο συγκεκριμένα οι συζητήσεις περιστράφηκαν γύρω από τον άξονα για το πόσο αποκαλυπτική και απελευθερωμένη είναι η τηλεόραση.
Η τηλεόραση ανέκαθεν αποτελούσε τον καθρέφτη μέσα από τον οποίο αντανακλάται η εικόνα της κοινωνίας. Στις μέρες μας ωστόσο αντικατοπτρίζεται πιο ανεκτική και ανοιχτόμυαλη. Το τηλεοπτικό μενού πλέον περιλαμβάνει σειρές όπου υπάρχουν ρόλοι τραβεστί («Coronation street»), σκηνές με ερωτικά φιλιά ανάμεσα σε λεσβίες («Brookside») και ομοφυλόφιλοι («Queer as Folk») στο βρετανικό Channel 4.
Και δεν είναι αυτά μόνον. Από τη μικρή οθόνη παρελαύνουν σκηνές με ό,τι μπορεί να φανταστεί κάποιος. Ως και πλάνα με γυναίκες να συζητούν για τις ερωτικές επιδόσεις των συντρόφων τους που τυχαίνει να έχουν... τέσσερα πόδια και ουρά και που αντί για αναστεναγμούς κάνουν αρφ αρφ.
Μπροστά στις κάμερες οι άνθρωποι δίνουν ολόκληρες παραστάσεις. Και σε κάθε περίπτωση ισχύει το ρητό «ποτέ δεν είναι αργά». Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με το Channel 4, το οποίο μεταξύ των προγραμμάτων της νέας τηλεοπτικής περιόδου περιλαμβάνει ένα ντοκιμαντέρ τριών επεισοδίων, το «Fifteen» («Δεκαπέντε»), που - όπως άλλωστε υποδηλώνει ο τίτλος - παρακολουθεί τρία 15χρονα στην περίοδο της εφηβείας τους.
Την Κριστίν, ως ανήλικη μητέρα, την Γινγκ, που ανακαλύπτει τη μητέρα της, η οποία την είχε εγκαταλείψει όταν εκείνη ήταν βρέφος, και την Κίμπερλι, που ενώ θέλει να γευτεί τον έρωτα γίνεται αντικείμενο του σεξ.
Υπάρχει και συνέχεια. Βλέπουμε πλέον το σεξ να είναι - μέσω μικρής οθόνης - τρόπος άσκησης, κάτι σαν γυμναστική δηλαδή, το σεξ ως τρόπο εξασφάλισης για το προς το ζην, το σεξ σαν επίδειξη ατομικισμού του στυλ "εγώ παίρνω αυτό που θέλω και δεν μου καίγεται καρφάκι για τον άλλον" και βεβαίως το σεξ ως πρόβλημα.
«Η σεξουαλική ζωή της Κατρίν Μ.» και 256 σελίδες αρκούν και περισσεύουν για μία «κουλ» καταγραφή συναντήσεων, παρέλαση προσώπων και σεξουαλικών οργάνων στο πέρασμα μιας εικοσαετίας, με τη Γαλλίδα κριτικό τέχνης - συγγραφέα να επιθυμεί «να βρει ευχαρίστηση με το να διαθέτει τον εαυτό της και το σώμα της σε όλον τον κόσμο».
Με μια τέτοια επίσημη δήλωση που έβγαινε από τις πολλαπλές συνεντεύξεις της στη γαλλική τηλεόραση και το ραδιόφωνο, με τον σύζυγο της ίδιας να εκδίδει ταυτόχρονα με το δικό της βιβλίο ένα λεύκωμα γυμνών φωτογραφιών της, με δικά του σχόλια, με την ιδέα του σεξ να τριγυρίζει σήμερα ανεξέλεγκτα στα μίντια ως μέσο επικοινωνίας και εμπορικής επιτυχίας, το πρώτο που δεν περιμένει κανείς από μια συνάντηση μαζί της είναι η κουβέντα γύρω από τον ομαδικό έρωτα και τη σεξουαλική συμπεριφορά να μοιάζει με σχολιασμό του ασφαλιστικού συστήματος και με ανάλυση για τις επιπτώσεις της υπογεννητικότητας στην οικονομία. Απέναντί μου βρίσκεται περισσότερο η διευθύντρια του έγκριτου περιοδικού «Art Presse» με μαύρο κοστούμι, προσεγμένο γαλλικό μανικιούρ, και διόλου η Κατρίν Μιγιέ που στα 18 της χρόνια αμφισβήτησε την καθολική διαπαιδαγώγησή της και θέλησε να βρει απαντήσεις στα πάντα γύρω από το σεξ.
«Δεν διάλεξα τη ζωή που είχα. Δεν ήταν προϊόν κάποιας απόφασης, γι' αυτό και ήταν πολύ εύκολο να το κάνω. Βρέθηκα σε αυτόν τον τρόπο ζωής επειδή ήμουν νέα και αθώα, επειδή ο φιλικός μου περίγυρος είχε ήδη υιοθετήσει αυτές τις πρακτικές και εγώ απλά τους ακολούθησα χωρίς να αναρωτιέμαι, υπολογίζοντας τά μήπως και τα όχι».
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όλα εξελίσσονται όπως πάνω σε μία θεατρική σκηνή. Καθένας παίζει ένα ρόλο και υπάρχουν κανόνες που πρέπει να σεβαστεί, όπως το ότι δεν κακομεταχειριζόμαστε κανέναν, δεν προσβάλλουμε, δεν σοκάρουμε. Μπορεί κάποιος να έρθει απλά ως θεατής και να μη συμμετάσχει, επειδή αν θέλουμε το παιχνίδι να συνεχιστεί δεν πρέπει να συμβεί κάποιο ατύχημα».
Όλα αυτά συνέβησαν στην επιτρεπτή για πειραματισμούς εποχή των 70'ς-80'ς. Η Κατρίν Μιγιέ το κατανοεί και συμμερίζεται τη νεώτερη γενιά των ανθρώπων που έζησαν μέσα στο '90 συντροφιά με το AIDS και την ανεργία κι έχουν επηρεάσει την ηθική τους. «Τα νέα παιδιά συνειδητοποιώντας ποια ήταν η σεξουαλική απελευθέρωση των γονιών τους τρόμαξαν και προβληματίστηκαν. Η εξήγηση αυτής της διαφορετικής συμπεριφοράς έχει να κάνει με το ότι δεν θέλουν να ζήσουν όπως οι γονείς τους και από αντίδραση επιζητούν να είναι πιο σοβαροί, πιο επιλεκτικοί, πιο υπεύθυνοι. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι να βλέπω τους νεαρούς συνεργάτες μου στο περιοδικό να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά από πολύ νωρίς. Η νέα γενιά δεν ενδιαφέρεται να εξερευνήσει τη σεξουαλικότητά της, αλλά να ανασυγκροτήσει τους συνεκτικούς δεσμούς στην ιδέα της οικογένειας».
Μέσα σε ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον η Μιγιέ σκέφτηκε να γράψει το βιβλίο της και για έναν άλλο λόγο. Για να διαχωρίσει τη θέση της, όπως τονίζει, από τη στάση των μίντια και των περιοδικών που με τις έρευνες και τα στοιχεία τους για συχνές και πολλαπλές ερωτικές σχέσεις αγχώνουν τον κόσμο στην περίπτωση που δεν κάνουν πρωταθλητισμό στο σεξ. Πιστεύει ότι με το βιβλίο της οι άνδρες που το διάβασαν και αγαπούν πραγματικά τις γυναίκες κατάλαβαν πράγματα γι' αυτό το απόλυτο μυστήριο του γυναικείου οργανισμού. Και προειδοποιεί πως θα υπάρξει συνέχεια. Μετά περίπου είκοσι χρόνια, όταν θα γράψει για την εμπειρία να είσαι ηλικιωμένος και να ποθείς ακόμα. «Μπορεί το σώμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί, είμαι όμως σίγουρη ότι ο πόθος και η επιθυμία μένουν για πάντα ανέπαφα».
Απαγορεύεται η βία
Η Κατρίν Μιγιέ μιλά για ένα σαβουάρ βιβρ της συγκεκριμένης σεξουαλικής τακτικής (της «διάθεσης του εαυτού σου και το σώματός σου σε όλον τον κόσμο»), για μία θεατρικότητα, για ρόλους αλλά και για λεπτούς χειρισμούς των συμμετεχόντων που πιθανόν να αναπτύξουν μεταξύ τους πιο ιδιαίτερη σχέση στη διάρκεια μιας πολλαπλής συνεύρεσης. «Σίγουρα υπάρχουν κανόνες. Σε έναν κύκλο ελευθερίων συναναστροφών υπάρχει ένας απόλυτος κανόνας: απαγορεύεται η βία», λέει.