Ιστορικά(απόσπασμα από βιβλίο):
Βρήκα αφηγητές που αναφέρουν τον όρο «κονσομασιόν» με τη σημασία που έχει σήμερα, συζητώντας για την περιοχή της Τρούμπας. Υπάρχει ο μύθος ότι το πρώτο μπαρ με γυναίκες λειτούργησε μετά τον πόλεμο στην πλατεία Βάθη στην Αθήνα. Το όνομά του ήταν «Χαβάη» και ιδιοκτήτες του μια διάσημη οικογένεια της νύχτας. Το εντυπωσιακό είναι ότι αντί για γυναίκες στο μπαρ δούλευαν άνδρες τραβεστί. Μια άλλη θεωρία, που έχω καταγράψει, είναι ότι όταν έκλεισαν την Τρούμπα τα τέλη του ΄60, άνοιξαν τα μπαρ στο Καλαμάκι και την Παραλιακή. Το ΄80 άρχισαν να μαζεύονται προς την Αθήνα, δηλαδή την Κυψέλη, τη Μιχαλακοπούλου, το Παγκράτι. Πιο πριν υπήρχαν γύρω από την Ομόνοια μόνο, στη Βάθη, την Κουμουνδούρου. Για περιοχές της επαρχίας, το πιθανότερο είναι πως πρωτοεμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μάλιστα, το πρώτο μπαρ που άνοιξε σε μια μικρή θεσσαλική πόλη, του «Μαξιμάκια», έμεινε ιστορικό. Η Νίκη κονσοματρίς, 30 ετών, η οποία εργάστηκε στο μπαρ, μου έλεγε: «Έπρεπε να ΄βλεπες τους βλάχους με τα τρακτέρ να μαζεύονται και να περιμένουν απέξω να ανοίξει το μαγαζί, σαν διαδήλωση».
Ετυμολογικά-εννοιολογικά:
Κωλόμπαρο(συν. κωλάδικο, ποτανάδικο, πωσελενάδικο):
Όρος που χρησιμοποιείται για μπαρ που δεν συνάδουν με τα χρηστά ήθη ή για μπαρ κακής ποιότητας με κριτήριο τη μουσική, τους θαμώνες ή τις σχέσεις του μαγαζιού με τον υπόκοσμο. Συχνά αποκαλούνται έτσι τα:
1. Μαγαζιά με strip show ή κονσομασιόν
2. Κακόφημα και παρακμιακά σκυλάδικα
Κωλομπαράς(συν. ταχωνίδης, αιμοδότης):
1. Ετυμ. Σύνθετη λέξη από το κώλος + μπάρα (πέος). Αυτός που αρέσκεται στην παραφύση ασέλγεια. Η λέξη χρησιμοποιείται και για τον ενεργητικό ετερόφυλο ή ομοφυλόφιλο λάτρη του πρωκτικού σεξ αλλά και για τον παθητικό ομοφυλόφιλο.
2. Ετυμ. Σύνθετη λέξη από το κώλος + μπαρ. Σπανιότερα ως κωλομπαράς χαρακτηρίζεται ο θαμώνας του κωλόμπαρου.
Κωλομπαρόμπαρο:
Πρόκειται κοινώς για τα μπαρ όπου συχνάζουν ομοφυλόφιλοι, περισσότερο γνωστά ως γκέι μπαρ. Η λέξη προκύπτει από τον συνδύασμό της λέξης κωλομπαράς και κωλόμπαρο, ενα μπαρ με κωλομπαράδες δηλαδή.
Καμπαρετζού-Κωλομπαρού(συν. κονσοματρίς, εργαλείο, καψουρογκόμενα, αρπαχτικό, πεταλούδα):
Εργαζόμενη κοπέλα σε μπαρ κονσομανσιόν όπου οι θαμώνες αγοράζουνε (κερνάνε) ποτά στα εργαζόμενα κορίτσια εξασφαλίζοντας χρόνο ομιλίας, όσο διαρκεί η κατανάλωση του ποτού (το οποίο είναι αναψυκτικό, αλλά σερβίρεται και χρεώνεται σαν αλκοολούχο). Τα κορίτσια εισπράττουν ποσοστά από το μπαρ για κάθε ποτό που τους κερνάει ο κύριος (θαμώνας).
Κονσομασιόν:
Τα λόγια και τα έργα ώστε να καθηλώσεις αυτόν που είναι εκεί για όση περισσότερη ώρα μπορείς για να πάρεις όσα περισσότερα ποτά , άρα λεφτά μπορείς. Εκείνη την ώρα βλέπεις τον πελάτη σα μηχάνημα αυτόματης ανάληψης της Τράπεζας κι εσύ ψάχνεις τον κωδικό να πατήσεις ώστε τα λεφτά από τη δική του τσέπη να μπουν στη δική σου
Καυλάντα:
Η ερωτικοποιημένη διασκέδαση
Σπίτωμα:
Άτυπη συμβίωση, όπου συνήθως ο πελάτης αναλαμβάνει τα έξοδα του σπιτιού της εργαζόμενης
Σινάφι:
Ο κόσμος της κονσομασιόν (εργαζόμενες, αφεντικά, ατζέντηδες κ.λπ.)
Καβάντζα:
Ότι κρύβεται, αποταμιεύεται