1992, παρακμιακό μπαρ στην Εύβοια. Μεγάλη παρέα.
Στην παρέα παίζει ένα πιπίνι που με κάνει κέφι, αλλά συνοδεύομαι, γενικώς το έχω στο κλάσιμο και έχει αλυχτήσει, χλιμιντρίζει από καύλα, όλο τρίβεται κλπ κλπ κλπ τσαχπινιές νάζια δεν το παίρναμε και στα σοβαρά πολύ. Παραδίπλα είναι τύπος Χαλκιδαίος μάγκιτς-κανγκούρω-μπόϋ που πίνει με την παρέα του ένας κι ένας διαλεχτοί, για μουσείο ανθρωπομορφολογικής υπανάπτυξης, τεσπα...
Περνάω πηγαίνοντας προς μπάρα. Με σταματάει με χεράκι (δεν τα γουστάρω κάτι τέτοια με τίποτα, γίνομαι πολύ νευρικός και κάνω ζημιές συνήθως).
Μου κάνει: Τη βλέπεις ρε την ξανθιά εκεί (ήταν το πιπινάκι που χαριεντιζόταν)
Me say- Τη βλέπω, εσύ τη βλέπεις;
He says- Λίγα με δαύτη
Me say- Όπα, γιατί; Αδερφός της είσαι;
He says- Θες να μάθεις τι είμαι;
Me say- Καίγομαι (τραβάω το χέρι πάω προς έξοδο ακολουθεί)
Τώρα όξω από το μαγαζί με περίμεναν και οι άλλοι δυο κολλητοί του, οί δικοί μου χαμπάρι δεν πήρανε.
Αφού με ματώσανε ομαδικώς (ναι εισέπραξα φάπες γερέςςςςς, βλάχικες) φεύγουν οι δύο να πάνε μέσα και μένει ο βαρύμαγκας να κάνει το χλευασμό.
Έχω φορτώσει πολύ άσχημα, πάρα πολύ. Φταίει η μακρά Ιαπωνική εκπαίδευση που δε με αφήνει να τον στείλω τελείως, όμως έγινε μπλε μαρέν με πολλές τούμπες στο πεζοδρόμιο και σε ένα Simca παλαιό που ήτανε εκεί. Το θέμα δεν είναι η πτώση αλλά η πρόσκρουση όπως λέει κι ο Κάσοβιτς. A Live example.
Όταν ξαναβγήκαν ο βαρύμαγκας είναι σε κακό χάλι σε ένα αμάξι απάνω λίγο χαλασμένος. Εν τω μεταξύ με ψάχνανε μέσα οι υπόλοιποι και είδανε το σκηνικό, να βαράω εγώ κάποιον, μαθαίνουν τη ροή των γεγονότων, βλέπουνε έξω τους μάγκιτς, οι οποίοι κινούνται για 2ο γύρο ομαδικώς προς τα μένα, κι είχαν μαζί τους μία αξέχαστη κοινωνική συνεύρεση υψηλού επιπέδου, τους τουλουμιάσανε για το ψευτομαγκέ που βγάλανε πάνω μου.
Πήρανε δρόμο φορτώσανε και το χαλασμένο σε ένα τογιοτα τσέλιγκα και άντε γεια.
Εκ τοτε δεν τους ξαναείδαμε γύρω γύρω.
Το πιπινάκι δεν το δάγκωσα, αλλά με έχει από τότε (είναι παντρεμένο πια με παιδιά σκυλιά γατιά) σε μεγάλη eχτίμηση για τους δικούς της λόγους.
Ο καταστηματάρχης (άλλο ρουφιανόσκυλο) έφερε τους αποκριάτικους να καθαρίσουν. Αλλά οι δαρμένοι δεν ήτανε εκεί, ήμουνα μόνο γω και είπα ότι μάλωσα με μια αρκουδα που ήθελε να μου πιεί τα σπίρτα.
Την επομένη ο καταστηματάρχης έλεγε τους κάλεσα για τους άaaaaaλλους...(γκρρρρρρρρ)
ρεζουμέ, δεν πλακώθηκα για το πιπίνολέο αλλά γιατί όταν ο άλλος είναι μαλάκας και δεν του φτάνει αλλά προκαλεί είναι σα να το ζητάει οργασμικά το φαπόνι.