Xώρα σαν ακυρωμένη συναυλία
Μεταβατικοί καιροί. Αντανακλούν αρωματικό πριονίδι σφαγής και πλήθος έτοιμο για όλα. Ένας μηχανισμός αντιφάσεων ξεσπά και κοχλάζει για να μοιάζουν όλα θεόσταλτες συμφορές ή φυσικά φαινόμενα, όπως η μεταβίβαση της Αγροτικής Τράπεζας στον Σάλλα και τα «λιγοστά» 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ που πρέπει να τους (παρα)δώσουμε ξανά.
Στα θερμά λουτρά του πλούτου, εξάλλου, κάνουν το οργιάκι τους και σήμερα οι πεντηκοστιανοί που αγαπούν την πατρίδα και το αποδεικνύουν εμπράκτως. Οι αυτοκράτορες που μαγείρεψαν τις ψήφους και κοχλάζουν τώρα τη δουλεία, βάζοντας στη συνταγή αντί για μπόλικο αλάτι και μπαχαρικά, το φόβο και τη «λογική» του «μονόδρομου» (σχήμα οξύμωρο).
Ανακτώντας παλαιές αυταπάτες στα μάτια του λαού που τον ερέθισαν κάποτε οι ζεϊμπεκιές του πάλαι ποτέ πρωθυπουργού, ενός ηγέτη με ακραία λίμπιντο, ακατανίκητη πίστη στο χρήμα («ναι, βρε, λεφτά, υπάρχουν») και όνομα βαρύ και θεόσταλτο. Νέοι που ευδοκιμούσαν κάποτε στο Μπέρκλεϋ με σπουδές πάνω στην ανθρώπινη δυστυχία παραμένουν αιωνίως (;) στις λίστες των ηγεμόνων μας με τις ευλογίες των πολυεθνικών και της «διεθνούς κοινότητας» (σκεφθήκατε ποτέ αν αυτός όρος δεν σημαίνει ουσιαστικά τίποτα περισσότερο από τέσσερα-πέντε, άντε επτά-οκτώ, κράτη;).
Κι εδώ αρχίζει ο ίλιγγος. Η αβάσταχτη αφέλεια για τους κατά φαντασία ζωντανούς που ελπίζουν να τη σκαπουλάρουν. Πώς όμως; Οι πύλες είναι σφαλιστές, οι φύλακες αγρυπνούν με διπλοσκοπιές και το ελληνικό διαβατήριο αποτελεί ένα άκυρο εισιτήριο.
Όλοι είναι περικυκλωμένοι από ζώδια, γραφεία και καριέρες υπό εξαφάνιση. Λογοπαίγνια και στοργή για το εμπόρευμα. Έρωτας για τη λαμαρίνα και το νίκελ. Η ζωή είναι πλαστική σάρκα ή δερμάτινο κάθισμα και αχλή κάλπικης ευημερίας. Η καθημερινότητα εξόριστη στην ταλαιπωρία και τον ψυχαναγκασμό. Η κάθε αυγή έχει την έκπληξη μιας νέας τραγωδίας.
Χνώτο του αυτόχειρα στην οθόνη και δίχως πάθος γύμνια σε τηλεπαιχνίδια και κουλοχέρηδες του τζόγου. Νέοι γεμάτοι γερατειά και σφρίγος τραμπούκου που ξαφρίζει κονσέρβες γνώσης γιa το δικό του μέλλον και τη δική του αιώνια καλοζωία. Ένας ύμνος στη νεότητα απ’ τον κερδώο Ερμή. Κολακεία εξαγορά, καριέρα. Κέρδος και αίμα. Κράχτες που αλέθουν την ψευδή συνείδηση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Στήνουν δημόσιους διαλόγους, εικονικούς, πάνελ αμοραλισμού και λαγνείας του ηγεμονικού εγώ.
Ο νέος ηγέτης, την ίδια ώρα, οργανώνει την καταστολή και τη μεταμοντέρνα δυστυχία. Λογαριάζει προθεσμίες και πειραγμένους θεσμούς. Όσο οι μάζες πλησιάζουν τον πλούτο, τόσο ο πλούτος χτίζει τείχη. Φτιάχνει στρατούς από αρθράκια και μονογραφίες. Έχει στρατιώτες έτοιμους να κατέβουν στον Άδη το σύθαμπο. Έχει εφεδρείες κι εγγόνια στα μετόπισθεν με κοφτές, μετρημένες απόψεις. Ο πλούτος φοβάται. Τρέφεται απ’ την εξαθλίωση των μαζών.
Οι μάζες, πάλι, κρατούν στα χέρια τους την κόσα που θα θερίσει τη δύναμη του εκμεταλλευτή για να τα βρει μιαν αυγούλα η ανασκαφική σκαπάνη του μέλλοντος (εφόσον βέβαια μπορέσουν να το αντιληφθούν και να τη χρησιμοποιήσουν). Θα μοιάζουν τότε κτερίσματα της πτώσης ενός μακρινού παρελθόντος που είχε στρατηγούς-μεσίτες, σκιάχτρα-δημοσιογράφους, δούλους-δημοκράτες και μπόλικο, στείρο σκοτάδι.
[Του Αλέξη Καζαντζίδη από intellectum.org]
Μεταβατικοί καιροί. Αντανακλούν αρωματικό πριονίδι σφαγής και πλήθος έτοιμο για όλα. Ένας μηχανισμός αντιφάσεων ξεσπά και κοχλάζει για να μοιάζουν όλα θεόσταλτες συμφορές ή φυσικά φαινόμενα, όπως η μεταβίβαση της Αγροτικής Τράπεζας στον Σάλλα και τα «λιγοστά» 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ που πρέπει να τους (παρα)δώσουμε ξανά.
Στα θερμά λουτρά του πλούτου, εξάλλου, κάνουν το οργιάκι τους και σήμερα οι πεντηκοστιανοί που αγαπούν την πατρίδα και το αποδεικνύουν εμπράκτως. Οι αυτοκράτορες που μαγείρεψαν τις ψήφους και κοχλάζουν τώρα τη δουλεία, βάζοντας στη συνταγή αντί για μπόλικο αλάτι και μπαχαρικά, το φόβο και τη «λογική» του «μονόδρομου» (σχήμα οξύμωρο).
Ανακτώντας παλαιές αυταπάτες στα μάτια του λαού που τον ερέθισαν κάποτε οι ζεϊμπεκιές του πάλαι ποτέ πρωθυπουργού, ενός ηγέτη με ακραία λίμπιντο, ακατανίκητη πίστη στο χρήμα («ναι, βρε, λεφτά, υπάρχουν») και όνομα βαρύ και θεόσταλτο. Νέοι που ευδοκιμούσαν κάποτε στο Μπέρκλεϋ με σπουδές πάνω στην ανθρώπινη δυστυχία παραμένουν αιωνίως (;) στις λίστες των ηγεμόνων μας με τις ευλογίες των πολυεθνικών και της «διεθνούς κοινότητας» (σκεφθήκατε ποτέ αν αυτός όρος δεν σημαίνει ουσιαστικά τίποτα περισσότερο από τέσσερα-πέντε, άντε επτά-οκτώ, κράτη;).
Κι εδώ αρχίζει ο ίλιγγος. Η αβάσταχτη αφέλεια για τους κατά φαντασία ζωντανούς που ελπίζουν να τη σκαπουλάρουν. Πώς όμως; Οι πύλες είναι σφαλιστές, οι φύλακες αγρυπνούν με διπλοσκοπιές και το ελληνικό διαβατήριο αποτελεί ένα άκυρο εισιτήριο.
Όλοι είναι περικυκλωμένοι από ζώδια, γραφεία και καριέρες υπό εξαφάνιση. Λογοπαίγνια και στοργή για το εμπόρευμα. Έρωτας για τη λαμαρίνα και το νίκελ. Η ζωή είναι πλαστική σάρκα ή δερμάτινο κάθισμα και αχλή κάλπικης ευημερίας. Η καθημερινότητα εξόριστη στην ταλαιπωρία και τον ψυχαναγκασμό. Η κάθε αυγή έχει την έκπληξη μιας νέας τραγωδίας.
Χνώτο του αυτόχειρα στην οθόνη και δίχως πάθος γύμνια σε τηλεπαιχνίδια και κουλοχέρηδες του τζόγου. Νέοι γεμάτοι γερατειά και σφρίγος τραμπούκου που ξαφρίζει κονσέρβες γνώσης γιa το δικό του μέλλον και τη δική του αιώνια καλοζωία. Ένας ύμνος στη νεότητα απ’ τον κερδώο Ερμή. Κολακεία εξαγορά, καριέρα. Κέρδος και αίμα. Κράχτες που αλέθουν την ψευδή συνείδηση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Στήνουν δημόσιους διαλόγους, εικονικούς, πάνελ αμοραλισμού και λαγνείας του ηγεμονικού εγώ.
Ο νέος ηγέτης, την ίδια ώρα, οργανώνει την καταστολή και τη μεταμοντέρνα δυστυχία. Λογαριάζει προθεσμίες και πειραγμένους θεσμούς. Όσο οι μάζες πλησιάζουν τον πλούτο, τόσο ο πλούτος χτίζει τείχη. Φτιάχνει στρατούς από αρθράκια και μονογραφίες. Έχει στρατιώτες έτοιμους να κατέβουν στον Άδη το σύθαμπο. Έχει εφεδρείες κι εγγόνια στα μετόπισθεν με κοφτές, μετρημένες απόψεις. Ο πλούτος φοβάται. Τρέφεται απ’ την εξαθλίωση των μαζών.
Οι μάζες, πάλι, κρατούν στα χέρια τους την κόσα που θα θερίσει τη δύναμη του εκμεταλλευτή για να τα βρει μιαν αυγούλα η ανασκαφική σκαπάνη του μέλλοντος (εφόσον βέβαια μπορέσουν να το αντιληφθούν και να τη χρησιμοποιήσουν). Θα μοιάζουν τότε κτερίσματα της πτώσης ενός μακρινού παρελθόντος που είχε στρατηγούς-μεσίτες, σκιάχτρα-δημοσιογράφους, δούλους-δημοκράτες και μπόλικο, στείρο σκοτάδι.
[Του Αλέξη Καζαντζίδη από intellectum.org]