υπάρχουν κι άλλες πτυχές της "χρεοκοπίας" που δεν αναδεικνύονται τόσο πολύ...
Έλληνες και Γερμανοί εργαζόμενοι πληρώνουν τα γερμανικά πλεονάσματα
Γραμμένο από Αλαβάνου Αριάδνη
Μέσα στον ορυμαγδό της παραπληροφόρησης που διαχέεται από τα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ έχει συσκοτιστεί για το ευρύ κοινό η πραγματική αιτία των ελλειμμάτων στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου και όχι μόνο. Ο κόσμος ακούει καθημερινά για τους τεμπέληδες Έλληνες και τους εργατικούς Γερμανούς, που αρνούνται να πληρώσουν την παραλυσία άλλων, μια προπαγάνδα που διαχέεται και στα μπλογκς των ξένων εφημερίδων. Για το ότι η παραπληροφόρηση είναι επιλεγμένη τακτική δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Δεν εξηγείται αλλιώς το γιατί οι «τρομεροί» δημοσιογράφοι των μεγάλων σταθμών, με τα τόσα τεχνικά μέσα, δε βρίσκουν στον ευρωπαϊκό και στον αμερικανικό Τύπο αυτό που εμείς βρήκαμε πανεύκολα: έγκυρες φωνές που υποστηρίζουν πως οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου πληρώνουν την εθνικιστική οικονομική πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου/ κράτους που συνέτριψε τους δικούς του εργαζόμενους και επέβαλε τα ελλείμματα στις άλλες χώρες, τροφοδοτώντας έτσι τα κέρδη των τραπεζών.
Στις υπηρεσίες της γερμανικής οικονομίας
Εφαρμόζοντας οικονομική πολιτική προσαρμοσμένη στα συμφέροντα του γερμανικού εξαγωγικού κεφαλαίου, η ευρωγραφειοκρατία και το κοινωνικό και οικονομικό κατεστημένο των χωρών αυτών κατέστρεψαν συστηματικά τις οικονομίες τους.
«Μόνο η Γερμανία έναντι των χωρών PIIGS αποκόμισε το 2008 ένα εμπορικό πλεόνασμα ύψους 47 δισεκατομμυρίων ευρώ. Απ’ αυτό προκύπτουν απαιτήσεις γερμανικών τραπεζών που φτάνουν σχεδόν τα 550 δισεκατομμύρια ευρώ», γράφει ο Έλμαρ Άλτφατερ στη γερμανική εφημερίδα Der Freitag (18/2).
Η εμμονή της Γερμανίας στα εμπορικά πλεονάσματα είναι μία αιτία της σοβαρής οικονομικής κρίσης που πλήττει αρκετές ευρω-μεσογειακές χώρες, λέει ο Γάλλος οικονομολόγος Γκιγιόμ Ντιβάλ, αρχισυντάκτης του μηνιαίου περιοδικού Alternative Economiques.
Η Γερμανία, που είναι η μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. και εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες είναι μία από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές χώρες στον κόσμο, έχει φτάσει να διατηρεί μόνιμο εμπορικό πλεόνασμα με όλους τους ευρωπαίους εταίρους της και αυτό σημαίνει ότι οι τελευταίοι έχουν εμπορικό έλλειμμα στις διμερείς συναλλαγές τους μ’ αυτήν. Το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα έναντι των Ευρωπαίων έχει αυξηθεί από 20 δισ. το 1996 σε 100 δισ. ευρώ το 2008.
Η Ελλάδα, για παράδειγμα, με ισοσκελισμένο παραγωγικό έλλειμμα (-0,5% ήταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) την περίοδο 1992-‘96 πριν τη σύνδεση της χώρας με το ευρώ, έφτασε στο -6,7% την περίοδο 1997-2001, στο -11,8% τα χρόνια 2002-2006, στο -14,7% το 2007 και στο -13,8% το 2008.
Συντριβή των γερμανικών μισθών
Πώς το κατόρθωσε αυτό η Γερμανία; Επειδή οι Γερμανοί είναι πιο εργατικοί από τους τεμπέληδες νότιους; Ασφαλώς όχι. Το κατόρθωσε με συστηματική μείωση του δικού της κόστους παραγωγής, ιδίως του εργατικού κόστους στο βιομηχανικό τομέα και στις υπηρεσίες.
Ήταν μία νίκη του γερμανικού κεφαλαίου εις βάρος των εργαζομένων με τη συνδρομή των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών που έχουν ενσωματωθεί σε έναν ιδιότυπο οικονομικό εθνικισμό/ νεοφιλελευθερισμό.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Γερμανία μαζί με την Ιαπωνία κατέχουν αντίστοιχα τη δεύτερη και την πρώτη θέση στον κόσμο από την άποψη του χαμηλότερου εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος. Ο Χάινερ Φλάσμπεκ, Γερμανός οικονομολόγος, αναφέρει (Der Freitag, 18/2): «Η οικονομία της Ελλάδας, ο προϋπολογισμός της, είναι ένα πρόβλημα αλλά όχι το κεντρικό πρόβλημα.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι οι τεράστιες διαφορές στην αντοχή του ανταγωνισμού στην Ευρωζώνη, δηλαδή οι διαφορές στο κόστος εργασίας ανά μονάδα και τα ελλείμματα στους τρέχοντες λογαριασμούς. (...) Αν συγκρίνουμε το 2009 με το 1999, βλέπουμε ότι η Γερμανία μέσω κατακράτησης της αύξησης των μισθών (dumping) εδώ και χρόνια κατόρθωσε να έχει ένα απόλυτο πλεονέκτημα έναντι των άλλων νοτιοευρωπαϊκών χωρών και έναντι της Γαλλίας.
Φυσιολογικά θα έπρεπε να υπάρχει μια ετήσια αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα κατά 2%, διότι υπάρχει ο στόχος του πληθωρισμού στο 2%. Στη Γερμανία βρίσκεται στο 0%. Αυτό σημαίνει ότι κάθε συγκρίσιμο προϊόν είναι σήμερα στη Γερμανία 25% φθηνότερο απ’ ό,τι στη νότια Ευρώπη».
Πτώση του βιοτικού επιπέδου των Γερμανών
Οι Γερμανοί θεωρούν επιτυχία του οικονομικού τους μοντέλου αυτή την επίδοση στο διεθνές εμπόριο, αλλά στην πραγματικότητα αυτό το μοντέλο έχει οδηγήσει στην πτώση του βιοτικού επιπέδου του γερμανικού λαού, ο οποίος επιχειρείται να γίνει τώρα, μετά από σχεδόν 20 χρόνια λιτότητας, υποχείριο της προπαγάνδας ότι δεν πρέπει να πληρώσει τους «τεμπέληδες». Το κατά κεφαλήν εισόδημα στη Γερμανία το 1995 ήταν 23.000 ευρώ, ενώ στη Γαλλία ήταν 20.200 ευρώ. Το 2009 το γαλλικό κατά κεφαλήν εισόδημα έφτασε στα 29.900 ευρώ, ενώ το γερμανικό στα 29.100 ευρώ.
Η πολιτική αυτή έχει οδηγήσει σε μεγάλη κοινωνική ανισότητα. Πριν από δέκα χρόνια το πιο πλούσιο 20% είχε εισόδημα 3,5 φορές μεγαλύτερο από το εισόδημα του πιο φτωχού 20% του γερμανικού πληθυσμού.
Αυτή η αναλογία αυξήθηκε στις 5 φορές το 2007. Την ίδια περίοδο το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας αυξήθηκε από 10% σε 15%.
Συστηματική αποβιομηχάνιση
Ο Γιόακιμ Μπέκερ, καθηγητής διεθνούς οικονομίας στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, υποστηρίζει ότι τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία επιδεινώθηκαν εξαιτίας της γερμανικής πολιτικής: «Οι χώρες αυτές αντιμετώπιζαν τέτοια προβλήματα από την εποχή της εισόδου τους στην ΕΟΚ, το 1980. Έχουν υποστεί μια διαδικασία αποβιομηχάνισης επί πολλά χρόνια.
Στην Ισπανία η ένταξη οδήγησε σε μια πολιτική χαμηλού επιτοκίου που ενθάρρυνε την κατανάλωση πιστώσεων και την έκρηξη της αγοράς ακινήτων. Η ισπανική βιομηχανία όμως -πόσω μάλλον της Ελλάδας και της Πορτογαλίας- δεν ήταν ποτέ σε θέση να αντιμετωπίσει τις επιθετικές εξαγωγικές πολιτικές της Γερμανίας».
Με τη χρηματοπιστωτική κρίση η οποία οδήγησε στην κατάρρευση της φούσκας των ακινήτων, η αρπακτική εμπορική πολιτική της Γερμανίας επιδεινώνει τα προβλήματα αυτών των χωρών. Τα γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα είναι το είδωλο των γαλλικών, ελληνικών, πορτογαλικών και ισπανικών ελλειμμάτων και γι’ αυτό τα ελλείμματα δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν, ακόμη κι αν πεθάνουν οι Έλληνες, Πορτογάλοι κ.ά. εργαζόμενοι της πείνας.
Το μονοπώλιο των φόρων και της βίας
Ποιος λέει όμως ότι ο σκοπός της πολιτικής της κυβέρνησης και της Ε.Ε. είναι να αντιμετωπιστούν τα ελλείμματα; «Τα δημόσια χρέη», λέει ο Ε. Άλτφατερ, «είναι το υλικό από το οποίο παράγονται τα τραπεζικά κέρδη -όσο τα κράτη βέβαια μπορούν να πληρώνουν. Για την αποπληρωμή των χρεών μπορούν οι κυβερνήσεις να φροντίζουν καλύτερα από ιδιωτικούς χρεώστες, γιατί διαθέτουν το μονοπώλιο των φόρων και μπορούν να περικόψουν τους μισθούς στο δημόσιο, τις κοινωνικές παροχές ή τις παροχές υπηρεσιών. Αν υπάρχει αντίσταση, μπορούν οι κυβερνήσεις να προσφύγουν στο μονοπώλιο της κρατικής βίας, όπως επανειλημμένα έγινε στη νεότερη ιστορία της παγκόσμιας οικονομίας».
Θα βρεθούν στα συντρίμμια αυτής της πολιτικής
Η Ε.Ε., λέει ο Γ. Μπέκερ, έχει επιβάλει «μια διαρθρωτική πολιτική στην Ελλάδα, παρόμοια μ’ αυτήν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Αυτή η πολιτική αγνοεί τις τρομερές συνέπειες που προκαλεί στην απασχόληση, τους μισθούς και το βιοτικό επίπεδο στις χώρες που ήδη βιώνουν δραματική κοινωνική και οικονομική κρίση».
Ο Χ. Φλάσμπεκ σημειώνει ότι η επιβολή μείωσης των ελλειμμάτων δε θα έχει κανένα αποτέλεσμα: «Μπορούν μόνο να συνεχίσουν να διαχειρίζονται εν μέσω κρίσης, μειώνοντας με βίαιο τρόπο το κρατικό έλλειμμα.
Μέσα σε ένα χρόνο θα δουν ότι δεν προχωράει έτσι, ότι δε γίνεται τίποτα έτσι, και μετά είμαι πολύ περίεργος να δω τι θα γίνει πολιτικά εκεί, αλλά και εδώ. Η Ελλάδα δεν είναι χρεοκοπημένη. Δεν πρόκειται όμως να έχει αποτέλεσμα η μείωση του χρέους, γιατί βρίσκεται μες στη μέση της ύφεσης. Έτσι, μετά από ένα χρόνο θα βρίσκεται καταμεσής στα συντρίμμια αυτής της πολιτικής και θα τεθεί το ερώτημα: Αποχωριζόμαστε λοιπόν ο ένας από τον άλλον ή αρχίζουμε να αναλογιζόμαστε σοβαρά πια για τα προβλήματα;».
Σύμφωνα με τη Eurostat οι μισθοί των γερμανών εργαζομένων αυξήθηκαν μόνο 9,5% από το 1995 ως το 2006. Την ίδια περίοδο, οι γαλλικοί μισθοί αυξήθηκαν 49%, οι ισπανικοί 103% και οι βρετανικοί 128%. Η πολιτική μείωσης του εργατικού κόστους έχει οδηγήσει στη συνεχή μείωση της εγχώριας ζήτησης στη Γερμανία και συνεπώς στη μείωση των εισαγωγών. Την περίοδο 1995 - 2006 η εσωτερική ζήτηση στη Γερμανία αυξήθηκε 9% (σε τρέχουσες τιμές), στη Γαλλία 29%, στην Ισπανία 61% και στη Βρετανία 43%.
«Οι γερμανικές τράπεζες κερδίζουν πολλά από τις χρεωμένες χώρες της Μεσογείου. Διαφυλάττουν στα θησαυροφυλάκιά τους 16,4 δισ. ευρώ μαύρου ελληνικού χρήματος, γεγονός που εξηγεί ένα μέρος του εκεί κρατικού ελλείμματος, και μπορούν έτσι να συμψηφίζουν απώλειες που κατά την απόσβεση αξιώσεων έναντι άλλων τραπεζών στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης θα έπρεπε να αποδεχτούν». (Ε. Άλτφατερ, Der Freitag, 18/2).