Μωρέ να μην σου πω ότι και ολόκληρη την οικονομική ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας μπορείς να αναλύσεις με βάση τα τσιπουράδικα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 50 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 80 δηλαδή για σχεδόν 40 χρόνια ο Βόλος ήταν μία πόλη με σημαντική βιομηχανία, έντονο το εργατικό στοιχειο, σημαντικό λιμάνι αλλά και τουριστικός προορισμός.
Τα τσιπουράδικα ήταν 5-6 και συνήθως πήγαινε εργατικός κόσμος το μεσημέρι μετά την δουλειά για ένα γρήγορο τσιπουράκι που συνοδευόνταν από έναν στοιχειώδη μεζέ.
Από το 90 και μετά και με έναν ανεξήγητο τρόπο τα τσιπουράδικα έγιναν μόδα, άρχισε να πηγαίνει ο κόσμος όλος τις ώρες της ημέρας, πολλαπλασιάστηκαν και έφθασαν τα 100, αποτέλεσαν αυτά τα ίδια τουριστική ατραξιόν. Παράλληλα οι βιομηχανίες του Βόλου κλείνουν (οι παραδοσιακές τουλάχιστον, γιατί νέες ανοίγουν), η πόλη μεγαλώνει, το λιμάνι μεγαλώνει (άσχετο αν δεν έχει πολλά φορτία), ο τουρισμός αυξάνει, ιδρύεται Πανεπιστήμιο, γίνεται κατάληψη στο παλιό καπνεργοστάσιο του Ματσάγγου (η οποία καλά κρατεί). Το ΚΚΕ βγάζει πάντα ή σχεδόν πάντα έναν βουλευτή, ο Συνασπισμός γενικά είναι ισχυρός, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία εναλλάσσονται παρόλο που τα τελευταία χρόνια η ΝΔ ισχυροποιείται περισσότερο.
Τα τσιπουράδικα τυποποιούνται, η παραγωγή και το σερβίρισμα γίνονται σε γραμμή παραγωγής και αποτελούν την Ελληνική εκδοχή του fast food. Το τσίπουρο που προέρχονταν από μικρούς παραγωγούς νοθεύεται και γίνεται μπόμπα, τα microwaves δίνουν και πέρνουν, τα κατεψυγμένα έχουν πλήρως αντικαταστήσει τα φρέσκα με την εξαίρεση κανενός γάβρου και καμιάς μαριδούλας που πιάνουν τα λίγα αλιευτικά που έχουν απομείνει σε έναν Παγασητικό Κόλπο που έχει υπεραλιευθεί και δεν υπάρχει ούτε λέπι.
Τώρα, αν όλες αυτές οι ιστορίες δεν λένε τίποτε για το βιωτικό επίπεδο της χώρας, εεεεε τότε τι να πω..........