2. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ
(1) Οι υποχρεώσεις του κάθε Δανειστή σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση είναι ατομικές. Αδυναμία ενός Δανειστή να
εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη Σύμβαση, δεν επηρεάζουν τις υποχρεώσεις οποιουδήποτε
άλλου Δανειστή σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση. Κάθε Δανειστής δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις άλλου
Δανειστή που απορρέουν από την παρούσα Σύμβαση.
(2) Τα δικαιώματα του κάθε Δανειστή που απορρέουν από ή σχετίζονται με την παρούσα Σύμβαση, είναι διακριτά και
ανεξάρτητα δικαιώματα και κάθε χρέος του Δανειολήπτη που απορρέει από τη Σύμβαση αυτή προς έναν Δανειστή,
αποτελεί ένα διακριτό και ανεξάρτητο χρέος. Ο Δανειολήπτης οφείλει να μην δίνει προτεραιότητα σε έναν Δανειστή
έναντι των άλλων Δανειστών.
(3) Οι Δανειστές και ο Δανειολήπτης δεν επιτρέπεται να εκχωρήσουν ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο να μεταβιβάσουν
οποιοδήποτε από τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις τους (ή, όσον αφορά τους Δανειστές, να συνάπτουν συμβάσεις με
οποιοδήποτε τρίτο μέρος με σκοπό να μεταβιβάσουν το σύνολο ή μέρος της συμμετοχής τους προς το Δανειολήπτη ή
το σύνολο ή μέρος των κινδύνων και των ωφελειών που απορρέουν από την συμμετοχή τους στην παρούσα Σύμβαση)
χωρίς την προηγούμενη γραπτή συναίνεση όλων των Δανειστών.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2 (3) ανωτέρω, ένας Δανειστής έχει το δικαίωμα να εκχωρήσει ή/και να
μεταβιβάσει:
(α) μέρος (αλλά όχι το σύνολο) των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του που απορρέουν από ένα Δάνειο στο
πλαίσιο της ανακατανομής των συμμετοχών των Δανειστών (όπως ορίζεται στο Άρθρο 3 (6) κατωτέρω) μεταξύ τους
όπως προβλέπεται στο Άρθρο 6 της Συμφωνίας μεταξύ των Πιστωτών, ή
(β) οποιοδήποτε από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, τα οποία απορρέουν από ένα Δάνειο, στο Κράτος
Μέλος που είναι ο εγγυητής του.
(5) Κάθε τέτοια εκχώρηση και μεταβίβαση γίνεται σύμφωνα με τους όρους του Άρθρου 13.
(6) Μετά από την εκχώρηση και μεταβίβαση οιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, οι συγκεκριμένοι Δανειστές
οφείλουν αμελλητί να γνωστοποιούν εγγράφως στο Δανειολήπτη μια τέτοια εκχώρηση και μεταβίβαση.
4. ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ, ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
(1) Παραδοχές
Ο Δανειολήπτης αναγνωρίζει και εγγυάται στους Δανειστές κατά την Ημερομηνία (έναρξης ισχύος) της παρούσας
Σύμβασης καθώς και για κάθε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκων ότι:
(α) κάθε Δάνειο αποτελεί μία χωρίς εξασφάλιση, άμεση, ανεπιφύλακτη, μη εξαρτημένη και γενική υποχρέωση του
Δανειολήπτη και έχει σειρά προτεραιότητας τουλάχιστον ισότιμη (pari passu) με όλα τα άλλα υφιστάμενα και
μελλοντικά χωρίς εξασφάλιση και μη εξαρτημένα δάνεια και υποχρεώσεις του Δανειολήπτη, που απορρέουν από
το υφιστάμενο ή μελλοντικό του Σχετικό Χρέος, όπως ορίζεται στο Άρθρο 8 (1) (ζ) κατωτέρω, και (β) Η νομική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Κράτους του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Νομικού Συμβούλου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών που παρέχεται
σε συμφωνία με το Άρθρο 3 (4) (α) είναι ακριβής και ορθή.
Ο Δανειολήπτης επιβεβαιώνει ότι έχει λάβει αντίγραφο της Συμφωνίας μεταξύ των Πιστωτών και αναγνωρίζει ότι
είναι ενήμερος και κατανοεί τους όρους της. Σε περίπτωση οποιασδήποτε τροποποίησης της Συμφωνίας μεταξύ των
Πιστωτών, οι Δανειστές πρέπει να παρέχουν τους αναθεωρημένους όρους στον Δανειολήπτη για να λάβει γνώση.
(2) Υποχρεώσεις
Ο Δανειολήπτης δεσμεύεται, έως ότου όλο το κεφάλαιο της παρούσας Σύμβασης να έχει επιστραφεί πλήρως και όλοι
οι τόκοι και τα πρόσθετα ποσά, αν υπάρχουν, στο πλαίσιο της παρούσας Σύμβασης, να έχουν πλήρως εξοφληθεί:
(α) Με εξαίρεση τα βάρη που απαριθμούνται στις παραγράφους (1) έως (6) κατωτέρω:
(i) να μην εξασφαλίσει με υποθήκη, ενέχυρο ή άλλο βάρος πάνω στην ίδια περιουσία ή στα έσοδα, τυχόν
υφιστάμενο ή μελλοντικό Σχετικό Χρέος και οποιαδήποτε εγγύηση ή αποζημίωση δίδονται επί αυτού, εκτός
εάν τα Δάνεια την ίδια στιγμή διαμοιράζονται ισότιμα (pari passu) και αναλογικά (pro rata) έχοντας την
ίδια διασφάλιση· και
(ii) να μην χορηγήσει σε οποιονδήποτε άλλο πιστωτή ή κάτοχο του δημόσιου χρέους, προτεραιότητα σε σχέση με
τους Δανειστές.
Η χορήγηση των ακόλουθων βαρών δε θα πρέπει να αποτελεί παράβαση αυτού του Άρθρου:
(1) εμπράγματα βάρη, σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που δημιουργήθηκαν για τη διασφάλιση της τιμής
αγοράς των περιουσιακών αυτών στοιχείων, καθώς και κάθε ανανέωση ή παράταση των εν λόγω βαρών, η
οποία περιορίζεται στην αρχική ιδιοκτησία που καλύπτεται από αυτά και η οποία διασφαλίζει οποιαδήποτε
ανανέωση ή παράταση της αρχικής διασφαλισμένης χρηματοδότησης, και
(2) βάρη επί εμπορικών αγαθών, που προκύπτουν κατά τη διάρκεια των συνήθων εμπορικών συναλλαγών (και
λήγουν το αργότερο εντός ενός έτους), για τη χρηματοδότηση της εισαγωγής ή εξαγωγής τέτοιων αγαθών από
και προς τη χώρα του Δανειστή, και
(3) εμπράγματα βάρη ή βάρη τα οποία αποσκοπούν στην πληρωμή του Σχετικού Χρέους, που προέκυψαν
αποκλειστικά με σκοπό να παρασχεθεί χρηματοδότηση για ένα ειδικό επενδυτικό έργο, υπό την προϋπόθεση ότι,
η περιουσία την οποία οποιοδήποτε από αυτά τα βάρη αφορά, είναι περιουσία που αποτελεί αντικείμενο αυτού
του χρηματοδοτούμενου έργου ή είναι πρόσοδοι ή απαιτήσεις που απορρέουν από το έργο αυτό, και
(4) οποιαδήποτε άλλα βάρη, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της υπογραφής αυτής της Σύμβασης, υπό τον όρο
ότι τα εν λόγω βάρη εξακολουθούν να περιορίζονται στην περιουσία που επηρεάζεται από αυτά τα βάρη στο
πλαίσιο των ισχυουσών συμβάσεων κατά την ημερομηνία της υπογραφής της παρούσας Σύμβασης και υπό την(5) όλα τα άλλα θεσμοθετημένα βάρη και προνόμια, που ισχύουν αποκλειστικά λόγω της νομοθεσίας και τα οποία
δεν μπορούν εύλογα να αποφευχθούν από τον Δανειολήπτη, και
(6) βάρη, που αναγνωρίζονται ή για τα οποία συγκατατίθενται σε σχέση με την εξασφάλιση περιουσιακών στοιχείων
του Κράτους όπου η συναλλαγή συνεπάγεται (α) (i) την πώληση, μεταβίβαση, ή εκχώρηση περιουσιακών
στοιχείων του Κράτους σε εταιρεία ειδικού σκοπού ή παρόμοιου φορέα ή (ii) τη χορήγηση από τον
Δανειολήπτη εξασφαλίσεων σε περιουσιακά στοιχεία του Κράτους, όπου (β) αυτά τα περιουσιακά στοιχεία
χρησιμοποιούνται σε κάθε περίπτωση για να ενισχύσουν ή να εξασφαλίσουν μια δημόσια έκδοση ομολόγων από
μια τέτοια εταιρεία ειδικού σκοπού ή από παρόμοιο φορέα και όπου το δικαίωμα αναγωγής των επενδυτών σε
σχέση με αυτά τα ομόλογα είναι περιορισμένο στα παραγόμενα έσοδα ή στην πραγματοποιήσιμη (εφικτή) αξία
των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων του Κράτους και (γ) υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι μιας τέτοιας
εξασφάλισης και η χρήση των εισπράξεων της εν λόγω συναλλαγής είναι συμβατοί με τους όρους πολιτικής του
Μνημονίου Συνεννόησης και υπολογίζονται στους εθνικούς λογαριασμούς σύμφωνα με τις αρχές του ΕΣΟΛ 95
και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Εurostat) για τις τιτλοποιήσεις που αναλαμβάνονται
από τις κυβερνήσεις.
Όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, «χρηματοδότηση ενός ειδικού επενδυτικού έργου» σημαίνει κάθε
χρηματοδότηση απόκτησης, κατασκευής ή ανάπτυξης οποιασδήποτε περιουσίας σε σύνδεση με ένα έργο, εφόσον
ο φορέας που χορηγεί αυτή τη χρηματοδότηση συμφωνεί ρητά να εξετάσει την χρηματοδοτούμενη περιουσία
και τα έσοδα που προκύπτουν από τη λειτουργία, ή την απώλεια ή τη ζημία, σε αυτή την περιουσία ως την
βασική πηγή αποπληρωμής αυτών των χρημάτων.
(β) να αξιοποιήσει τα Καθαρά Ποσά Εκταμίευσης σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου βάσει των Άρθρων 126
(9) και 136 ΣΛΕΕ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και σε συμφωνία με το Μνημόνιο Συνεννόησης.
(γ) να καταβάλει μόνο τα Δάνεια που υπάγονται στο πλαίσιο αυτής της Σύμβασης, σύμφωνα με τους όρους της
παρούσας Σύμβασης κατ’ αναλογία (pro rata) και ισότιμη (pari passu) βάση σε κάθε Δεσμευόμενο Δανειστή,
μέσω καταβολών στο λογαριασμό των Δανειστών που τηρείται στην ΕΚΤ και να μην διαπραγματεύεται σε
διμερή ή προτιμησιακή βάση με μεμονωμένους Δανειστές σχετικά με τα Δάνεια της παρούσας Σύμβασης.
(δ) να αποκτά και να διατηρεί σε πλήρη ισχύ όλες τις εξουσιοδοτήσεις που απαιτούνται, για να τηρεί τις
υποχρεώσεις του όπως απορρέουν από αυτή τη Σύμβαση
και
(ε) να συμμορφώνεται πλήρως με τους ισχύοντες νόμους, που θα ήταν δυνατόν να επηρεάσουν την ικανότητά του για
την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης.