ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ
Νύχτα Σαββάτου ήτανε και Κυριακή χαράζει.
Κάλλιο να μην ξημέρωνε και να 'ρχετο άλλο βράδυ.
Στης Μάνης τ' άπαρτα βουνά, τα τιμημένα μέρη,
που Τούρκου δεν εμόλυνε το βρομερό το χέρι.
Βγήκαν προδότες σήμερα των Γερμανών τσιράκια
αυτοί όπου στην κατοχή ήταν ταγμασφαλίτες
και τώρα ονομάζονται εθνικιστές και Χίτες.
Στο Βοίτυλο συνάχτηκαν, πάνω από μια χιλιάδα.
Με αυτόματα εγγλέζικα γινήκαν παλικάρια.
Στο Μοναστήρι για να παν και όποιονε βρουν να σφάξουν,
άντρες, γυναίκες και παιδιά χωρίς ν' αναστενάξουν.
Το Μοναστήρι που κανείς δεν είχε κατορθώσει
τους ήρωες κατοίκους του να τους υποδουλώσει.
Και Σούλι τ' ονομάζανε κι όλοι το καμαρώναν,
όσοι ήθελαν τη λευτεριά και τους φασίστες διώχναν.
Μεσάνυχτα ξεκίνησαν και κύκλωση να κάνουν,
υψώματα και τα στενά όλα τα μέρη πιάνουν.
Για να 'μπουν μέσα το πρωί κι όποιονε βρουν να σφάξουν,
άντρες, γυναίκες και παιδιά χωρίς ν' αναστενάξουν.
Κι αφότου εξημέρωσε σ' όλα τα σπίτια μπαίνουν,
γυναίκες και μικρά παιδιά με ξύλα τους πηγαίνουν.
Πέτρα να ήταν η καρδιά ήθελε να ραϊσει,
όταν αντίκριζε να δει και να καλογνωρίσει
να τρώνε οι κότες τα μυαλά και το μωρό να κλαίει
ή τραυματίας να βογκά, ποτάμι αίμα ρέει, και με φωνή σβησμένη
να εκδικηθούμε να ζητά όσοι είναι μεινεμένοι.