Σε γενικές γραμμές είναι σωστά τα ανωτέρω. Επί πλέον παίζει σημαντικό ρόλο η μολυσματικότητα του κάθε μικροοργανισμού, όπως και η αποτελεσματικότητα του ανοσοποιητικού μας συστήματος, το οποίο αντιμετωπίζει τον εισβολέα. Αν χαθεί η μάχη νοσούμε.
Όσον αφορά τη βλεννόρροια ,μεταδίδεται κυρίως δια της κολπικής ή πρωκτικής επαφής και σπανίως δια της στοματικής αν υπάρχει γονοκοκκική φαρυγγίτιδα.Στον άνδρα εμφανίζεται βλεννώδης πυώδης πρωινή έκκριση απο την ουρήθρα που συνοδεύεται απο πολύ έντονο πόνο κατά την ούρηση και εκδηλώνεται 2-7 ημέρες μετά την μόλυνση. Στίς γυναίκες τα συμπτώματα είναι πιό ήπια. Πάντα όμως πρέπει να επιβεβαιώνεται η κλινική εικόνα και με την εργαστηριακή απομόνωση του γονοκόκκου. Η θεραπεία είναι εύκολη με αντιβιοτικά.
Πολύ πιό επικίνδυνες είναι οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις απο ιούς όπως των ηπατίδων Β και C, του HPV και του HIV.
Τα αντισηπτικά μειώνουν την πιθανότητα μετάδοσης, χωρίς να την μηδενίζουν, διότι έχουν βακτηριοστατική, ιοστατική και μυκητοστατική δράση .Στη παρούσα περίπτωση το Octenisept δεν βοηθάει ιδιαίτερα διότι έχει δράση κυρίως κατά Gram θετικών μικροβίων, ενω ο γονόκοκκος είναι Gram αρνητικός. Καλύτερα είναι τα αντισηπτικά ευρέως φάσματος κατά Gram θετικών και αρνητικών μικροβίων.
Συμπερασματικά ισχύει και εδώ οτι η πρόληψη είναι προτιμότερη της θεραπείας.