Μια κυρία μπαίνει σε ένα ταξί με τον παπαγάλο της στον ώμο, θέλοντας να πάει σε έναν γάμο.
Λέει τη διεύθυνση στον οδηγό και τον παρακαλεί να μη βρίζει, γιατί ο παπαγάλος της επαναλάμβανε τις βρισιές που άκουγε.
Συμφωνεί ο ταξιτζής, αλλά δε μπορούσε να κρατηθεί.
Έτσι, λοιπόν, σε ένα φανάρι σταματά πίσω από ένα φορτηγό που είχε να περάσει ΚΤΕΟ από τον καιρό του Νώε.
Εκνευρισμένος ο ταξιτζής, ανοίγει το παράθυρο και φωνάζει:
- Σιγά ρε μαλάκα, μας ντουμάνιασες εδώ πίσω!
Το ακούει ο παπαγάλος, αλλά παραμένει ψύχραιμος.
Παρακάτω στο επόμενο φανάρι, σταματά δίπλα από μια Mercedes την ώρα που ο οδηγός της διάβαζε εφημερίδα.
Ανοίγει πάλι το παράθυρο ο ταξιτζής και τον ρωτά:
- Τσόντα, τσόντα; Να δω και γω;
Το ακούει κι αυτό ο παπαγάλος, αλλά δεν αντιδρά.
Σε λίγη ώρα βγαίνουν από την πόλη και ο δρόμος είναι μπλοκαρισμένος από το πτώμα μιας αγελάδας.
Κατεβαίνει, λοιπόν, ο ταξιτζής και αρχίζει να φωνάζει:
- Γρήγορα, φέρτε μια ντουζίνα Αλβανούς να τη σηκώσουν την πουτάνα να συνεχίσουμε!
Και τώρα τίποτα ο παπαγάλος. Κύριος.
Φτάνουν τελικά στον γάμο, μπαίνουν στην εκκλησία και αρχίζει το μυστήριο.
Εμφανίζεται ο παπάς και αρχίζει να θυμιατίζει. Το μυρίζει ο παπαγάλος και του φωνάζει:
- Σιγά ρε μαλάκα, μας ντουμάνιασες εδώ πίσω!
Το ακούει ο παπάς και παραλίγο να τον χάσουνε. Μετά, διαβάζει ένα εδάφιο από το Ευαγγέλιο και τότε φωνάζει ο παπαγάλος:
- Τσόντα, τσόντα; Να δω και γω;
Το ακούει η αφεντικίνα του και λιποθυμάει, τη βλέπει ο παπαγάλος και φωνάζει:
- Γρήγορα, φέρτε μια ντουζίνα Αλβανούς να τη σηκώσουν την πουτάνα να συνεχίσουμε!