[size=30pt]
Ο θάνατος του Βαρου [/size]ακα το επερχομενο μπαναρισμα του βαρουλη
λαικοδημοτικό σε ρυθμο 9/8 με συνοδεια κλαρινου και αρπας.....
Ο βαρος μας ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει.
Βροντά κι αστράφτει ο αντισθενης και σείετ' ο απάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι ο γκαστεζ τον ανατριχιά, πώς θα τονε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό, τον κλωνο τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, θρεντ δεν τον εχώρει,
τα ποστ εδιασκέλιζε, του τσατ κορφές επήδα,
τοιχους στο φεις γαμαγε και σπαμοθρεντ ξεκούνειε.
Στο πηδημα 'πιανε πουλιά,
στο χουφτωμα μπαλακια,
στο [size=20pt]γλ[/size]άκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια.
Ζηλεύει ο γλιτσας, με αναφορα μακρά τονε βιγλίζει,
κι ελάβωσέ του την καρδιά με ενα πμ και την ψυχή του πήρε.
Τρίτη εγεννήθη ο βαρος μας και Τρίτη θα πεθάνει.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους.
Να 'ρθει ο κοσμας κι ο καισαρλης, να 'ρθει κι ο γιος του Δράκου,
σσ.(απο την λαμψη ακα αβραμης)
να 'ρθει κι ο πιστολερος μας, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.
Κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
απ το πολυ φαι που εριξε αποδεκατισμενο
ρεβεται, τρέμουν τα βουνά, κλανει, τρέμουν οι κάμποι.
"Σαν τι να σ' ήβρε, βαρουλη μας, και θέλεις να πεθάνεις;"
"Φίλοι, καλώς ορίσατε
, φίλοι κι αγαπημένοι,
συχάσατε, καθίσατε, κι εγώ σας αφηγιέμαι.
Του μπου τα ολορθα τα βουνά, της βελβυς τα λαγκάδια,
που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουν,
κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι.
παπατρολλ και σπαμερς έδειρα, στρακια και κλωναρακια,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια που 'ζησα δω σ αυτο το σαιτ,
κανέναν δεν φοβήθηκα από τους μοντ τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξιπόλητο και λαμπροφορεμένο,
που 'χει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του".
Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,
κι όθε χτυπάει ο βαρος σας, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυπάει ο θεσσαλος, το αίμα τράφο κάνει.