Οδηγώ στην ανηφόρα. Έχω αφήσει πίσω μου την Ψάθα. Κυριακάτικο μπάνιο, φαγητό στις "Αιγειρούσες", και επιστροφή στην πόλη.
Ο δρόμος στριφογυρίζει μες στα πεύκα. Ο ήλιος γέρνει, βάφοντας πορτοκαλί το δειλινό, κι εγώ παίζω αφηρημένα με το λεβιέ και με τη σκέψη να τρέχει.
Νιώθω στο διπλανό κάθισμα μια παρουσία. Ένα χρυσό κεφάλι με μεγάλα μαύρα γυαλιά ηλίου. Κι ένα ρολόι στο χέρι που το αναγνωρίζω. Με μαύρο φόρεμα καλοκαιριάτικο. Με την αύρα εκείνης να με τυλίγει. Μα είναι δυνατόν; Πού βρίσκομαι; Σε κάποια ταινία του Χόλυγουντ κι έχω στο πλάι μου μια φαμ φατάλ που της αναδεύει ο αέρας το μαλλί;
«Είσαι ο ορισμός της σαγήνης», γυρνάω και της λέω. «Αλλά δε χρειάζεσαι πολλή προσπάθεια —με έχεις ήδη συνεπάρει».
«Ήρθα γιατί με καλέσες. Το μυαλό σου είναι σε μένα. Και το κορμί σου επίσης. Με ήθελες—δε με ήθελες δίπλα σου;»
«Σε ήθελα. Σε θέλω πολύ. Δύο φορές έχουμε συναντηθεί και περιμένω το τρίτο ραντεβού με δίψα μεγαλύτερη απ’ όσο αντέχω».
«Γι’ αυτό ήρθα. Γιατί η τρίτη ένωση μας αργεί ακόμα. Δέξου την παρουσία μου σαν δώρο».
Λίγα δευτερόλεπτα σιωπή.
«Κόψε ταχύτητα». Κόβω.
«Κάνε στην άκρη». Κάνω.
Για πότε έχεις ορμήσει επάνω μου κι έχεις αρχίσει να δαγκώνεις το λοβό του δεξιού μου αφτιού. Φυσάς απαλά μέσα στο αφτί κι ύστερα απλώνεις την άκρη της γλώσσας σου στη φλέβα του λαιμού.
Έχω παραδοθεί.
Να απλώσω χέρι; Όχι, δε μ’ αφήνεις.
«Εγώ κάνω παιχνίδι».
Τα δάχτυλά σου στο φερμουάρ του πανταλονιού μου. Το μαλλί σου στον κόρφο μου.
Ελευθερώνεις το πουλί μου και το κάνεις δικό σου. Δεν μπορώ να δω τι κάνεις, μόνο να νιώσω τα πρώτα σκιρτήματα της ηδονής. Και να βλέπω το χρυσό σου κεφάλι να ανεβοκατεβαίνει.
Δέχομαι την πρώτη επίθεση με τρυφερό γλείψιμο στα αρχίδια. Κι έπειτα στον κορμό του πούτσου. Σε όλο το μήκος.
«Σ’ αρέσει;»
«Με τρελαίνεις»
Με παίρνεις ολόκληρον στο στόμα. Πάνω κάτω, πάνω κάτω.
Με ρουφάς και το κάνεις με διακοπές, με μικρές αλλαγές, όπως μόνο εσύ ξέρεις.
Σηκώνεις το βλέμμα και με καρφώνεις.
Έχω λιώσει.
«Δε θ’ αντέξω πολύ».
«Μην κρατιέσαι. Δώστα μου όλα».
Τα χείλη σου κρατούν τη βάλανο φυλακισμένη. Η γλώσσα σου γυρνάει φιδίσια γύρω της. Άλλοτε τη ρουφάς, άλλοτε την αφήνεις και την αγγίζεις άκρη με άκρη.
Η κάβλα κορυφώνεται.
Το βλέμμα σου επικεντρώνεται στη σχισμή. Από εκεί θα αναβλύσει ο χυμός μου.
«Δεν μπορώ άλλο... χύνω».
«Χύσε! Χύσε μωρό μου! Χύσε αγόρι μου!».
Η ύπαρξή μου έχει συγκεντρωθεί στην άκρη του πέους. Αναπηδάει το σπέρμα μου αναζητώντας διέξοδο.
«Πάρε με! Πάρε με ολόκληρον!»
«Δώστα μου. Δώστα μου όλα».
Τα υγρά του κορμιού μου, η ζωική μου δύναμη, ολόκληρος εγώ χάνομαι μέσα σου.
Το τελευταίο που θυμάμαι είναι το χαμόγελό σου. Θριαμβευτικό.
Για λίγες στιγμές χάνω τον κόσμο.
Κι έπειτα είμαι μόνο εγώ. Εσύ έχεις εξαφανιστεί.
Θα μου πάρει λίγην ώρα να ηρεμήσω.
Βάζω τη μηχανή μπροστά κι ανοίγω τα παράθυρα τέντα. Θέλω να κάνω τη διαδρομή με τον αέρα να με φυσάει στο πρόσωπο.
Μέχρι να φτάσω στην πόλη βάζω ν’ ακούω σε λούπα ένα τραγούδι. Θέλω να ’ναι γλυκό και τρυφερό. Ίσως και λίγο μελαγχολικό. Να ταιριάζει με το γέρμα του ήλιου.
Νά, ας πούμε, του Λου Ρηντ. «Τα χλωμά σου γαλάζια μάτια»...