Ένας τυπάκος μπαίνει στο
φαρμακείο και ζητά προφυλακτικά.
– Ποια συσκευασία θέλετε; ρωτάει ο
φαρμακοποιός. Έχουμε με τρία, έξι, εννιά και δώδεκα.
Ο τυπάκος του λέει:
– Έχω ραντεβού με μια πανέμορφη κοπέλα το βράδυ που με έχει στο περίμενε 2 μήνες τ
ώρα. Θέλει λέει πρώτα να με γνωρίσουν οι δικοί της γιατί είναι αυστηροί οι μαλάκες. Έτσι θα πάω σπίτι της σήμερα, θα το παίξω καλό παιδί στους δικούς της και μετά θα βγούμε, θα την στριμώξω στο αμάξι και θα της πετάξω τα μάτια έξω. Γι αυτό, δώσε μου τη δωδεκάδα.
Το βράδυ ο τυπάκος πηγαίνει στο σπίτι της κοπέλας και κάθονται στο τραπέζι οικογενειακώς. Όσο η μητέρα της έλεγε την προσευχή, αυτός είχε χαμηλωμένα τα μάτια, ήταν κατακόκκινος και ίδρωνε και ξεΐδρωνε. Η κόρη σκύβει προς το μέρος του και του ψιθυρίζει:
– Δεν μου είχες πει πως είσαι τόσο ντροπαλός.
– Κι εσύ δεν μου είχες πει πως ο πατέρας σου είναι
φαρμακοποιός!
Καλησπέρα σε όλο το νήμα....