Περίεργο συναίσθημα, να διαπιστώνεις ότι στην ουρά του ελέγχου διαβατηρίων
λίγο πριν την πτήση, πρόκειται τελικά να ταξιδέψεις με μια εργαζόμενη που γνωρίζεις αρκετά καλά
η οποία συνοδεύει κάποιο συγγενικό της πρόσωπο. Αρχικά, ανάμεσα στο πλήθος διέκρινα μια ωραία ψηλή
γυναικεία παρουσία με γυρισμένη πλάτη που περίμενε υπομονετικά στην ουρά. Σε κάποια περιστροφή του κεφαλιού
μου φάνηκε ότι ήταν όντως αυτή, η συγκεκριμένη. Μετά από λίγο ήμουν σίγουρος, ενώ αυτή δεν με είχε δεί.
Τώρα, την έβλεπα άβαφτη, πάντα ωραία, με πιασμένα αλογοουρά, τα μακριά μαλλιά της, φορώντας
απλά casual ρούχα, με καλό γούστο, χωρίς να έχει επάνω της το παραμικρό εξεζητημένο στοιχείο,
που θα μπορούσε ίσως να υπονοήσει στο ελάχιστο ότι ασκεί αυτό το επάγγελμα. Όλες οι κινήσεις και η συμπεριφορά της,
είχαν μια έμφυτη ευγένεια και αξιοπρέπεια. Ιδίως όταν επικεντρώνονταν στο αγαπημένο συνοδευόμενο πρόσωπο.
Κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας, και διέκρινα μια μικρή, φευγαλέα αναστάτωση. Στην διάρκεια
του ταξιδιού μας, καθώς είχαμε σχετικά κοντινές θέσεις με ορατότητα ο ένας στον άλλο, τα βλέμματά μας
διασταυρώθηκαν ξανά, και ενώ προφανώς με θυμήθηκε, δεν υπήρξε η παραμικρή εμφανής αντίδραση αναγνώρισης
ή έστω κάποιο σχετικό νεύμα. Και οι δύο πλέον γνωρίζαμε, αλλά παριστάναμε τους ξένους.
Μετά από μερικές μέρες, συναντηθήκαμε στον χώρο εργασία της και τα είπαμε κανονικά.
Κατάλαβα πως εκτίμησε το γεγονός ότι κράτησα διακριτική στάση για να μην τη φέρω
σε δύσκολη θέση, λόγω του προσώπου που συνόδευε. Ένιωθα ότι κατά κάποιον τρόπο, σε αυτή την πτήση, ήταν
μπροστά μου περισσότερο ευάλωτη και εκτεθειμένη με τα ρούχα, παρά όταν την έβλεπα να σαλονάρει ημίγυμνη
ενώ η υπηρέτρια διαλαλούσε το πρόγραμμα. Κυρίως, διότι ένιωθα σαν χυδαίος εισβολέας στην κανονική ζωή, ενός κανονικού
ανθρώπου, που έτυχε να γνωρίσω αλλιώς και υπό άλλες συνθήκες. Την σεβάστηκα ακόμα περισσότερο. Χαιρετηθήκαμε
εγκάρδια και ανανεώσαμε το ραντεβού μας.