Μεταξύ άλλων ο Κούνδουρος λέει:
«…Κατά βάθος χαίρομαι για το συμβάν ( εννοεί την ληστεία πριν 7 μήνες ). Το γεγονός με έκανε να δω την πραγματικότητα. Είχα μια ανόητη ευαισθησία και γενναιοδωρία με την είσοδο ή μάλλον την εισβολή των ξένων στην Ελλάδα. Έλεγα ότι της ίδια γης παιδιά είμαστε, να μπει ο κόσμος στην Ελλάδα, να ευφρανθεί, να νιώσει ασφάλεια, να φάει, να πιει ελληνικό νερό. Ε, από την ώρα του περιστατικού τέρμα όλες αυτές οι εφηβικές μαλακίες.
Τέσσερα κτήνη, 4 βάρβαροι που ούρλιαζαν και βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες με έκαναν να δω την πραγματικότητα. Εκείνο το “μην τον κρατάς, πνίξ’ τον τον πούστη” που φώναζε ο μόνος που άκουσα να μιλάει τσάτρα- πάτρα ελληνικά,…τι το θέλανε; Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου, που πέταξε έξω από την Ελλάδα όλους τους μετανάστες. Δεν είναι σωστό όμως και ως κοινωνική συμπεριφορά η Ελλάδα να ανοίγει τις πόρτες της, σαν την πουτ… που ανοίγει τα πόδια της: 1.400.000 ξένοι μέσα στη χώρα; Το 15% της χώρας μετανάστες; Πόσοι Έλληνες μπορούν να απορροφήσουν αυτό το νούμερο; Και όμως έγινε. …
Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ήθελαν να σκοτώσουν. Έναν άλλο γείτονα τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις γλίτωσα. …. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική, κοινωνική, εθνική…Ήταν μίσος….
Μετά το επεισόδιο βρέθηκα στο αυτοκίνητο φίλου. Ήρθε ένας Πακιστανός να καθαρίσει τα τζάμια. Του λέει ο φίλος “όχι.”. Εγώ, που είχα περάσει την περιπέτεια, του λέω “δώστου κάτι του νεαρού, δεν πειράζει”. Του έδωσε ένα κέρμα. Το παίρνει ο Πακιστανός, το κοιτάζει και μας το πετά στα μούτρα.
Πήδηξα έξω, τον έπιασα από τον σβέρκο και τον έσουρα με κακία, με ένα μίσος, στο αυτοκίνητο και του ‘πα “βρες το”.