Lidl: Μία γερμανική πολυεθνική με ελληνικά προϊόντα
Συνεργάζεται με περισσότερους από 3.500 Έλληνες προμηθευτές, βοηθώντας αρκετούς από αυτούς να παρουσιάσουν τα προϊόντα τους και σε άλλες χώρες μέσα από τις ¨Εβδομάδες Ελληνικών Γεύσεων και προϊόντων¨ που πραγματοποιεί η Lidl σε 27 χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται. Σύμφωνα με τη διοίκηση της εταιρείας, τοποθετούνται διεθνώς στα ράφια της ελληνικές ελιές, τυρί φέτα, κρασιά, ενώ πέρυσι διατέθηκαν 87.000 τόνοι φρούτων.
Η πολυεθνική αυτή απασχολεί σήμερα 5.300 εργαζομένους με κόστος μισθοδοσίας 110 εκ. ευρώ, ενώ τον τελευταίο χρόνο διατέθηκαν επιπλέον 4 εκ. ευρώ για πρόσθετες παροχές στους υπαλλήλους της. Οι επενδύσεις της στην Ελλάδα ξεπερνούν το 1,3 δις ευρώ από την ίδρυσή της μέχρι και σήμερα, ενώ για το 2015 επενδύθηκαν 120 εκ. ευρώ. Επιπρόσθετα, μέσα στο α΄τετράμηνο της εταιρικής χρήσης 2016-2017, ο τζίρος της εταιρείας αυξήθηκε κατά 6,2% και ξεπέρασε τα 475 εκ. ευρώ.
Η εταιρεία έχει φτάσει πλέον να ελέγχει πανελλαδικά 222 καταστήματα, ενώ συνεχίζει να επεκτείνει το δίκτυό της χρηματοδοτώντας επενδυτικά προγράμματα 100 εκ. ευρώ , ενώ για την προώθηση των ελληνικών προϊόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο δαπανά 600 εκ. ευρώ.
που ειναι το κακο;
Μην διαβάζεις στην Lidl και στις πληρωμένες διαφημίσεις. Διάβασε και μια άλλη άποψη. Αν βέβαια έχεις χρόνο.
Η ευρωπαϊκή περιφέρεια μετατρέπεται σταδιακά σε μία περιοχή χαμηλού εργατικού κόστους, με τους Πολίτες της σκλάβους χρέους, προς όφελος κυρίως των βιομηχανικών και λοιπών επιχειρήσεων της Γερμανίας – μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των εκπτωτικών αλυσίδων λιανικής.
.
Άρθρο
Ένα από τα μεγαλύτερα «όπλα ειρηνικής διείσδυσης» της Γερμανίας σε άλλα κράτη είναι ασφαλώς οι εκπτωτικές αλυσίδες της – ειδικά στον κλάδο των Σούπερ Μάρκετ. Οι αλυσίδες αυτές εισβάλλουν και εγκαθίστανται σε διάφορες χώρες, οδηγώντας τους εγχώριους ανταγωνιστές τους στη χρεοκοπία – με τελικό αποτέλεσμα να επιβάλλονται σταδιακά τα γερμανικά προϊόντα.
Η μέθοδος τώρα, την οποία χρησιμοποιούν, δεν διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από αυτήν που χαρακτηρίζει γενικότερα τη χώρα: από το dumping δηλαδή – είτε όσον αφορά τους μισθούς των εργαζομένων, τους οποίους διατηρεί σταθερά πολύ χαμηλότερους από την παραγωγικότητα τους (μισθολογικό dumping, γράφημα), είτε τις τιμές των προϊόντων που πουλάει (τιμολογιακό dumping).
152
.
Περαιτέρω, όσον αφορά τις εκπτωτικές αλυσίδες λιανικής, χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και οι δύο τρόποι – όπου με τον πρώτο οι εργαζόμενοι αμείβονται κατά το δυνατόν χαμηλότερα, δουλεύοντας πολύ περισσότερο συχνά χωρίς να πληρώνονται υπερωρίες, ενώ με το δεύτερο διατηρούνται πολύ χαμηλά οι τιμές των προϊόντων, κυρίως στο ξεκίνημα, συνήθως με τη βοήθεια των υπολοίπων αγορών που δραστηριοποιούνται, ειδικά της γερμανικής.
Αυτό σημαίνει ότι οι αλυσίδες, στηριζόμενες στα κέρδη που αποκομίζουν από τις άλλες χώρες που δραστηριοποιούνται, είναι σε θέση να λειτουργούν για ένα χρονικό διάστημα ζημιογόνα – να πουλούν δηλαδή τα προϊόντα τους ακόμη και κάτω του κόστους, έτσι ώστε να κλείνουν τους εγχώριους ανταγωνιστές τους, οι οποίοι δεν έχουν φυσικά ανάλογες δυνατότητες, ειδικά εάν το δικό τους κράτος είναι μικρό.
Εκτός αυτού, οι αλυσίδες πιέζουν σημαντικά προς τα κάτω οι τιμές αγοράς τους, συγκριτικά με τους εκάστοτε ανταγωνιστές τους – αφενός μεν λόγω του όγκου των πωλουμένων προϊόντων, αφετέρου εξαιτίας των μεγάλων χρηματοοικονομικών τους δυνατοτήτων. Τέλος, έχουν την ικανότητα λόγω μεγέθους να εκμεταλλεύονται όλες τις δυνατότητες νόμιμης αποφυγής φόρων, οι οποίες τους προσφέρονται από την πολιτική εξουσία – μεταξύ των οποίων τα κατάλληλα εταιρικά σχήματα, οι φορολογικοί παράδεισοι κοκ.
Λογικά λοιπόν αυξάνουν συνεχώς τα υποκαταστήματα, το τζίρο και την κερδοφορία τους, αδιαφορώντας συχνά για την ποιότητα των προϊόντων που προσφέρουν – ειδικά σε χώρες που είναι βυθισμένες στην κρίση, επειδή οι εγχώριοι καταναλωτές εκτιμούν μεν την ποιότητα, αλλά δεν μπορούν να δώσουν τα χρήματα που κοστίζει.
Γνωρίζουν φυσικά ότι, ένας από τους τρόπους διαφυγής από την κρίση είναι η κατανάλωση των προϊόντων της χώρας τους (άρθρο) – αφού μόνο έτσι στηρίζεται η εγχώρια παραγωγή, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, δεν οδηγούνται τα χρήματα τους στο εξωτερικό επιδεινώνοντας την κατάσταση τους κοκ.. Δυστυχώς όμως δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά – λόγω των χαμηλών εισοδημάτων τους.
Ο όμιλος Schwarz
Ανεξάρτητα τώρα από όλα αυτά και χωρίς να κατηγορούμε καμία αλυσίδα, αφού κάνουν τη δουλειά τους όπως αυτές νομίζουν, καθώς επίσης όσο καλύτερα μπορούν, ένας από τους μεγαλύτερους ομίλους λιανικής της Γερμανίας είναι αυτός του κ. Schwarz – η αυτοκρατορία του οποίου είναι τεράστια.
Ειδικότερα, η εταιρεία χονδρικών πωλήσεων KAUFLAND δραστηριοποιείται σε επτά ευρωπαϊκές χώρες, με περίπου 1.230 καταστήματα – ενώ η επιχείρηση λιανικής LIDL ευρίσκεται σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, διαθέτοντας περί τα 10.000 καταστήματα.
Συνεχίζοντας, παρά τις τιμολογιακές μάχες με τους ανταγωνιστές του, καθώς επίσης την ύφεση και το χαμηλό πληθωρισμό, ο τζίρος του ομίλου αυξήθηκε κατά 8% το 2015/16 – στα συνολικά 85,7 δις €, εκ των οποίων τα 64,6 δις € αφορούν τη LIDL. Για σύγκριση ο τζίρος του ομίλου, ο οποίος απασχολεί 375.000 άτομα είναι όσο περίπου το 50% του ΑΕΠ της Ελλάδας – οπότε εύκολα κατανοεί κανείς τη δύναμη του.
Όσον αφορά τα κέρδη του δεν δημοσιοποιούνται, αν και ορισμένοι τα υπολογίζουν στο 1,6 δις € (πηγή) – ενώ, σύμφωνα με το Forbes, η περιουσία του κ. Schwarz είναι της τάξης των 16,4 δις $, γεγονός που τον κατατάσσει στην 47η θέση των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη.
Αρκετοί κατηγορούν τώρα την επιχείρηση, ισχυριζόμενοι ότι κερδίζει εις βάρος των άλλων – με την έννοια ότι το τεράστιο μέγεθος που έχει, της προσφέρει τη δυνατότητα να υπαγορεύει στους προμηθευτές της τις τιμές αγοράς που η ίδια θέλει. Για παράδειγμα, το περασμένο καλοκαίρι η LIDL πουλούσε το ένα κιλό πλήρες γάλα στη Γερμανία μόνο έναντι 46 Σεντ – ενώ οι παραγωγοί κέρδιζαν μόλις 23 Σεντ ανά λίτρο αδυνατώντας να επιβιώσουν, από 40 Σεντ προηγουμένως.
Κάτι ανάλογο ισχύει για το κρέας, η τιμή του οποίου από τις εκπτωτικές αλυσίδες θεωρείται πως μπορεί να εξασφαλισθεί μόνο με μαζική κτηνοτροφία, με περιβαλλοντικές καταστροφές, καθώς επίσης με πολύ χαμηλούς μισθούς των σφαγείων – με αποτέλεσμα να εξαφανίζονται η μία μετά την άλλη οι μικρές παραγωγικές επιχειρήσεις αντικαθιστάμενες από πολύ μεγαλύτερες, αφού διαφορετικά δεν μπορούν να επιβιώσουν.
Περαιτέρω, οι αλυσίδες εκμεταλλεύονται πολλά άλλα πράγματα για να αυξάνουν τη δύναμη τους – όπως στο παράδειγμα της Ρουμανίας, όπου η LIDL εισέπραξε ένα «δάνειο αναπτυξιακής βοήθειας» ύψους 67 εκ. $ για να ανοίξει εννέα καταστήματα (πηγή)! Εν προκειμένω μάλλον συνέβη το γνωστό, όπου η Κομισιόν ή κάποιος άλλος διεθνής οργανισμός βοηθάει να αναπτυχθεί μία φτωχή χώρα παρέχοντας της ειδικά δάνεια ή επιδοτήσεις – οι οποίες τελικά επιστρέφουν έμμεσα πίσω.
Το δάνειο αυτό πάντως εγκρίθηκε στη LIDL με στόχο να αυξηθεί ο αριθμός των εγχώριων προμηθευτών, καθώς επίσης για να δημιουργηθούν νέα κανάλια διανομής για τους παραγωγούς τροφίμων της Ρουμανίας – αν και τελικά συνέβη το αντίθετο σύμφωνα με το Γερμανικό Ραδιόφωνο (πηγή), με βάση το οποίο «Η Monsanto και η LIDL εκτοπίζουν τις λαϊκές αγορές«. Όπως αναφέρεται δε σε μία συνέντευξη μίας Ρουμάνας εμπόρου,
«Oι LIDL and Co. ήλθαν εδώ με προϊόντα χωρίς ποιότητα, τα οποία ήταν φθηνότερα από τα ρουμάνικα. Πρόκειται για κακά προϊόντα, με πολλά συντηρητικά. Τα δικά μας φρούτα και λαχανικά, τα οποία είναι υψηλότερης ποιότητας οπότε λίγο πιο ακριβά, δεν μπαίνουν καν στα ράφια τους«.
Όσον αφορά τώρα την εταιρική δομή που χρησιμοποιούν οι ιδιοκτήτες αυτών των αλυσίδων για να αυξήσουν την περιουσία τους, στο παράδειγμα του κ. Schwarz τόσο η KAUFLAND, όσο και η LIDL λειτουργούν ως «Ίδρυμα και συνεργάτες ΕΕ» (Stiftung & Co. KG) – ιδιοκτήτης των οποίων είναι η «Συμμετοχική εταιρεία Schwarz».
Σε αυτήν την εταιρεία το 99,9% των μετοχών ανήκουν στο «Ίδρυμα D. Schwarz» (DSS), το οποίο ιδρύθηκε το 1999 – ενώ το υπόλοιπο σε ένα τραστ του ιδίου. Ως εκ τούτου, σχεδόν όλα τα κέρδη των καταστημάτων της KAUFLAND και της LIDL εισρέουν στο ίδρυμα – το οποίο είναι καταχωρημένο ως «κοινής ωφελείας» (charitable, non profit)!
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, στις οποίες εμπλέκονται προφανώς και πολιτικά πρόσωπα, αφού δεν λειτουργεί μόνο ο κ. Schwarz έτσι αλλά πολλοί άλλοι επιχειρηματίες, με τα προνόμια που τους εξασφαλίζει η Πολιτική, συμπεραίνεται εύκολα πως οι εγχώριες εταιρείες δεν μπορούν να ανταγωνισθούν αυτά τα μεγαθήρια – μέσω των οποίων εισρέουν τα χρήματα πολλών χωρών στη Γερμανία και αλλού, προωθούνται τα δικά της προϊόντα, δημιουργούνται εκεί θέσεις εργασίας, διενεργούνται επενδύσεις που αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των εργαζομένων της κοκ.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, δεν είναι μόνο η δομή της Ευρωζώνης υπεύθυνη για τα προβλήματα των αδύναμων χωρών αλλά, επί πλέον, το μέγεθος των επιχειρήσεων των μεγάλων κρατών, καθώς επίσης οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν – ενώ η δραστηριοποίηση τους αυξάνει τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αρκετών κρατών, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα τα ήδη τεράστια πλεονάσματα της Γερμανίας.
Λογικά λοιπόν κάποια στιγμή οι αδύναμες χώρες υπερχρεώνονται, αδυνατώντας να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, οπότε μετατρέπονται σε θύματα λεηλασίας – ακόμη και αυτές που λειτουργούν σωστά, από την πλευρά του δημοσίου ή/και των εγχωρίων επιχειρήσεων.