«Ο καθένας από αυτούς (τους υπουργούς), φτάνοντας στην εξουσία, φροντίζει να περιβάλλεται από δικούς του ανθρώπους. Το κάνει από πρόνοια και από καθήκον. Από πρόνοια για να μην προδοθεί από τους υφισταμένους του. Από καθήκον για να ανταμείψει την αφοσίωση εκείνων που τον εξυπηρέτησαν. Ενας υπουργός που δεν θα ξεκαθάριζε το υπουργείο του και δεν θα αντικαθιστούσε όλους τους ικανούς ανθρώπους με ανθρώπους αφοσιωμένους, θα περνούσε για ανόητος και για αχάριστος. Θα έχανε τη φιλία των πελατών του και θα γινόταν ο περίγελως των αντιπάλων του. Συνέπεια αυτού είναι ότι όλο το προσωπικό της διοίκησης ανανεώνεται σε κάθε νέο υπουργείο, ότι δεν διαμορφώνεται ποτέ ικανή υπαλληλία…».
Κουίζ: Ποιος τα λέει αυτά; Μια έκθεση της τρόικας, του ΟΟΣΑ ή της Task Force του κ. Ράιχενμπαχ; Οποια από τις τρεις απαντήσεις και αν δώσετε, χάσατε. Οσα διαβάσατε πιο πάνω, και πολλά άλλα συναφή, γράφτηκαν πριν από ενάμιση αιώνα και βάλε, από τον γάλλο συγγραφέα Εντμόντ Αμπού, που έμεινε στην Ελλάδα σχεδόν δύο χρόνια, το 1853-54, και δημοσίευσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο «Η Ελλάδα του Οθωνα», όπως κυκλοφορεί στα ελληνικά, ή «Η σύγχρονη Ελλάδα», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του, που είναι και πιο ταιριαστός, αφού το «σύγχρονο» στη δομή του κράτους μας και στη λειτουργία του πολιτικού συστήματός μας έχει, ως φαίνεται, διαχρονική ισχύ.
Η μόνη διαφορά είναι ότι τότε η Ελλάδα ήταν ένα νεότευκτο κρατίδιο που μόλις είχε βγει από τέσσερις αιώνες ανατολίτικης υποτέλειας και οπισθοδρόμησης και κατοικούνταν από έναν λαό αγράμματων και πενόμενων χωρικών. Διαφορά που ίσα ίσα κάνει τις ομοιότητες με το σήμερα ακόμη πιο μελαγχολικές.
Αν το συμπέρασμα από τη σύγκριση είναι ότι το ρωμαίικο ντοβλέτι δεν μπορεί να αλλάξει για να γίνει αυτό για τη δημιουργία του οποίου χύθηκε τόσο αίμα, δηλαδή ένα σύγχρονο και δίκαιο κράτος, σε τι μπορούμε να ελπίζουμε εμείς οι ταλαίπωροι πολίτες του, όσοι τουλάχιστον δεν αρκούμαστε στο να τα βολεύουμε όπως όπως, άλλοτε ικετεύοντάς το, άλλοτε εξαπατώντας το, άλλοτε δωροδοκώντας το και άλλοτε παζαρεύοντας μαζί του, καθένας εννοείται για πάρτη του και εις βάρος αυτού που στον τόπο μας έχει εξάλλου ρητορική μόνον αξία, ήτοι του κοινωνικού συνόλου;
Τρεις δυνατότητες βλέπω.
Η πρώτη είναι να προσβλέπουμε στην άρση (την πλήρη άρση, όχι όπως σήμερα) της κυριαρχίας αυτού του κράτους, με την ανάληψη όλων των εξουσιών του από ένα υπερεθνικό και ασφαλώς ασύγκριτα ικανότερο διοικητικά μόρφωμα, όπως μια Ευρωπαϊκή Ενωση που θα είναι πραγματική Ενωση. Οι πολιτικοί ιθύνοντές μας θα γίνονταν τότε κάτι σαν νομάρχες, αλλά με στενότερο κορσέ και λιγότερη γραφική πολυπραγμοσύνη από παράγοντες της σχολής του κ. Παναγιώτη Ψωμιάδη (αν και παραδέχομαι ότι το τελευταίο θα ήταν για πολλούς από εμάς υπόσχεση πλήξης). Φοβάμαι όμως πως αυτή η θέση παραείναι λογική, τόσο λογική ώστε, αν την υποστήριζε κανείς δημόσια, θα καταγγελλόταν ως ανθέλλην, ξενόδουλος και προδότης, που τον περιμένει κρεμάλα στο Σύνταγμα ή τουφεκισμός στο Γουδή.
Η δεύτερη δυνατότητα είναι να το πάρουμε απόφαση ότι το κράτος που οραματίστηκαν οι ιδεολόγοι επαναστάτες του 1821, δηλαδή το δυτικού τύπου κράτος (δεν υπάρχει και άλλο σήμερα), είναι ξένο σώμα για τα ήθη και τις παραδόσεις του Ελληνα. Αυτό δεν ισχυρίζονται άλλωστε ορισμένοι βυζαντινολάτρες φιλόσοφοί μας, που αντιπαραθέτουν στο έθνος και στη νεωτερικότητα το Γένος και την Ορθοδοξία; Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εμπνευστούμε από τον νόμο του 1844 περί ετεροχθόνων, αλλά αναποδογυρίζοντάς τον. Ο εν λόγω νόμος απέκλειε, ως γνωστόν, από τα δημόσια αξιώματα όσους Ελληνες είχαν γεννηθεί εκτός ελληνικών συνόρων. Το έκανε, φυσικά, με την ευγενή πρόθεση να αποτρέψει τη διάβρωση της ελληνικής διοίκησης από ξενόφερτους, νόθους Ελληνες, φορείς ικανοτήτων, εμπειριών και ιδεών ανάρμοστων και επικίνδυνων για την ελληνική ψυχή. Εναπόθεσε, λοιπόν, το κράτος στα χέρια γνήσιων Ελλήνων, οι οποίοι όμως, επειδή ακριβώς το έβλεπαν ως ξένο σώμα, δεν ήξεραν ούτε ήθελαν να μάθουν πώς να το κουμαντάρουν. Οπότε το πράγμα δεν μπορούσε παρά να πάει στραβά.
Αντιστρέφοντας τώρα εκείνον τον νόμο, θα ορίζαμε ότι δημόσια αξιώματα μπορούν να καταλάβουν μόνον Ελληνες του εξωτερικού, γιατί όχι και ξένοι που θα πολιτογραφούσαμε έλληνες πολίτες. Ως ξένα σώματα και οι ίδιοι (διότι όλα κι όλα, όχι και να τους αγκαλιάσουμε σαν δικούς μας), θα είχαν τις γνώσεις και τη διάθεση να οργανώσουν και να διευθύνουν σωστά το ξένο σώμα που είναι το κράτος. Η Χρυσή Αυγή, οι ΑΝΕΛ και άλλοι φλογεροί πατριώτες δεν θα είχαν λόγο να εξεγερθούν γι' αυτή τη λύση. Ούτε την εθνική κυριαρχία μας θα χάναμε ούτε θα αφελληνιζόμασταν. Απεναντίας. Ας μη ξεχνάμε πως, για όλο τον κόσμο και για εμάς τους ίδιους, ό,τι πιο αναγνωρίσιμα και εράσμια ελληνικό έχουμε, από τη φουστανέλα και τον μουσακά ώς τον Σολωμό και τον Καβάφη, μας ήρθε από έξω.
Τέλος, η τρίτη δυνατότητα είναι να σηκώσουμε περήφανα το κεφάλι και να διαγγείλουμε ότι αυτό είναι το κράτος μας και σε όποιον αρέσει. Δικό μας είναι, εμάς εκφράζει και δεν ανεχόμαστε να μας λένε οι ξένοι τι και πώς να του αλλάξουμε. Είναι η επιτομή της ιδιοπροσωπίας μας. Το λέει άλλωστε και αυτό ο Αμπού: «Η Ελλάδα είναι το μοναδικό γνωστό παράδειγμα χώρας που ζει σε πλήρη χρεοκοπία από την ημέρα που γεννήθηκε».