Το κρατικό ραδιόφωνο είχε συμφωνήσει για την αναμετάδοση της συναυλίας και ο Γιάννης Πετρίδης, που την παρουσίαζε, συμμετείχε στα διαλείμματα με αυθεντικά τραγούδια της δεκαετίας του '50, μουσική που ακουγόταν και στον συναυλιακό χώρο από τα ηχεία, ενισχύοντας την αίσθηση πως επρόκειτο για πάρτι. Ο Πέρι Κόμο, ο Έλβις και ο Πατ Μπουν γέμιζαν τα κενά ανάμεσα στα σχήματα, ενώ οι διάφοροι, μη ανακοινωμένοι από πριν, guests ξάφνιαζαν το ανυποψίαστο κοινό που παραληρούσε. Έτσι, βρέθηκαν μαζί ο Σαββόπουλος, η Ζορμπαλά, ο Γερμανός, ο Νταλάρας και η Αφροδίτη Μάνου, καταφθάνοντας διαδοχικά στην πλατφόρμα με κρις κραφτ από τον ΟΛΠ και τραγουδώντας για ένα κοινό που δε δίστασε να βουτήξει στο νερό, με μαγιό ή με τα ρούχα της δουλειάς, για να κολυμπήσει και να φθάσει στα πόδια των μουσικών, γλεντώντας το καλοκαίρι, το τραγούδι και τη χαρά της ζωής με τον πιο αυθόρμητο τρόπο.
Οι περισσότεροι απ' όσους παραβρέθηκαν στο πάρτι της Βουλιαγμένης έχουν να πουν για την πανηγυρική αίσθηση της βραδιάς και για στιγμιότυπα που θυμούνται ακόμα. Τα πυροτεχνήματα, τη μαντολινάτα μέσα στις βάρκες που έρχονταν από τα βαθιά, την είσοδο του Κηλαϊδόνη, αναπόφευκτα με το «πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη». Θυμούνται ακόμη την εκτόνωση, το γλέντι, την εντύπωση πως κάτι καινούργιο είχε συμβεί, απλά, ξαφνικά και χωρίς κανείς να το περιμένει. Στη Βουλιαγμένη εκείνο το βράδυ καταναλώθηκαν όλες οι μπύρες, τα αναψυκτικά και οι τυρόπιτες της περιοχής, ζευγάρια γνωρίστηκαν χορεύοντας, νέες παρέες σχηματίστηκαν και όλα κύλησαν ομαλά, χωρίς ούτε έναν σεκιούριτι, θεσμό άλλωστε άγνωστο τότε.