... Κωνσταντινούπολη!!! Η πόλη του Κωνσταντίνου, η πόλη της Παναγιάς, η Βασιλίδα των πόλεων!!! Το 330 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος σε μια σπάνιας ευφυΐας κίνηση μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην περιοχή του Βυζαντίου, εκεί όπου Ευρώπη και Ασία συναντιούνται, εκεί όπου τα χρόνια που μεσολάβησαν από τη γέννηση ως το θάνατό της, η Πόλη έζησε στιγμές δόξας και φρίκης, μεγαλείου και κατάπτωσης, γνώρισε πιστούς φίλους μα και κηρυγμένους εχθρούς. Όνειρο πολλών φιλόδοξων ήταν τούτη η πόλη, για την οποία οι έμποροι της Μεσαιωνικής Δύσης έλεγαν ότι ήταν λουσμένη στο φως. Κι όμως οι πόλεμοι και οι εσωτερικές τριβές κάποτε την γονάτισαν, όσπου τη μεγάλη τιμή τη γνώρισε ο 21χρονος, ιδιοφυής, ικανότατος, κρυψίνους και ανάλγητος Μωάμεθ Β'...
Παρόλα αυτά, ίσως να μην χανόταν από τους Οθωμανούς εάν δεν την είχαν αποδεκατίσει πρώτα οι Χριστιανοί! Η μεγάλη κατηφόρα για την Κωνσταντινούπολη είχε αρχίσει το 1204, όταν οι Σταυροφόροι την άλωσαν και με πρωτοφανή μανία κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του πολιτισμού της. Στα 57 χρόνια που έμειναν οι Δυτικοί, οι βιβλιοθήκες της απογυμνώθηκαν, οι ναοί της βεβηλώθηκαν, οι θησαυροί της κλάπηκαν, τα ταμεία της άδειασαν. Όταν στις 25 Αυγούστου 1261 ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος την ελευθέρωσε, η Βασιλεύουσα δεν ήταν παρά μια πόλη ρημαγμένη που πέρασε τα τελευταία 192 ελεύθερα χρόνια της πασχίζοντας μάταια να βρει δυνάμεις για να αμυνθεί κόντρα στους πανίσχυρους Οθωμανούς.
Ποιος μπορούσε να υπερασπιστεί μια τέτοια πόλη; Μόνο ένας μεγάλος ήρωας. Το όνομά του; ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ.
Ο γιος του Εμμανουήλ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, ήταν εκείνος που δέχτηκε να σηκώσει το βάρος: Μολονότι είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης, δέχτηκε να στεφθεί Κύριος μιας Αυτοκρατορίας που περιοριζόταν πια σε μερικές λωρίδες γης, να οργανώσει την άμυνα με άδεια ταμεία, να σώσει την Πόλη του ή να χαθεί μαζί της, να μην την αφήσει να σβήσει ακέφαλη. Αυστηρός, ηθικός, γνήσιος ηγέτης από αυτούς που δεν κρύβονται στα παλάτια τους, αλλά ηγούνται, ορμούν πρώτοι στον αγώνα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν και είναι η φωνή της Πόλης και των ιδανικών της: Ελευθερία, Αγάπη, Ομόνοια, Πίστη, Αγώνας μέχρις εσχάτων. Το πρώτο μέλημά του ήταν η οικονομική ανόρθωση του κράτους. Αλίμονο όμως: Στην πιο κρίσιμη στιγμή της Πόλης, ο άνθρωπος που είχε ορκιστεί να την προστατέψει από τους εχθρούς, έπρεπε να βρει τρόπο να νικήσει το πιο φρικτό ελάττωμα της φυλής μας: Τη διχόνοια. Ενώ ο Μωάμεθ ένωνε τους μουσουλμάνους από κάθε σημείο της Ανατολής, ο Κωνσταντίνος είχε να αντιμετωπίσει τις συγκρούσεις ανάμεσα στους ενωτικούς και στους ανθενωτικούς. Ήταν δε το μίσος τόσο δυνατό, που οδηγούσε σε προδοσία: την ώρα που ο Αυτοκράτορας χρειαζόταν και το τελευταίο νόμισμα, πολλοί ανθενωτικοί προύχοντες έκρυβαν στα υπόγεια των σπιτιών τους τα τιμαλφή, αρνούμενοι να βοηθήσουν, γιατί όπως είχε πει ο μέγας Λογοθέτης Λουκάς Νοταράς «κάλιο το σαρίκι του σουλτάνου, παρά η τιάρα του Λατίνου»! Μέσα στη γενική αναστάτωση, ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν να οργανώσει την άμυνα: Έκλεισε τον Κεράτιο κόλπο με τεράστια αλυσίδα και ενίσχυσε με άνδρες τα πιο αδύναμα σημεία του διπλού Βυζαντινού τείχους ανάμεσα στις πύλες του Ρωμανού και της Ανδριανούπολης, όπου τα τείχη ακολουθώντας το ύψος του εδάφους χαμήλωναν. Είχε δε στη διάθεσή του 4.937 Έλληνες της Πόλης, 2.000 εθελοντές και 700 σιδηρόφρακτους άνδρες του Ιουστινιάνη, του πρωτοστράτορα. Στο πλάι του , ως αρχηγός του στόλου -αν και ανθενωτικός- ο Νοταράς, ο οποίος είχε στείλει στα τείχη τα δύο μεγαλύτερα αγόρια του και ήταν από τους λίγους που έβαλε τελικά την προσωπική του γνώμη στο περιθώριο για το καλό της πατρίδας.
Από την άλλη πλευρά ο Μωάμεθ είχε στη διάθεσή του πάνω από 250.000 άνδρες: από τους οποίους μόνο οι 42.000 ήταν τακτικός στρατός. Οι υπόλοιποι ήταν βαζιβουζούκοι, δηλαδή άτακτοι, χύμα πλιατσικολόγοι, που θα τους έριχνε πρώτους στη μάχη, για να κουράσουν τον αντίπαλο. Είχε ακόμα 14 πυροβολαρχίες (τις πρώτες στην παγκόσμια ιστορία). Το μεγάλο του όπλο όμως ήταν η μπομπάρδα, ένα μεγάλο κανόνι με κάνη μήκους 8 μέτρων και με δυνατότητα να καλύπτει απόσταση 1.500 μέτρων, φτιαγμένο από τον Ούγγρο τεχνίτη Ουρμπάν. Αυτό το κανόνι είχε παζαρέψει πρώτα ο Κωνσταντίνος, γιατί έβλεπε πως ήταν η μοναδική ελπίδα της Βασιλεύουσας. Δυστυχώς τα σχέδια του συνάντησαν άδεια ταμεία και τσακωμούς κι έτσι η μπομπάρδα έφτασε στα χέρια του εχθρού και στήθηκε στο πιο αδύνατο σημείο των τειχών.
Στις 5 Απριλίου 1453 ο Μωάμεθ δίνει στον Κωνσταντίνο την τελευταία ευκαιρία: Εάν μου παραδώσεις την Πόλη θα πας όπου θέλεις με τους άρχοντες και τα υπάρχοντά σου, και ο λαός δε θα πάθει τίποτε από μας?
Ο Αυτοκράτορας, μπροστά στο δέλεαρ της σωτηρίας, δίνει μια απάντηση που θα την στηρίξει ως το τέλος και της οποίας οι πέντε τελευταίες λέξεις αρμόζουν σε όσους τάχθηκαν να φυλούν Θερμοπύλες:
«Το να σου παραδώσω την πόλη δεν είναι στο χέρι μου ούτε στο χέρι κανενός άλλου από αυτούς που κατοικούν σ? αυτή. Γι? αυτό με κοινή απόφαση, και με τη θέλησή μας θα πεθάνουμε και δε θα λογαριάσουμε τη ζωή μας? ου φεισόμεθα της ζωής ημών»
Ο Κωνσταντίνος καλεί τους συμβούλους και τους ζητά ομοψυχία: απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού και την πύλη της Αδριανούπολης ανάμεσα στις κόκκινες σημαίες των Οθωμανών έστεκε επιβλητική η μπομπάρδα και στο βάθος της θάλασσας, έξω από τον Κεράτιο κόλπο ανήμπορα να πλησιάσουν διακρίνονταν τα 300 οθωμανικά καράβια.
Στις 12 Απριλίου οι 14 πυροβολαρχίες βάλλουν κατά των τειχών. Η πολιορκία αρχίζει. Όλη την ημέρα τα κανόνια χτυπούν και όλη τη νύχτα οι αμυνόμενοι επισκευάζουν τις ζημιές με ξύλα, πέτρες και δεμάτια από μαλλί.
18 Απριλίου γίνεται η πρώτη γενική επίθεση. Ο άτακτος στρατός του σουλτάνου επιχειρεί να ανέβει στα τείχη μα οι Βυζαντινοί, κάτω από τις εντολές του Ιουστινιάνη τον αποτρέπουν. Η πόλη αντέχει. Ο Μωάμεθ επιχειρεί να σπάσει την αλυσίδα στον Κεράτιο για να προσεγγίσει τα θαλάσσια τείχη μα δεν μπορεί... Η πόλη αντέχει.
Την Κυριακή 22 Απριλίου οι Βυζαντινοί αντικρίζουν ένα συγκλονιστικό θέαμα. Από το βουνό που πέφτει στον Κεράτιο, κατεβαίνουν Καράβια! Ο ευφυής νεαρός σουλτάνος, ως άλλος Ξέρξης, είχε διατάξει τους άνδρες του να μεταφέρουν 72 καράβια από το Βόσπορο στη στεριά και να τα κυλήσουν στη θάλασσα με ξύλινους διαδρόμους, για να παρακάμψουν την αλυσίδα. Οι πολιορκημένοι έντρομοι παρακολουθούν το συγκλονιστικό θέαμα, ενώ στο παλάτι των Βλαχερνών ο Κωνσταντίνος αρχίζει να οργανώνει σχέδιο εμπρησμού των πλοίων.
28 Απριλίου : Το σχέδιο των Ελλήνων να κάψουν τα καράβια αποτυγχάνει γιατί οι Οθωμανοί το έχουν πληροφορηθεί από τους Γενοβέζους της Πόλης. Οι πόλη δεν έχει μόνο εχθρούς. Έχει και προδότες!
1η Μαΐου 1453: Το κλίμα είναι βαρύ, κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό και με το Βόσπορο χαμένο μέσα σε μια αδικαιολόγητη για την εποχή ομίχλη. Οι ανθενωτικοί τριγυρνούν στα σοκάκια της πόλης και ερμηνεύουν τη μαγιάτικη βροχή ως κατάρα του Θεού, φανατίζοντας την ήδη βεβαρημένη ατμόσφαιρα. Ο Κωνσταντίνος μάταια αγωνίζεται να πείσει τους μικρόψυχους ότι το δεμάτι δεν σπάει αν είναι ενωμένο, ότι τούτες είναι ώρες που απαιτούν ηρεμία και ενότητα.
7 Μαΐου: Οι Οθωμανοί εξαπολύουν δεύτερη γενική επίθεση στην κοιλάδα του Λύκου. Η πόλη αντέχει.
12 Μαΐου: Νέα επίθεση στις πύλες της Ανδριανούπολης και Καλιγαρίας. Η πόλη αντέχει. Ο Σουλτάνος διατάσσει τους σέρβους μηχανικούς να σκάψουν λαγούμια. Εάν δεν μπορεί να πάρει την Πόλη κανονικά, είναι αποφασισμένος να την πάρει υπόγεια. Ο Ιουστινιάνης το έχει προβλέψει και με τη βοήθεια του σκωτσέζου μηχανικού Γιοχάννες Γκράντ οι στρατιώτες του μέσα από τους υπονόμους καίνε ζωντανούς τους επιτιθέμενους. Η πόλη αντέχει.
Ο Μωάμεθ αγωνιά. Καλεί έκτακτο συμβούλιο και ακούει το βεζίρη Χαλίλ να προτείνει λύση της πολιορκίας. Στο παλάτι των Βλαχερνών ο Κωνσταντίνος περιμένει τους απεσταλμένους του να ειδοποιήσουν ότι έρχεται βοήθεια από τη Δύση. Περιμένει και ελπίζει: Οι χριστιανοί δε θα άφηναν μια χριστιανική πόλη να πέσ
ει στα χέρια των απίστων. Ή μήπως θα την άφηναν;
23 Μαΐου 1453: Οι ηρωικοί απεσταλμένοι ναυτικοί περνώντας μέσα από τον Οθωμανικό στόλο, φτάνουν στην Πόλη με άσχημα μαντάτα: Στον ορίζοντα δεν φαίνεται Δυτικό πανί. Οι σύμβουλοι ? σύντροφοι καλύτερα να πούμε- προτρέπουν τον Βασιλέα να φύγει. Ο Ιουστινιάνης με την αγωνία του φίλου τον παρακαλεί να μπει σ? ένα δικό του καράβι. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν είναι ένας συνηθισμένος πολιτικός άνδρας: «Εάν έφευγα τι θα έλεγε για μένα η οικουμένη; Σας ικετεύω μην μου ξαναπείτε να φύγω, παρά μόνο να μη σας αφήσω. Επιθυμώ να πεθάνω εδώ μαζί σας» απαντά. Από τα παράθυρα του παλατιού φτάνουν οι κραυγές των Οθωμανών. Ο Μωάμεθ τους τάζει γλέντι τριών ημερών εάν του φέρουν την Βασιλεύουσα κι εκείνοι υποδέχονται την υπόσχεση με ζητωκραυγές, χορούς και τυμπανοκρουσίες. Ο Αυτοκράτορας δεν αντέχει άλλο: ξεσπά σε κλάματα για την πόλη που χάνεται, προδομένη από φίλους και προπάντων διχασμένη.
25 Μαΐου: Όλοι γνωρίζουν ότι σε 4 μέρες οι Οθωμανοί θα χτυπήσουν. Η πόλη δεν έχει ψωμί και ως έφεδροι έχουν μείνει μόνο οι καλόγεροι που περιμένουν στο ναό των Αποστόλων τη στιγμή που θα τους καλέσει ο Βασιλιάς τους να πολεμήσουν. Το συμβούλιο θέτει και πάλι το ζήτημα που πληγώνει τον Κωνσταντίνο: Εάν δεν μπορούμε να σώσουμε την Πόλη, ας σώσουμε τουλάχιστο τον Αυτοκράτορα! Ο Παλαιολόγος αντιδρά με οργή και εξουθενωμένος από τη νηστεία, την κόπωση και την αγωνία χάνει τις αισθήσεις του. Δε δέχεται όμως να φύγει.
28 Μαΐου 1453: Το πρωί οι καμπάνες καλούν τους Έλληνες στις λιτανείες. Στο παλάτι των Βλαχερνών οι αξιωματούχοι συγκεντρώνονται για τελευταία φορά. Ο Κωνσταντίνος απευθυνόμενος στους Έλληνες τους υπενθυμίζει το καθήκον της φυλής: Ο άνθρωπος πρέπει να είναι έτοιμος να πεθάνει για τέσσερις μεγάλες αξίες: Την πατρίδα, την πίστη, τον ηγεμόνα και την οικογένεια. Είναι η ώρα για τον Λαό της Κωνσταντινούπολης να πεθάνει για όλα αυτά. Ευχαριστεί τους Λατίνους για τη συμπαράσταση και έπειτα, όπως πράττουν μόνο οι σπουδαίοι ζητά συγγνώμη από όλους και τους ζητά να πράξουν το ίδιο. Σε τέτοιο αίτημα ενός τέτοιου άρχοντα ποιος θα τολμούσε να αρνηθεί; Μπροστά στον Κωνσταντίνο, Έλληνες και Λατίνοι γίνονται μια αγκαλιά. Επιτέλους η ομόνοια λίγες ώρες πριν το τέλος. Στην Αγια Σοφιά οι κληρικοί ντυμένοι με τα επίσημα άμφια τελούν την τελευταία Θεία Λειτουργία για να λάβει ο λαός την ύστατη κοινωνία. Οι υπερασπιστές της Πόλης μεταλαμβάνουν και τρέχουν ξανά στις επάλξεις, μαζί τους και ο Αυτοκράτορας. Ευχαριστεί τους άνδρες του και με το άλογο γυρίζει τα τείχη για να δώσει κουράγιο στους αγωνιστές, ίσως και για να αποχαιρετήσει το φως του ήλιου από την Πόλη του?
Και ο ήλιος δύει. Θα είναι η τελευταία δύση που θα αντικρίσει η χριστιανική Κωνσταντινούπολη.Αξέχαστο έμεινε σε όσους συμμετείχαν, εκείνο το γαλήνιο Μαγιάτικο δειλινό της Δευτέρας 28 Μαΐου 1453, καθώς σύσσωμος ο πληθυσμός της Πόλης προσερχόταν στον περικαλλή ναό Της Του Θεού Σοφίας...Για μία ακόμη φορά, για τελευταία φορά, ο Κλήρος, ο Πατριάρχης, τα σκεύη, τα άμφια, θα υπηρετούσαν τη Χριστιανική Λατρεία.Ο Αυτοκράτορας, αφού μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, κίνησε να πάρει τη θέση του στα τείχη...Καθώς ο τελευταίος Οικουμενικός Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης έβγαινε από την Πύλη, όλο το εκκλησίασμα έκλαιγε γοερά...
Τα Μεσάνυχτα της 29ης Μαΐου 1453 το στατόπεδο των επιτιθέμενων ξύπνησε μέσα σε αλαλαγμούς και φοβερή φασαρία...Στην Πόλη, οι καμπάνες καλούν το λαό της στα τείχη. Η επίθεση ξεκινά κατά κύματα: Πρώτα στέλνονται οι βασιβοζούκοι. Για δύο ώρες τα τείχη πολιορκούνται μα η άμυνα αντέχει. Η Πόλη δεν γονατίζει. Από θαλάσσης τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα για τους Έλληνες, αν και όλοι καταλαβαίνουν ότι ο στόλος του εχθρού θέλει μόνο να απασχολήσει άνδρες και όχι να τους νικήσει. Η μεγάλη μάχη δίνεται στην κοιλάδα του Λύκου. Ο Μωάμεθ ρίχνει το ασκέρι του Ισχάκ Πασά, τακτικά στρατεύματα από την Ανατολία πλέον, αλλά η πυκνή τους διάταξη επιτρέπει στους Έλληνες να επιφέρουν μεγάλες απώλειες. Η Πόλη δεν γονατίζει. Τα κανόνια τραντάζουν τα τείχη. Λίγο πριν το ξημέρωμα η μπομπάρδα γκρεμίζει ένα τμήμα από το εξωτερικό τείχος του Αγίου Ρωμανού και οι πρώτοι 300 οσμανλήδες ορμούν μα αποδεκατίζονται από τον Κωνσταντίνο και τους συντρόφους του. Η Πόλη δε γονατίζει. Με το πρώτο φως της ημέρας ο Μωάμεθ στέλνει τους γενίτσαρους, αλλά οι αμυνόμενοι, άριστα εκπαιδευμένοι από τον Ιουστινιάνη, άριστα εμψυχωμένοι από τον Παλαιολόγο δεν εγκαταλείπουν. Η Πόλη δεν γονάτισε ακόμα. Ο Ιουστινιάνης όμως πληγώνεται την πιο κρίσιμη στιγμή και οι άνδρες του τον απομακρύνουν από το πεδίο της μάχης. Ο Κωνσταντίνος σπεύδει στο πλευρό του και πάνω στην αγωνία του τον ικετεύει να παραμείνει: «Κάνε υπομονή αδερφέ. Σε έχουμε ανάγκη». Εκείνος όμως δεν αντέχει άλλο. Οι άνδρες του τον βάζουν σ? ένα καράβι με προορισμό τη Χίο, τη γενέτειρά του.Πεθαίνει εν πλω.
Ο Κωνσταντίνος επιστρέφει στα τείχη, και ρίχνεται στη μάχη αλλά την αναταραχή που προκάλεσε η απώλεια του Ιουστινιάνη αντιλαμβάνεται ο Μωάμεθ. Τα κανόνια χτυπούν το εξωτερικό τείχος που τελικά υποχωρεί. Όλο το δράμα συγκεντρώνεται στην πύλη του Αγίου Ρωμανού όπου ο Κωνσταντίνος δίνει την ύστατη μάχη και στην πύλη της Αδριανούπολης, πολύ κοντά σε μια πόρτα που αν και ασήμαντη για τους Βυζαντινούς, έμεινε γνωστή ως η πιο μυστηριώδης πόρτα της ιστορίας: την Κερκόπορτα. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά κάτω από ποιες συνθήκες κυμάτισε η σημαία του Μωάμεθ πάνω από την κερκόπορτα. Ήταν προδοσία; Κι αν ναι από ποιους; Η αλήθεια χάθηκε στη δίνη της μάχης ή των συμφερόντων και μόνο θρύλοι κράτησαν το όνομά της ζωντανό κι έμεινε η Κερκόπορτα ως «ένας κόκκος άμμου που έκρινε την ιστορία του κόσμου», όπως παρατηρεί ο Στέφαν Τσβάιχ.Με τη σημαία των Οθωμανών πάνω στα τείχη τρομαχτική κραυγή έσκισε τον αέρα : ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ? Η Πόλη του Κωνσταντίνου γονάτισε μετά από 57 μέρες πολιορκίας, μετά από 1123 χρόνια πορείας. "Η πόλη μου αλίσκεται κι εγώ ζω;" ήταν τα τελευταία λόγια του Κωνσταντίνου, που με ασυγκράτητη παραφορά, ρίχτηκε στο πιπο πυκνό σημείο της μάχης και έγινε Θρύλος...
Δε βιάστηκε ο Μωάμεθ να εισέλθει στην κατακτημένη πόλη.Περίμενε ως το απόγευμα, και μόν ον τότε μπήκε στην Κωνσταντινούπολη, συνοδευόμενος από τους υπουργούς και τους πιστούς του γενιτσάρους.Διέσχισε την Πόλη και, αργά και επιβλητικά, κατευθύνθηκε στην Αγία Σοφία...Όταν έφτασε, αφφίπευσε και αφού πήρε μια χούφτα χώμα, την έριξε στο κεφάλι του ως δείγμα ταπεινοφροσύνης προς το θεό του, που του χάρισε τη νίκη.Μπήκε στον ιερό ναό, όπου άρχισε να παρατηρεί εκστασιασμένος το μεγαλειώδη διάκοσμο και λίγο αργότερα, τον μετέτρεψε σε τζαμί, διατάζοντας έναν ουλεμά να ανεβεί στον άμβωνα και να διακηρύξει πως "ο Αλλάχ είναι ο μοναδικός Θεός και προφήτης αυτού ο Μωάμεθ"...