Αθήνα 26.11.2012
Αρ. πρωτ.: 139
ΠΡΟΣ: Τον κ. ΥΦΥΠΟΥΡΓΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ. ΓΕΩΡΓΙΟ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗ,
Καρ. Σερβίας 10, Αθήνα
ΘΕΜΑ: ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΗΦΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΕ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΡΓΙΑ
Αξιότιμε κύριε Υφυπουργέ,
Με τις πρόσφατα ψηφισμένες διατάξεις της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222/τ.Α’/12-11-2012) αυξάνονται και διευρύνονται οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι υπάλληλοι τίθενται σε αυτοδίκαιη αργία.
Συγκεκριμένα, στο υποεδάφιο (ε) προβλέπεται ότι σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας τίθενται οι υπάλληλοι «οι οποίοι έχουν παραπεμφθεί στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο για τα παραπτώματα των περιπτώσεων α’, γ’, δ’. ε’, θ’, ι’, ιδ’, ιη’, κγ’, κδ’, κζ’ και κθ’ του άρθρου 107 του Ν. 3528/2007, όπως ισχύει, ή αντίστοιχα παραπτώματα του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012, ή αντίστοιχα παραπτώματα του προϊσχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999)».
Διευκρινίζεται δε στη συνέχεια, ότι στην προαναφερθείσα περίπτωση η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο του παραπεμπτηρίου εγγράφου (μετά τη διενέργεια Ε.Δ.Ε. από τον αρμόδιο Επιθεωρητή) και λήγει με την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης που τον απαλλάσσει ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση.
Αναφέρουμε δε ενδεικτικά, ότι μεταξύ των πειθαρχικών παραπτωμάτων, για τα οποία θα αρκεί πλέον και μόνη η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο, για να τεθεί ο υπάλληλος σε αυτοδίκαιη αργία, είναι μεν:
• Η παράβαση καθήκοντος,
• Η σοβαρή απείθεια,
• Η απόκτηση οικονομικού οφέλους,
• Η χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων προσώπων,
• Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων,
αλλά και:
• Η μη τήρηση του υπαλληλικού ωραρίου,
• H παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγξει την τήρηση του υπαλληλικού ωραρίου,
• Η ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός αλλά και εκτός υπηρεσίας κ.λπ.
Όπως σας είναι γνωστό, στο Υπουργείο Οικονομικών, αποτελεί συχνό φαινόμενο η υποβολή μηνύσεων και αγωγών εκ μέρους των φορολογουμένων, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις αποδεικνύονται νομικά ή/και ουσιαστικά αβάσιμες και αναληθείς, όπως τουλάχιστον αυτό έχει αποδειχθεί και από τη δικαστική τους πορεία, αλλά και τα στατιστικά δεδομένα, που είναι τουλάχιστον γνωστά σε εσάς, γεγονός το οποίο οφείλεται στον κρίσιμο, δυσάρεστο και επαχθή χαρακτήρα της άσκησης των φορολογικών καθηκόντων από τους αρμόδιους εφοριακούς υπαλλήλους, ιδιαίτερα σε μια εποχή που η φορολογική πολιτική έχει τα πλέον επαχθή χαρακτηριστικά από το παρελθόν.
Ενδεικτικά, σας παραθέτουμε χαρακτηριστικές περιπτώσεις του παραπάνω φαινομένου που μόλις σας περιγράψαμε, αλλά είμαστε βέβαιοι πως και ο ίδιος πολύ καλώς γνωρίζετε:
1) Στις Κτηματικές Υπηρεσίες, όπου βασικό αντικείμενο της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς τους είναι, μεταξύ άλλων, η διοίκηση και προστασία των ανταλλαξίμων κτημάτων και η εφαρμογή της νομοθεσίας περί εθνικών κληροδοτημάτων, στέγαση δημοσίων υπηρεσιών και απαλλοτριώσεων, κατατίθενται πολύ συχνά μηνύσεις από τους επιχειρηματίες και τους πολίτες, σε βάρος των αρμοδίων υπαλλήλων για παράβαση καθήκοντος, σε κάθε περίπτωση που οι πρώτοι θεωρούν (τις περισσότερες φορές αβάσιμα) ότι επί παραδείγματι η μέτρηση που έγινε από τον αρμόδιο μηχανικό και επικυρώθηκε ακολούθως από τον εφοριακό υπάλληλο είναι εσφαλμένη κ.ά.
2) Στις Οικονομικές Εφορίες όπου λόγω υποστελέχωσης και ιδιαίτερου φόρτου εργασίας, σε συνδυασμό μάλιστα με την πολυπλοκότητα πολλών φορολογικών υποθέσεων, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο της καθυστέρησης στη διεκπεραίωση των φορολογικών υποθέσεων των πολιτών, πράγμα που εκλαμβάνεται επανειλημμένως από τους τελευταίους ως μεροληψία ή μη έγκαιρη εκπλήρωση καθήκοντος ή αδικαιολόγητη παρέλκυση της διαδικασίας εκ μέρους του εφοριακού υπαλλήλου, με συνέπεια τη στοχοποίησή του και την επανάληψη του φαινομένου της υποβολής αβάσιμων μηνύσεων/αγωγών.
3) Περιπτώσεις προσωπικής εμπάθειας ή απαρέσκειας προς τον εφοριακό υπάλληλο, που μπορεί να οδηγήσουν σε κατάθεση καταγγελίας σε βάρος του και ακολούθως θέσεώς του σε αυτοδίκαιη αργία, εξαιτίας ακριβώς της, εξ αυτής της καταγγελίας, παραπομπής του σε πειθαρχικό συμβούλιο.
4) Χαρακτηριστικές περιπτώσεις απλής άρνησης του εφοριακού υπαλλήλου να χορηγήσει φορολογική ενημερότητα, λόγω μη συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, και κατάθεσης μηνύσεως από τον φορολογούμενο, ο οποίος εκλαμβάνει αυτή την άρνηση ως μη νόμιμη και μεροληπτική, με αποτέλεσμα ο υπάλληλος να παραπέμπεται αβάσιμα σε πειθαρχικό συμβούλιο και πλέον αβάσιμα θα τίθεται και σε αυτοδίκαιη αργία (βλ. σχετικό περιστατικό Δ.Ο.Υ. Παλλήνης).
5) Οι υπάλληλοι, που υπηρετούν στο Σ.Δ.Ο.Ε., οι οποίοι λόγω της αποστολής τους, είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι σε ψευδείς σε βάρος τους καταγγελίες (κυρίως για παράβαση καθήκοντος), που υποβάλλονται από πρόσωπα που ελέγχονται ή έχουν ελεγχθεί από τους υπαλλήλους στους οποίους αφορούν, με σκοπό είτε να τους εκφοβίσουν, για να μην εφαρμόσουν το φορολογικό νόμο είτε για λόγους εκδίκησης συνεπεία των παραβάσεων που καταλόγισαν είτε για να τους αποδυναμώσουν ως μάρτυρες στις ποινικές δίκες που θα ακολουθήσουν στις περιπτώσεις αποκάλυψης αξιόποινων πράξεων. Οι ως άνω υπάλληλοι, βάσει των καταγγελιών αυτών, είναι πολύ πιθανόν να παραπεμφθούν ενώπιον του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου και συνεπεία της παραπομπής τους, να τεθούν κατ’ εφαρμογή των νέων διατάξεων αδίκως σε αργία. Να σημειωθεί ότι με το άρ. 30 παρ. 21 του Ν. 3926/2004 έχει θεσπιστεί ειδική διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. δεν διώκονται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Κατόπιν τούτων, καθίσταται εύκολα αντιληπτό ότι, η θέση του υπαλλήλου σε αργία, με μόνη την κλήση του για παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο, αποτελεί ένα μέτρο επαχθές και εντελώς δυσανάλογο προς το εξυπηρετούμενο από τη ρύθμιση δημόσιο συμφέρον, που προφανώς είναι η άμεση απομάκρυνση από την υπηρεσία των υπαλλήλων, που διώκονται ή τιμωρούνται για σοβαρά ποινικά αδικήματα και πειθαρχικά παραπτώματα.
Και τούτο διότι, στα πειθαρχικά παραπτώματα που απαριθμούνται στο εδ. ε’ της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Ζ.3 υπάγεται σχεδόν το σύνολο των πιθανών παραβατικών συμπεριφορών που δύναται να έχει ένας υπάλληλος και όχι μόνο οι ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, όπως κανονικά θα έπρεπε. Μάλιστα, συμπεριλαμβάνεται σε αυτά ακόμη και η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για τον υπάλληλο συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας, δηλ. παράπτωμα που δεν σχετίζεται άμεσα και στενά με την υπηρεσιακή συμπεριφορά του υπαλλήλου και στο οποίο θα μπορούσε να υπαχθεί ακόμη και μία περίπτωση ακραίας φιλονικίας μεταξύ του υπαλλήλου και της συζύγου του (εξύβριση, απειλή κλπ).
Επίσης, και με δεδομένο ότι δεν γίνεται από το νομοθέτη ούτε καν διάκριση των εξαιρετικά εκείνων σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων, που ενδεχομένως θα μπορούσαν να οδηγούν τον υπάλληλο σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας, είναι καθόλα άδικη η θέση του υπαλλήλου σε αργία από την κοινοποίηση και μόνον ενός παραπεμπτηρίου εγγράφου.
Περαιτέρω, με τη διάταξη αυτή παραβιάζεται κατάφωρα το τεκμήριο της αθωότητας, που ισχύει για καθένα μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του (αρ. 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου). Μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν παρέχεται στον υπάλληλο καν η δυνατότητα να απολογηθεί ή να ασκήσει το συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμά του για προηγούμενη ακρόαση από τη Διοίκηση (άρ. 20 παρ. 2 του Συντάγματος), πριν από τη θέση του σε αργία.
Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί και το εξής:
Η αυτοδίκαιη θέση του υπαλλήλου σε αργία προβλέπεται σε πέντε περιπτώσεις:
1. Ο υπάλληλος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή ένταλμα προσωρινής κράτησης.
2. Ο υπάλληλος κατά του οποίου εκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησης και στη συνέχεια ήρθη η προσωρινή κράτησή του ή αντικαταστάθηκε με περιοριστικούς όρους.
3. Ο υπάλληλος, ο οποίος παραπέμφθηκε αμετακλήτως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα.
4. Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής ή της προσωρινής παύσης και
5. Στην απλή παραπομπή ενώπιον του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου για συγκεκριμένα παραπτώματα.
Δηλαδή, από τη μια πλευρά προβλέπονται τέσσερις περιπτώσεις σοβαρότατων ποινών ή μέτρων (στέρηση ελευθερίας, προφυλάκιση, κακούργημα, οριστική παύση), προκειμένου να τεθεί κάποιος σε αυτοδίκαιη αργία, ενώ από την άλλη ο Νόμος αρκείται στην απλή πειθαρχική παραπομπή, πράγμα δυσανάλογο και ετεροβαρές μέσα στην ίδια τη νομοθετική πρόβλεψη, που έτσι δημιουργεί μια καταφανή αδικία σε βάρος όσων εμπίπτουν στην τελευταία αυτή περίπτωση, με την επίδειξη μίας υπέρμετρα αυστηρούς νομοθετικής ρύθμισης, πραγματικά δρακόντειας εμπνεύσεως. Εξάλλου με τον Ν.2065/1992, άρθρο 56, παρ.1 προβλέπεται ότι : «Υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, που παραπέμφθηκαν να δικαστούν για το αδίκημα της δωροδοκίας, τίθενται υποχρεωτικώς σε αργία και λαμβάνουν το ένα τέταρτο (1/4) των αποδοχών τους μέχρι εκδόσεως αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως και εκπίπτονται αυτοδικαίως της υπαλληλικής θέσεώς τους αν δικαστούν με αμετάκλητη απόφαση. Επανέρχονται αυτοδικαίως στην υπηρεσία μόνο εάν αθωωθούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.»
Με βάση τα ανωτέρω, θεωρούμε ότι είναι αναγκαία η τροποποίηση της σχετικής νομοθετικής διάταξης και η θέσπιση ως ελάχιστης προϋπόθεσης για την αυτοδίκαιη θέση του υπαλλήλου σε αργία η έκδοση τουλάχιστον καταδικαστικής πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης για πάρα πολύ σοβαρά (και καταγεγραμμένα) παραπτώματα .
Πιστεύουμε ότι η διατήρηση της ως άνω ρύθμισης του Ν. 4093/2012 και η θέση του υπαλλήλου σε αργία από την κοινοποίηση του παραπεμπτηρίου εγγράφου, αφενός είναι βέβαιον πως θα οδηγήσει σε κατάφωρες αδικίες, όπως ήδη περιγράφηκε ανωτέρω, αφετέρου είναι πιθανό να αποδιοργανώσει τον κλάδο των εφοριακών, που θα διστάζουν πλέον να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, όπως αυτά επιβάλλονται από το νόμο, εάν μάλιστα συνεπάγονται δυσμενή για τον φορολογούμενο αποτελέσματα και ελλοχεύει έτσι ο κίνδυνος υποβολής αβάσιμων δικαστικών προσφυγών από τους φορολογούμενους σε βάρος των υπαλλήλων, δημιουργώντας ένα ιδιότυπο καθεστώς “ομηρείας”, αφού θα επικρέμαται πάντα ο φόβος θέσεως του υπαλλήλου σε αργία από την παραπομπή και μόνο μιας υποθέσεως -έστω και αβασίμως- ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.
Κύριε Υφυπουργέ,
Πρέπει να γίνει αντιληπτό με σαφήνεια ότι η εμμονή στην υλοποίηση της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην ήδη προβληματική λειτουργία των υπηρεσιών μας, θα αντιμετωπίσει τις δυναμικές μας αντιδράσεις και σίγουρα θα οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επεδίωκε πιθανώς, ο Νομοθέτης.
Πρέπει να αποφασίσετε αν τελικά θέλετε τις εφορίες να λειτουργούν με αποτελεσματικότητα ή να δημιουργήσετε ένα θεσμικό πλαίσιο που θα αποθαρρύνει τους έντιμους και ικανούς υπαλλήλους να επιτελέσουν το έργο τους.
Η διοίκηση της ΠΟΕ-ΔΟΥ διαχρονικά στηρίζει ΜΟΝΟ τους ικανούς και έντιμους συναδέλφους.
ΓΙΑ ΤΗΝ Ε.Ε. ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΡΕΒΕΚΑ ΜΠΑΣΜΑΤΖΙΔΟΥ
Ήδη τέθηκαν 66 συνάδελφοι σε αργία (κάποιοι ίσως δικαίως, γνωρίζω όμως περίπτωση εντελώς άδικη). Το ΥπΟικ έχει ιδιαίτερη έφεση να γαμεί το προσωπικό του και μαζί τα δημόσια έσοδα.
Και ερωτώ τους δημοτικούς υπαλλήλους που καταλαμβάνουν τις υπηρεσίες τί πρέπει να τους κάνουν;