Το ποσταρα και στο θερντ "αγορα χρυσου".Για μην το ξαναγράφω το ποστάρω και δω.
Λοιπόν, φτιάχτε καφεδάκι ανάψετε και κανένα τσιγαράκι και απολαύσετε την διήγηση.
Κατάρχιν μην βιαστίτε να βγάλετε συμπεράσματα για τα πιστεύω και τον χαρακτήρα μου.
Ο πατέρας μου, αλαφρί το χώμα που τον σκεπάζεί, ήταν ένας τυπικά κυνήγημένος αριστερός της γενίας του '20. Αντάρτικο, εξορίες, φυλακίσεις και διάφορα άλλα γνωστά. Ηταν όμως εργατικός και γατονάκι, αφού στη φυλακή δεν απόφευγε τους μόρτες ποινικούς. Παντρέφτηκε σχετικά μεγάλος μετά τις "σπουδές" του. Επειδή λοίπον ήταν της πιάτσας κάθε του οικονομιούλα, την έκανε λίρίτσα. Οικογενιάρχης καλός, σοβαρός, ποτά ξενύχτια δεν ήξερε καμια τάνα που και που.
Εκανε εμένα και τον αδελφό μου, λιγο προ χούντας εγώ, μετα χούντας (και τελικής αποφυλάκισης ) τον μικρόνε. Μας μεγάλοσε, μας σπούδασε, μας βοήθησε, όλα καλά. Που και που τσουπ αγόραζε και καμια χρυσή και επειδή ήταν της πιάτσας και είχε φάει και το ξύλο της αρκούδας, όταν βάραγε βάραγε καλά. Κατί σαράφιδες της Ομονοίας που προσπάθησαν να τον κοροιδέψουν μερικές φορές τους τον ακούμπισε κανονικά.
Όταν πήγα να ζητήσω την μανταμ μου από τον μπαμπά της, με συνόδευσε και ο δικός μας. Με το που κοιτιούνται λοιπόν οι συμπεθέροι, γελάνε αγκαλιάζονται και ρίχνουν το κλάμα.
Ηταν γνώριμοι από την εξορία, ομεν δικός μου μέσα από τρα συρματα, ο πεθερός από έξω σποπός. Της ίδιας γενίας, με άλλους πολιτικούς δρόμους. Κομμούνα και φασίστας, αλλα΄με αλληλοεκτίμηση και καλή καρδια και οι δύο. Ο πατέρας μου είχε τρις εξ ου και το παρανόμη.
Ο πεθερός μετά την ευδόκιμη υπηρεσία του στη "Χ", ΛΟΚ κλπ έγινε σκατατσής. Του δώσανε δύο τρεις άδειες βοθρατσίδικών και έκανε πολύ χρήμα. Ηταν όμως μεγαλοπουτανίαρης και γλετσές παντρέφτηκε μεγάλος και έκανε μόνο την μανταμ μου. Όλα καλά πιανο, γαλλικά, χορό κλπ.
Πήγα λοιπόν επισκεψη τις προάλλες, μετα την ανακάλυψη, να τον δω. Η μανταμ του τα είχε προλάβει όλα. Όταν είπιαμε τον καφε μας και τα σχετικά, ο πεθερός με πήγε παράμερα και μου έσκασε το παραμύθι.
Υιέ μου, μου είπε, δεν είσαι σώστος.
Γιατι μπαμπα του λέω.
Έχεις αδελφο μου λέει και οι μίσες χρυσές είναι δικές του.
Κόκαλο εγώ, ύστερα χαμήλωσα το κεφάλι.
Θα του δώσεις μπροστα μου τις 250 άμεσα. Και έγω θα σου δώσω 500 χρυσές δικές μου.
Ξανά κόκαλο εγώ. Ναι μπαμπά.
Για να μην το κάνουμε μυθιστόρημα κάνω σούμα.
500-250( του αδελφού μου)= 250.
250+500 (δώρο του πεθερού για την εντιμη στάση μου)=750
ΑΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ 750 ΧΡΥΣΕΣ ΖΕΣΤΕΣ ΛΙΡΕΣ.
Φυσικά ο τυχερός εργολάβος θα πάρει μόνο 500, τις άλλες στο μπαούλο γκαβάτσα.