Τύπε Ιωάννη, δεν μπορώ να πω ότι δεν μειδίασα με την απάντησή σου, εφόσον σε έχω καταλάβει πια πώς σκέφτεσαι.
Σαν γκρίνια το βίωσα, αλλά αυτό έχει να κάνει και με τα δύο φύλα. Πχ ο Σάντμαν νομίζεις μιρλιάζει λιγότερο;
Πάντως αποφάσισα να γράψω λίγα περισσότερα για την περίπτωσή της, για να τονίσω και ένα άλλο χαρακτηριστικό της που θα έλεγα ότι είναι γυναικεία ιδιαιτερότητα κι έτσι είμαι σίγουρος ότι θα το ευχαριστηθείς
Πρόκειται για την αιτία της γκρίνιας της. Πολλές γυναίκες μετρίων και κάτω δυνατοτήτων παντρεύονται άντρες προφανώς του επιπέδου τους, αλλά τους πρεσάρουν αφάνταστα να δραστηριοποιηθούν για να τις κάνουν βασίλισσες.
Η, ας την πούμε Ευαγγελία, ήταν σερβιτόρα κι εκεί στην δουλειά γνώρισε τον άντρα της. Σερβιτόρος κι αυτός, ωραίο παιδί, συμπαθητικό, αλλά αδύναμος χαρακτήρας. Του έψησε λοιπόν το ψάρι στα χείλη να τα παρατήσουν και να κάνουν δικό τους εστιατόριο. Ο ανθρωπάκος δεν ήταν για τέτοια, ήταν βολεμένος εκεί. Καλός μισθός, καλό αφεντικό, τέλειωνε το ωράριό του και δεν ήθελε σκοτούρες κι ευθύνες. Τον απείλησε όμως με χωρισμό και καθώς ήταν στη μέση και το παιδί, ο άνθρωπος υποχώρησε κι έτσι έκαναν δικό τους εστιατόριο.
Για καλή τους τύχη εκεί κοντά ήταν ένα κατάστημα με είδη γκόλφ, τένις, ιστιοπλοίας κλπ. Πήγε ο μαγαζάτορας να φάει, του άρεσε, το έκανε στέκι κι έφερε κι ένα πλήθος πελάτες του που ήταν όλοι ευκατάστατοι. Το εστιατόριο απογειώθηκε σε χρόνο ρεκόρ, έβγαζαν πολλά λεφτά και ζούσαν το όνειρο. Μόνο που αυτή άρχισε να κάνει όνειρα για αλυσίδα εστιατορίων, ενώ ο τύπος κόλλησε με το γκολφ και περνούσε περισσότερες ώρες στο green παρά στο εστιατόριο. Η τύπισσα άρχισε ξανά τις απειλές, ο τύπος το τρέναρε συνέχεια και τότε αυτή πήρε το παιδί και νοίκιασε αλλού για να τον πιέσει περισσότερο.
Πάνω σε αυτήν τη φάση εμφανίζεται στην ιστορία ο Καλόγερο που είχε μάθει ότι μία ελληνογαλλίδα άνοιξε εστιατόριο και πήγε να το δει.
Πάω λοιπόν, βλέπω χάι περιβάλλον κι αρχίζω να μιλάω για μπίζνες σε ακίνητα. Λίγο μετά αγοράζω 4 κολλητές γκαρσονιέρες σε πολύ χαμηλή τιμή λόγω ανθυγιεινής κατάστασης. Το «ανθυγιεινό» είναι κάποιου είδους «κατάσταση ακινήτων» και δεν ήξερα ακόμα τι ταλαιπωρία θα πέρναγα για να τις ομαλοποιήσω κι έτσι νόμιζα ότι πέτυχα ευκαιρία. Πούλαγα μούρη λοιπόν, ωραιοποιώντας βεβαίως την κατάσταση. Αυτή άκουσε 4 γκαρσονιέρες μαζί και μάλλον με σύγκρινε με τον άντρα της που της έβγαινε η πίστη να τον κάνει να πάρει την παραμικρή απόφαση.
Λίγες μέρες αργότερα με καλεί στη νέα κατοικία, όπου «κατά τύχη» ήταν και η μάνα της που είχε κατέβει από τη Νορμανδία. Η μάνα, ελληνίδα παλιάς κοπής, άρχισε να με περιεργάζεται, ενώ η κόρη φαινόταν πλήρως εξαρτημένη από αυτήν. Εκεί κατάλαβα ότι από τη μάνα θα εξαρτιόταν αν θα πήδαγα την κόρη. Αν η μάνα δεν με ενέκρινε, η ιστορία θα τελείωνε. Βάλθηκα λοιπόν να κερδίσω την εμπιστοσύνη της και φαίνεται ότι τα κατάφερα γιατί τις επόμενες μέρες άρχισαν αγκαλιές και φιλιά.
Το καινούργιο διαμέρισμα ήταν λύση βιασύνης κι ανάγκης, δηλ. σε μαύρο χάλι. Μια μέρα λοιπόν μου λέει να πάω σπίτι, αλλά στο Carnon, μία χάι περιοχή στην παραλιακή, όπου είχε νοικιάσει άλλο.
Ειλικρινά έπαθα πλάκα, ήταν δίπλα στην αμμουδιά, έκαιγε και το τζάκι (χειμώνας γαρ), ξύλινη διακόσμηση, αυλή με δέντρα και λοιπές γκλαμουριές. Και μετά το δείπνο, άρχισε την ιστορία, το πώς βρήκε σε μένα αυτό που περίμενε μια ζωή, το πώς θα χώριζε και δικαιούνταν τη μισή περιουσία από τον άντρα της όπως προέβλεπε ο νόμος καθώς δεν είχαν κάνει προγαμιαίο συμβόλαιο (για την εγκατάλειψη στέγης που είχε κάνει ούτε λόγος) κι άρα μπορούσε να βάλει κεφάλαια να κάνουμε μπίζνες στα ακίνητα μαζί, να ζήσουμε δίπλα στη θάλασσα να κάνουμε ταξίδια παντού κλπ.
Σεξ δεν έγινε γιατί ήταν και το παιδί-ετών-12, το οποίο το κακόμοιρο, όπως κατάλαβα, κοιτούσε να αρπάξει κουβέντες με τα ελάχιστα ελληνικά που ήξερε για να τις μεταφέρει στον πατέρα.
Τις επόμενες μέρες, μου δείχνει μία βεβαίωση ότι γράφτηκε σε σχολή για να γίνει διαπραγματεύτρια ακινήτων. Μέχρι τότε πάντως δεν είχα δει να ρίχνει αλάτι πουθενά, γιατί το έκανε κρυφά να μην την παρεξηγήσω. Η συνέχεια της ιστορίας εξελίχτηκε με πολλά παράπονα για τον άντρα της και πιέσεις προς εμένα να κάνουμε ετούτο κι εκείνο μέχρι που στο τέλος τη βαρέθηκα και της έδωσα δρόμο.