Η ορθή γραφή των λέξεων µιας γλώσσας, η ορθογραφία, είναι ο καθιερωµένος συµβατικός σε κάθε
γλώσσα τρόπος γραφής κάθε λέξης σύµφωνα µε ορισµένες αρχές: την ετυµολογική-ιστορική
προέλευση κάθε λέξης και τη γραµµατικοσυντακτική της λειτουργία. Η πρώτη αφορά στη ρίζα µιας
λέξης και στα στοιχεία που την περιβάλλουν αποτελώντας το θέµα µιας λέξης, η δεύτερη αφορά σε
στοιχεία που δηλώνουν λειτουργίες γραµµατικές (ενικός-πληθυντικός, αρσενικό-θηλυκό-ουδέτερο,
ενεργητική-µεσοπαθητική φωνή, ενεστώτας-αόριστος κ.ο.κ.) ή συντακτικές (υποκείµενο-αντικείµενο,
α΄ πρόσωπο-β΄ πρόσωπο-γ΄ πρόσωπο, προσδιορίζον-προσδιοριζόµενο κ.λπ.) αποτελώντας
συνήθως τα ληκτικά στοιχεία µιας λέξης (κατάληξη, παραγωγικό επίθηµα κ.ά.). Παραδείγµατα: α)
ρίζα: οικ-, θέµα: κατοικ-, οικολογ-, συνοικ-, γραµµατικοσυντακτικά στοιχεία/«κατάληξη»: (κάτοικ)-ος,
(κατοικ)-ώ, (κατοικ)-ία, (οικολόγ)-ος, (οικολογ)-ία, (οικολογ)-ικός, (συνοικ)-ία, (συνοικ)-ισµός, β) ρίζα:
λειπ- / λοιπ- / λιπ- (µεταπτωτικές βαθµίδες της ρίζας), θέµα: εγκαταλειπ-, υπολοιπ-, ελλιπ-, λιποθυµ-,
γραµµατικοσυντακτικά στοιχεία / «καταλήξεις»: (εγκαταλείπ)-ω, (εγκατάλειπ)-ση (εγκατάλειψη),
(υπόλοιπ)-ο, (ελλιπ)-ής, (λιποθυµ)-ώ.
Ας σηµειωθεί ότι στο ξεκίνηµά τους οι λέξεις µιας γλώσσας δηλώνονται σε όλα τα συστατικά τους
(ρίζα – θέµα – καταλήξεις) µε συµβατικό τρόπο. Το -οι- στη ρίζα οικ- (οικ-ία, οίκ-ος) ή το -ι- στην
κατάληξη -ία (φιλ-ία, οµιλ-ία) θα µπορούσε να έχει δηλωθεί διαφορετικά. Ωστόσο, από τη στιγµή που
καθιερώνεται συµβατικά ως δηλωτική της ρίζας ή του θέµατος ή της κατάληξης, µια συγκεκριµένη
γραφή συνδέεται µε τη φυσιογνωµία της λέξης, αποτελεί διαφοροποιητικό και αναγνωριστικό της
σηµασίας στοιχείο, που δεν µπορεί να αλλάξει αυθαίρετα (για απλοποίηση, ευκολία κ.λπ.), εκτός αν
προκύψουν αλλαγές από νεότερες ετυµολογικές έρευνες. Συνιστά στοιχείο της ιστορικής προέλευσης
και φυσιογνωµίας µιας λέξης µε λειτουργικό ρόλο: τη δήλωση µιας ορισµένης βασικής
(«ετυµολογικής» ή «αρχικής») σηµασίας. Έτσι λ.χ. η γραφή οικ- συνδέεται στην Ελληνική µε τη
βασική σηµασία της «κατοικίας» και µε ό,τι έχει σχέση µ’ αυτήν: οικ-ογένεια, οικ-ονοµία, συν-οικ-ία,
έν-οικ-ος, µέτ-οικ-ος, οικ-οτροφείο, οικ-ολογία κ.τ.ό. Ενώ µια άλλη γραπτή δήλωση, µια άλλη
ορθογραφία, µε -ει- λ.χ. ή µε -ι-, θα οδηγούσε σε άλλη λεξική οικογένεια, σε άλλο λεξικό πεδίο
οµορρίζων, σε άλλη ρίζα και σε άλλη σηµασία. Έτσι, η ρίζα εικ- παραπέµπει στα εικ-όνα, εικ-άζω, απ-
εικ-ονίζω, εικ-ασία κ.λπ., η ρίζα ικ- παραπέµπει στα ικ-ανός, ικ-έτης, άφ-ικ-ση (άφιξη) κ.ο.κ.
Με άλλα λόγια, έχουν και οι λέξεις µιας γλώσσας την ιστορία τους, που συνδέεται τόσο µε τη γραφή
τους (τη συµβατική ορθογραφία τους) όσο και µε τη σηµασία τους, που έχει δηλωθεί από µια
συγκεκριµένη γραφή. Και το κυριότερο, συνδέεται, κατά κανόνα, µε µια ολόκληρη οµάδα λέξεων,
συχνά πολύ µεγάλη σε αριθµό, τα καλούµενα οµόρριζα. Αυτή η ιστορική-ετυµολογική-σηµασιολογική,
συµβατικά καθιερωµένη γραφή κάθε λέξης θεωρείται η ορθή γραφή της σε συγκεκριµένη γλώσσα, η
ορθογραφία µιας λέξης, που δεν επιτρέπεται να παραβιασθεί από τα άτοµα µιας γλωσσικής
κοινότητας.
Η αν-ορθογραφία, δηλαδή η παραβίαση του καθιερωµένου τρόπου γραφής µιας λέξης σε
συγκεκριµένη γλώσσα, εκθέτει τον γράφοντα γλωσσικά και, κατ’ επέκταση, µορφωτικά, δηλαδή
κοινωνικά, προκαλώντας δυσάρεστες εις βάρος του εντυπώσεις. Το να γράψεις σε ένα έγγραφο ή σε
µια επιστολή ή σε µια αίτηση το κατοικία ως «κατεικία» (!) ή «κατικία» (!) ή «κατικοία» (!) ή όπως
αλλιώς, γεννά πρόβληµα στον γράφοντα, γιατί προσκρούει στο ορθογραφικό αίσθηµα που έχει
διαµορφωθεί σε µια γλωσσική κοινότητα για την αποδεκτή και θεωρούµενη ορθή γραφή των λέξεων,
που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της γραπτής γλωσσικής επικοινωνίας σε κάθε γλώσσα.