Νέα

Οι παππούληδες και οι «μικροτσούτσουνοι» του μπου!

  • Μέλος που άνοιξε το νήμα blizardeye
  • Ημερομηνία ανοίγματος
  • Απαντήσεις 483K
  • Εμφανίσεις 6M
  • Ετικέτες
    bou classics
  • Tagged users Καμία
  • Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 52 άτομα (0 μέλη και 52 επισκέπτες)

Φευ ή 7ακις φευ; (Έως 4 ψήφους )

  • Φευ.

  • 7ακις φευ.

  • Φευ + 7ακις φευ = 14.

  • Where the Gypsy angels go...

  • You won't sleep alone tonight.

  • Γ.Ο.Κ. + @amjik=Sugar αρμεγουσα!

  • Το τετράγωνο της υποτείνουσας ισούται με φευ!

  • Ο κ. @κωλογερος και ο κ. @ιζνογκουντ.

  • Μια μελαχρινή!


Τα αποτελέσματα είναι ορατά μόνο αφού ψηφίσεις.

brabus67

Σπουδαίος
Εγγρ.
9 Οκτ 2010
Μηνύματα
33.857
Like
15.060
Πόντοι
2.606
«Ν” αγαπάς σημαίνει και να σ” αγαπάνε.. Να μην ξεχνάς ποτέ πόσο ασήμαντος είσαι… Να μη συνηθίσεις ποτέ την ανείπωτη βία και τη χυδαία ανίσοτητα της ζωής γύρω σου… Ν” αναζητάς τη χαρά στα πιο θλιβερά μέρη, να κυνηγάς την ομορφιά μέσα στη φωλιά της… Να μην απλοποιείς ότι είναι περίπλοκο και να μην περιπλέκεις ότι είναι απλό… Πάνω απ” όλα να παρακολουθείς τι συμβαίνει γύρω σου και να προσπαθήσεις να καταλάβεις… Να μην γυρίζεις ποτέ αλλού το βλέμμα σου… και ποτέ μα ΠΟΤΕ να μην ξεχνάς…»
α.ρ
 

brabus67

Σπουδαίος
Εγγρ.
9 Οκτ 2010
Μηνύματα
33.857
Like
15.060
Πόντοι
2.606
Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν. Και τ’ άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους. Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει. Και σαστίζουν. Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά. Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους. Χαρά σ’ αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι. Αν το ‘σκισαν μετά, αν το ‘καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν μάτι στο Θεό. Χαρά σ’ αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της. Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το ‘καναν μόνο και μόνο για να ‘χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν…
α.π
 
OP
OP
blizardeye

blizardeye

Τιμημένος
Εγγρ.
27 Δεκ 2013
Μηνύματα
82.438
Κριτικές
40
Like
26.526
Πόντοι
26.316
Και αυτό καλό είναι!

osYjQHiq.jpeg
 

brabus67

Σπουδαίος
Εγγρ.
9 Οκτ 2010
Μηνύματα
33.857
Like
15.060
Πόντοι
2.606
Πρώτα πρώτα ήταν εκείνη η ιδέα να πάρω τους δρόμους αναζητώντας στην τύχη ένα καλοφτιαγμένο κομψό βαλιτσάκι με βελούδινη επένδυση και επίχρυσο κούμπωμα, να αδειάσω μέσα του τον απόπατό μου και ύστερα να το φυλάξω μακριά από ξένα χέρια και βλέμματα, να το κρατήσω μαζί μου μέχρι να ψοφήσω. Σύμφωνα λοιπόν με κείνη την πρώτη ιδέα, σε κάποιον απ’τους εν λόγω περιπάτους μου σκοντάφτω σε κάτι βαρύ,που δεν είναι άλλο από αυτό το γαμημένο κουτί που αναζητώ. Πιο όμορφο, πιο επιβλητικό απ” όσο το ονειρευόμουνα,ξεπερνάει και τις πιο αποπνιχτικές μου φαντασιώσεις. Τ’ανοίγω και είναι γεμάτο πολύτιμες πέτρες, εκθαμβωτικά μαργαριτάρια, χρυσά και πλατινένια ζάρια. Είμαι ευτυχισμένος, ή μάλλον όχι, αυτό δε λέει τίποτα, επιτέλους υπάρχω κατειλημμένος από τον ίλιγγο και το φούντωμα πριν την ολοκλήρωση της οριακής μου προσδοκίας. Αδειάζω με βιασύνη το μυθικό και συνάμα αδιάφορο περιεχόμενο του στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ που συναντώ και κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά μου ψάχνω μια ήσυχη γωνιά να το γεμίσω επιτέλους με τα μοναδικά τυχαία μου περιττώματα.Μ” όλα αυτά προσπαθώ κι εγώ σαν καθωσπρέπει κυνικός να κρατήσω την απαιτούμενη απόσταση από τον εαυτό μου, εμποδίζοντας τον έτσι να μπει στο πετσί οποιουδήποτε ρόλου, ακόμα και αυτού για τον οποίο μπορεί να γεννήθηκε. Μια τέτοια νύχτα με τέτοιες σκέψεις ο ύπνος θα “ρθει σαν ζαχαρωμένο φαρμάκι. Αυτός ο εύκολος ύπνος που τιμάει μεμιάς ελαφριά και αιθέρια πνεύματα σαν και του λόγου μου. Έρχεται πάντα λίγο πριν τον καλέσω. Μ” αγαπά και με ξέρει καλά. Κι εγώ του παραδίνομαι αμέσως κάτω από τα περιφρονητικά βλέμματα παλιών αγαπημένων φαντασμάτων που ενοικούν μόνιμα πλέον στις σκοτεινές γωνιές της κάμαρας μου. Σταματάω τώρα και χαζεύω όλες αυτές τις λέξεις που άπλωσα πάνω στο ανυπεράσπιστο κωλόχαρτο. Τις σιχαίνομαι. Τις βλέπω αραδιασμένες τη μία δίπλα στην άλλη και νιώθω ανίκανος να συλλάβω το φανερό τους προσωπείο, την καλυμμένη τους προστυχιά, τη ματαιότητα τους. Τις μισώ τόσο που καταλαμβάνομαι από τη μανία να γεννήσω κι άλλες, κι άλλες, στριμώχνοντας όσο πιο πολλές μπορώ, έτσι που στο τέλος να τις δω να ασφυκτιούν, να σαλεύουν απελπισμένες η μια πάνω στην άλλη, να κουλουριάζονται από δύσπνοια, να κλαψουρίζουν παγιδευμένες, να ξεψυχούν. Ως εδώ. Καταλαβαίνω πού το πάω και δεν πρόκειται να με εμποδίσω. Μ” αυτό το κατάφωρο μίσος μου για οποιαδήποτε Τέχνη δεν μπορεί παρά να οδηγηθώ από την πίσω της πόρτα στα κρυφά της σφαγεία, εκεί που ακόμη η αγάπη ελπίζει και ο έρωτας παίρνει μπρος σαν μοτόρι μηχανής του κιμά που περιμένει να περάσω στο χωνευτήρι του την καρδιά μου, πρησμένη από ψόφια λαγνεία, για να μου την ξαναπροσφέρει στις ματωμένες μου χούφτες. Μια λαμπερή τούφα από τα ξανθά μαλλιά της Μ. Πριν συλλάβω οτιδήποτε, σκέφτομαι αμέσως την καταστροφή του. Για την ακρίβεια, η ανάγκη να καταστρέψω κάτι συγκεκριμένο μου δημιουργεί την επιθυμία να το γεννήσω. Εκτροφείο ανάγωγων σκιών. Το θυμάμαι ακόμα. Εκεί μέσα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου.
γ.α
 

brabus67

Σπουδαίος
Εγγρ.
9 Οκτ 2010
Μηνύματα
33.857
Like
15.060
Πόντοι
2.606
Είναι κάτι νύχτες, που τ’αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου. Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά. Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου. Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ” ένα λουλουδάκι. Ούτ” ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει. Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της. «Αυτάαααα! Που είχαμε μείνει;» Σου λέει μ” όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα. Είν” αυτές οι νύχτες, που τ” άστρα κατεβαίνουν χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν. Είναι αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα. Λένε πως ο κατήφορος έχει μόνο αρχή. Λένε πως όταν φτάσεις ως την άκρη του γκρεμού και δώσεις τη βουτιά, φταίει το κεφάλι σου που δεν σε κράτησε. Και στο τέλος, αν κάποιος άλλος σου κατάφερε την τελική σπρωξιά, δικός σου καλεσμένος ήταν. Παρεάκι σου. Μόνο που όποιοι τα κηρύττουν όλ” αυτά, δεν είδαν ποτέ τη θέα από την τελευταία πέτρα του γκρεμού. Βαδίζουν πάντα επί του ασφαλούς. Και το κακό μ” αυτούς είναι πως συνήθως έχουν δίκιο. Διαθέτουν ατσάλινα επιχειρήματα. Στο τέλος, σου γανώνουν το μυαλό. Όμως… Αν έφτασες ως εκεί… Λέμε αν… Αν έφτασες ως εκεί γιατί βιαζόσουνα να μάθεις, τι γίνεται πιο κάτω; Αν είχες πάρει φόρα, γιατί φοβόσουνα μη στήσεις την αγάπη; Αν στο ίσιωμα, που γνώρισες τα κολλητάρια σου, σου χάρισαν το ρούχο της άνοιξης και σε ξελόγιασαν; Κι εσύ πάλι… Ήταν ανάγκη να το φορέσεις κατάσαρκα και να πετάξεις, σαν ηλίθιος, τη στολή παραλλαγής που σου “ραψε η μάνα σου; Λέμε κι εμείς… Διάφορα. Μόνο οι άλλοι θα λένε; Σίγουρα πάντως, την ώρα της πτώσης, έβγαλες μια δυνατή φωνή: «Αγάπη!» κραύγασες. «Αγάπη!» . Οι πάντες ορκίζονται πως δε σ” άκουσαν. Τι φταις εσύ, αν δεν βρέθηκε κάποιος να σου έχει πει πως κι η αγάπη, όταν γίνεται κραυγή, τρομάζει…
α.π
 

brabus67

Σπουδαίος
Εγγρ.
9 Οκτ 2010
Μηνύματα
33.857
Like
15.060
Πόντοι
2.606
Πετάξαμε την ζωή μας, τη ρημάξαμε, την ξεπαστρέψαμε, για ένα τίποτα. Γιατί δεν μας άρεσε το «τοπίο» που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε. Κι ύστερα…. Θελήσαμε να την χτίσουμε από την αρχή. Να φτιάξουμε ένα δικό μας τοπίο. Ένα καινούριο κτήριο. Με τι όμως; Αφού η ψυχή μας δεν διέθετε τα υλικά. Δεν ήξερε να κατασκευάσει το χαρμάνι. Γίναμε εργολάβοι, δίχως να έχουμε ιδέα από οικοδομές. Εμείς μόνο τα σχέδια ξέραμε να κάνουμε. Και όνειρα για ταξίδια. Είμαστε σπεσιαλίστες στη διακόσμηση. Μόνο που μας έλειπε πάντα το οίκημα. Δεν βαριέσαι…. Τουλάχιστον καταφέραμε να διασώσουμε ένα πράγμα:Βαθιά, μέσα στο τσεπάκι της ψυχής μας, κρύψαμε τα ναύλα του ονείρου. Λίγο το ΄χεις; Φτάνει που ονειρευόμαστε. Φτάνει που ενώ τρύπησε το τσεπάκι της ψυχής μας , δεν χάσαμε τα ναύλα του ονείρου. Κι αν τύχει εκείνη την ώρα να φιλιέται ο ήλιος με την πλανεύτρα θάλασσα, απλά αφήστε με εκεί… Είναι Άνοιξη! Απόβραδο.Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να κουβαλήσει τόση ομορφιά. Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι. Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν. Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δε θα είχαν φωλιές για να κρυφτούν. Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το ΄κανα. Λυπήθηκα τ΄ αδέσποτα που διψούσαν. Τώρα… τώρα πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πώς να ποτιστούν τα όνειρα;Παρ΄ όλα αυτά, δε λέω πως δε βρίσκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Μου φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό. Όπως εκείνες οι στιγμές που ζήσαμε, θυμάσαι; Σαν ένα λουλούδι όμορφο, σαν εκείνα τα λίλιουμ στο βάζο, λευκά και πανέμορφα! Πού να θυμάσαι… η δική σου η αγάπη κράτησε τόσο όσο να βρεις μία άλλη αγάπη… κι ας έφυγα πρώτη. Δε σε κατηγορώ… απλά εντυπωσιάστηκα… πόσο εύκολα τελικά αγαπάνε και ξε-αγαπάνε κάποιοι άνθρωποι! Εγώ ό,τι νιώθω, ό,τι σκέφτομαι, ό,τι συναντώ, το ζουλάω άθελά μου, το γρατζουνάω, το σφίγγω περισσότερο απ΄ ό,τι χρειάζεται, περισσότερο απ΄ ό,τι πρέπει. Καμιά φορά και χωρίς να το επιθυμώ, το εγκαταλείπω ή το πετάω. Ακόμα κι αν είναι το καλύτερο. Ακόμα κι αν το αγαπάω. Ακόμα κι ας μην άξιζε να το αγαπήσω… ή ακόμα κι ας μην άξιζα εγώ να αγαπηθώ…
α.π
 

brabus67

Σπουδαίος
Εγγρ.
9 Οκτ 2010
Μηνύματα
33.857
Like
15.060
Πόντοι
2.606
Θυμήθηκα κάποιο πρωί, που είχα πετύχει σ’ ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας, τη στιγμή που έσκαζε το τσώφλι κι ετοιμάζουνταν η μέσα ψυχή να προβάλει. Περίμενα, περίμενα, αργούσε, κι εγώ βιαζόμουν∙ έσκυψα τότε πάνω της κι άρχισα να τη ζεσταίνω με την ανάσα μου. Τη ζέσταινα ανυπόμονα, και το θάμα άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, με γοργό παρά φύση ρυθμό∙ το τσώφλι άνοιξε όλο, η πεταλούδα πρόβαλε. Μα ποτέ δε θα ξεχάσω τη φρίκη μου: τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα, όλο της το κορμάκι έτρεμε και μάχουνταν να τα ξετυλίξει, μα δεν μπορούσε∙ μαχούμουν κι εγώ με την ανάσα μου να τη βοηθήσω. Του κάκου∙ είχε ανάγκη από υπομονετικό ωρίμασμα και ξετύλιγμα μέσα στον ήλιο, και τώρα πια ήταν αργά∙ η πνοή μου είχε ζορίσει την πεταλούδα να προβάλει πριν της ώρας, ζαρωμένη κι εφταμηνίτικη. Βγήκε αμέστωτη, κουνήθηκε απελπισμένη, και σε λίγο πέθανε στην απαλάμη μου. Το πουπουλένιο κουφάρι αυτό της πεταλούδας θαρρώ πως είναι το μεγαλύτερο βάρος που έχω στη συνείδησή μου. Και να, σήμερα κατάλαβα βαθιά: είναι θανάσιμο αμάρτημα να βιάζεις τους αιώνιους νόμους∙ έχεις χρέος ν’ ακολουθάς τον αθάνατο ρυθμό μ’ εμπιστοσύνη.
ν.κ
 

brabus67

Σπουδαίος
Εγγρ.
9 Οκτ 2010
Μηνύματα
33.857
Like
15.060
Πόντοι
2.606
Σταματώντας στην άκρη του λιμανιού για ν” αγναντέψω τους γλάρους, το λυπημένο μου πρόσωπο τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου, που γύριζε σ” εκείνη την περιοχή. Είχα αφαιρεθεί κοιτάζοντας τα αιωρούμενα πουλιά, που ζυγιάζονταν κι εφορμούσαν για να βρούνε κάτι να φάνε, μα χωρίς αποτέλεσμα. Το λιμάνι ήταν έρημο, το νερό πράσινο, πηχτό από τ” ακάθαρτο πετρέλαιο και στο λεπιδωτό δέρμα του έπλεε κάθε λογής σαβούρα. Πλοίο πουθενά, ο γερανός σκουριασμένος, οι αποθήκες ρεπιασμένες.Στα μαύρα ερείπια της αποβάθρας ούτε ποντίκια δεν κατοικούσαν πια νέκρα. Εδώ και χρόνια ήταν κομμένη κάθε σχέση με τον έξω κόσμο. Είχα καρφώσει το βλέμμα σ” ένα γλάρο και παρακολουθούσα το πέταγμα του. Με τον τρόμο χελιδονιού που προαισθάνεται κακοκαιρία πετούσε σχεδόν πάντα κοντά στην επιφάνεια του νερού και μόνο πότε πότε ξεθάρρευε ν” ανέβει ψηλά κρώζοντας, να σμίξει το δρόμο του με κείνον των συντρόφων. Αν λαχταρούσα κάτι, ήταν χωρίς άλλο ένα ψωμί να ταϊσω τους γλάρους, να το κόψω κομμάτια και στο ανάκατο πέταγμα να βάλω ένα άσπρο σημάδι, ένα στόχο που κατά πάνω του θα πετούσαν. Ρίχνοντας ένα κομμάτι ψωμί σ” αυτό το ανεβοκατέβασμα των μπερδεμένων τροχιών που έκρωζε, να τους κατεύθυνα σα να “τανε δεμένοι με σχοινιά. Μα ξαφνικά έπεσε πάνω μου το χέρι της εξουσίας και μια φωνή είπε: «Ακολούθα με!». Ολομιάς το χέρι δοκίμασε να με τραβήξει απότομα από την πλάτη και να με στριφογυρίσει βίαια. Εγώ στυλώθηκα, το τίναξα κι είπα συγκρατημένα: «Σίγουρα δεν είστε καλά!». «Συνάδερφε», είπε πριν ακόμα καταφέρω να τον καλοκοιτάξω, «σε προειδοποιώ». «Αφεντικό…», ανταπόδωσα. «Δεν υπάρχουν αφεντικά», φώναξε οργισμένος. «Συνάδερφοι είμαστε όλοι.» Τώρα στεκόταν δίπλα μου, με κοίταξε από το πλάι κι ήμουν αναγκασμένος να συγκεντρώσω το βλέμμα μου, που πλανιόταν ευτυχισμένα, και να το βυθίσω στην αλύγιστη μάτια του. Ήταν σοβαρός σα βουβάλι που δεκαετίες ολόκληρες δεν καταβρόχθιζε άλλο από καθήκον. «Για ποιο λόγο;…» πήγα να πω. «Για σοβαρό λόγο», είπε. «Για το λυπημένο σου πρόσωπο». Γέλασα. «Άσε τα γέλια!». Η οργή του ήταν πραγματική. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως το “κανε έτσι από ανία, μιας και δεν έβρισκε να συλλάβει ούτε μια αδήλωτη, ούτε ένα μεθυσμένο ναύτη, ούτε κλέφτη ή δραπέτη, μα είδα πως δεν αστειευόταν: Εμένα ήθελε να πιάσει. «Ακολούθα με!…». «Μα γιατί;» ρώτησα συγκρατημένα… … «Ο νόμος διατάζει να είσαι ευτυχισμένος!». «Είμαι ευτυχισμένος», φώναξα. «Το λυπημένο σου πρόσωπο;»κούνησε το κεφάλι…. …Μπήκαμε σε χώρο σχεδόν αδειανό, που είχε μόνο γραφείο με τηλέφωνο και δυο καθίσματα, εγώ έπρεπε να σταθώ στη μέση, ορθός. Ο πολιτσμάνος έβγαλε το κράνος και κάθισε. Επικράτησε πρώτα απόλυτη σιωπή κι απραξία. Έτσι το συνήθιζαν πάντα. Δεν υπάρχει χειρότερο. Ένιωθα το πρόσωπο μου να καταρρέει ολοένα περισσότερο, ήμουν κουρασμένος και πεινασμένος κι είχε χαθεί και το τελευταίο ίχνος από κείνη την ευτυχία της θλίψης, γιατί το “ξερα πως ήμουν πια χαμένος. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα μπήκε χωρίς να πει λέξη ένας χλωμός ψηλός άντρας με τη μαυριδερή στολή του προανακριτή. Κάθισε χωρίς να πει λέξη, και κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου. «Επάγγελμα;» «Μονάχα συνάδερφος.» «“Έτος γεννήσεως;» «Πρώτη πρώτου του Ένα», είπα. «Τελευταία ασχολία;» «Κατάδικος.» Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. «Πότε και από πού απολύθηκες;» «Χτες από το κτίριο 12, κελλί 13.» «Τόπος προορισμού;» «Για την πρωτεύουσα.» «Χαρτί!» Έβγαλα από την τσέπη το αποφυλακιστήριο και του το “δωσα. Το καρφίτσωσε στην πράσινη καρτέλλα, που είχε αρχίσει να συμπληρώνει με τα στοιχεία μου. «Προηγούμενη παράβαση;» «Χαρούμενο πρόσωπο.» Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. «Εξήγησε!» είπε ο προανακριτής. «Παλιά τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου το χαρούμενο πρόσωπο μου, μέρα που είχε διαταχθεί γενικό πένθος. “Ηταν η μέρα που πέθανε ο αρχηγός.» «Διάρκεια ποινής;» «Πέντε.» «Έκτιση;» «Άσχημα.» «Αιτία;» «Πλημμελής αφοσίωση στην εργασία.» «Αρκετά!» Ο προανακριτής σηκώθηκε, ήρθε κατά πάνω μου και μ” ένα χτύπημα μου “σπασε κυριολεκτικά τα τρία μεσαία μπροστινά δόντια, σημάδι πως για λόγους υποτροπής έπρεπε να στιγματιστώ μ” αυστηρά μέτρα, που δεν είχα λογαριάσει. Ο προανακριτής έφυγε και μπήκε μέσα ένας χοντρός τραμπούκος με κατάμαυρη στολή: ο ανακριτής. Με χτύπησαν όλοι: ο ανακριτής, ο ανώτερος ανακριτής, ο προϊστάμενος ανακριτής, ο επίτροπος και ο πρόεδρος και μαζί τους ο πολιτσμάνος εξάντλησε τη «λήψη» όλων των «σωματικών μέτρων», καθώς ο νόμος πρόσταζε. Και μου “ριξαν δέκα χρόνια φυλακή για το λυπημένο μου πρόσωπο, έτσι ακριβώς όπως πριν πέντε χρόνια μου είχαν ρίξει πέντε χρόνια φυλακή για το χαρούμενο πρόσωπο μου. Αν αντέξω τα επόμενα δέκα χρόνια της ευτυχίας και του σαπουνιού, είμαι αληθινά αναγκασμένος να φροντίσω να μείνω ολότελα δίχως πρόσωπο.
χ.μ
 

κωλο-γερος

Ανώτατος
Εγγρ.
7 Οκτ 2008
Μηνύματα
33.019
Κριτικές
36
Like
40.178
Πόντοι
19.795
Απορω με ορισμενες γυναικες που κλαψουριζουν στους συντροφους τους οτι δεν τις αγαπανε πια. Για να σε αγαπαει ο αλλος πρεπει
να του κανεις πραγματα που θα κερδισουν την αγαπη του. Η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΧΑΡΙΖΕΤΑΙ. ΚΕΡΔΙΖΕΤΑΙ.
                                                                                          Κωλο-γερος
 

Stories

Νέο!

Stories

Top Bottom