Η ιστορία της Μ
(τα γεγονότα που αναφέρονται είναι απολύτως πραγματικά. Για ευνόητους λόγους χρησιμοποιούνται φανταστικά ονόματα)
Ο δικηγόρος μας Β (ας πούμε), γέμισε το κρυστάλλινο ποτήρι του με παλαιωμένο απόσταγμα Σκωτίας, που κόντευε ήδη να τελειώσει. Η μόνη πνευματική του λειτουργία ήταν το μεθύσι τον τελευταίο καιρό. Κουρασμένος και άυπνος από μια νύχτα, που και λευκή της Αγίας Πετρούπολης να ήταν, θα ήταν πιο ξεκούραστη. Ήταν μόλις μια εβδομάδα νωρίτερα, όταν στο κολυμβητήριο που πλατσουρίζει, φλερτάριζε με μια κοπέλα που τον ενθουσίασε. Ό,τι πιο hot είχε συναντήσει τον τελευταίο καιρό! Βέβαια, ο χαρακτηρισμός «κοπέλα» θα πρέπει να αναζητηθεί στις στρεβλωμένες αντιλήψεις του, μια και η εν λόγω «κοπέλα» είχε ήδη βιώσει καναδυό παγκοσμίους πολέμους. Αλλά δε βαριέσαι, κι εμείς ήμασταν καλύτεροι κάποτε, ας μην κολλήσουμε σε μερικές δεκαετίες. Με την καταγωγή της όμως από τη Βρετανική μεγαλόνησο, το sex appeal της φάνταζε ακαταμάχητο στην ματαιόδοξη σφαίρα του. Σε κάποια SMS που ανταλλάχθηκαν, του υποσχέθηκε να τον υποδεχθεί με ζαρτιέρες στο loft της, σε αριστοκρατική περιοχή της Θεσσαλονίκης. Λογικό να τον περιμένει με ζαρτιέρες, γιατί την ημερομηνία που τις είχε προμηθευτεί, δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη τα καλσόν … Η βραδιά ήταν όσο ανηλεής μπορούσε! Σεξουαλικά υστέρησε με διαφορά μόλις πεσμένου στήθους! Διέκρινε βέβαια ο οξυδερκής δικηγόρος κάποια δείγματα άκρατης σφιχτοχεριάς της … Απολαμβάνοντας πλέον το single malt του αναλογίστηκε «Τι διάολο; Υγρά μπαταρίας με πάγο μου πρόσφερε όλο το βράδυ;»
Τη στιγμή που τέλειωνε το ποτό του με θόρυβο, σαν παιδί που δε χορταίνει με το αναψυκτικό του, η πόρτα του γραφείου του χτύπησε διακριτικά. Κοίταξε το ρολόι του. «Μα ποιος μαλάκας να ‘ναι τέτοια ώρα;» αναλογίστηκε ευγενικά. Μόλις 9 το πρωί! Η πόρτα άνοιξε και η κάσα της πήρε τη μορφή φωτοστέφανου στο πλάσμα που φανερώθηκε! Έμοιαζε σα ζωγραφιά από παλιό παραμύθι! Ως συνήθως ξεκίνησε από τα πόδια της. Δυο ατέλειωτες ευθείες, λες και κάποιος τις είχε ισιώσει χρησιμοποιώντας θεοδόλιχο. Το ως άνω μέρος τους, το πλαισίωνε αγωνιώντας μια κρεμ δερμάτινη φουστίτσα, που κάθε φορά που η κοπέλα κουνιόταν, αυτή έτριζε προσπαθώντας να συγκρατήσει το περιεχόμενο της, σαν παλαμάρια που προσπαθούν να συγκρατήσουν το πλοίο δεμένο στο λιμάνι. Ανηφόρισε στο λευκό μεταξωτό πουκάμισο της, με δυο κουμπιά αδέσποτα, να υπόσχονται βυζιά νοσηρής φαντασίας. Λίγο παραπάνω, αλλά λίγο λιγότερο από τα δύο μέτρα από το πάτωμα, ολόχρυσα μαλλιά, ήλιος που πρόβαλε πάνω από τα σύννεφα! Του χαμογέλασε λαμπερά και ήταν σα να έστρεψαν στο πρόσωπό του προβολείς αυτοκινήτου. «Καλημέρα! Είμαι η Μανάρι (ας πούμε), η νέα σας γραμματέας!»
Μα ήταν κιόλας Δευτέρα; Πως το ξέχασε; Αντιπαλεύοντας τις αλκοολούχες αναθυμιάσεις του εγκεφάλου του, προσπαθούσε να αξιολογήσει τη καινούργια του γραμματέα. Στην κλίμακα Ρίχτερ της έβαζε τουλάχιστον 8. Αμέσως θυμήθηκε τα Μαθηματικά από το σχολείο: S=EX[size=8pt]2[/size]. Της πρότεινε να περάσει μέσα και την κοίταζε καθώς περπατούσε. Χαιρόταν να βλέπει την πλάτη της. Για την ακρίβεια χαιρόταν που έβλεπε τα οπίσθια της.
Συνεχίζεται …