Να μην επιτρέπουμε στους «Ελληναράδες» δύο μέτρα και δύο σταθμά:
Ημερομηνία δημοσίευσης: 22/01/2010
Του Διονύση Συκιώτη*
Πιο παλιά τους λέγαμε «φασιστόμουτρα» και έκλεινε το θέμα. Ακόμα πιο παλιά, στο διάστημα της κατοχής, τους λέγαμε «ταγματασφαλίτες» (ή «ταγματαλήτες»). Ο ευφημισμός «Ελληναράδες» (εμείς οι νεοέλληνες τα πάμε καλά με τους «ευφημισμούς») εφευρέθηκε για να δώσουμε ευκαιρία στη λήθη να σκεπάσει πολλά από τα συμβάντα εκείνων των δίσεκτων χρόνων.
Ο φασίστας, μεταξύ άλλων, είναι και ρατσιστής. Ο ρατσισμός του νεοέλληνα φασίστα είναι για γέλια και για κλάματα. Επηρεασμένος από την πλύση εγκεφάλου, που την ονομάζουν μάθημα Ιστορίας στα ελληνικά σχολεία και τις ανοησίες του κάθε χουντοχριστόδουλου, δηλώνει απόλυτα σίγουρος για το «όμαιμον» όλων των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας και βέβαιος ότι όλοι εμείς οι νεοέλληνες έχουμε ένα μερίδιο από τα γονίδια των ενδόξων προγόνων μας αρκετά μεγάλο ώστε να εγγυάται την… ανωτερότητα της «φυλής» μας. Αγνοεί το ότι για αιώνες δεν υπήρχε ελληνικό έθνος και ότι στη ρωμαιοκρατούμενη Ελλάδα οι κάτοικοι αποτελούνταν από μια πανσπερμία εισβολέων και ντόπιων (ουσιαστικά παλαιότερων εισβολέων), κι ότι σχεδόν κανένας δεν δήλωνε Έλληνας.
Πάνω απʼ όλα ο «Ελληναράς» αγνοεί ή δεν θέλει να παραδεχτεί ότι ο μόνος ορισμός του σημερινού Έλληνα που ευσταθεί ιστορικά και λογικά είναι ο βενιζέλειος ορισμός: Έλληνας είναι όποιος δηλώνει Έλληνας, δηλαδή ένα άτομο με ελληνική εθνική συνείδηση.
Ο βενιζέλειος ορισμός του Έλληνα δίνει και τη λύση σε ένα πρόβλημα που έχει προκύψει στην οικογένειά μας στη μακρινή Αυστραλία. Όταν λένε στη μικρή μου εγγονή (μοναχοπαίδι του δεύτερου γιου μου, εφτάμισι χρονών) ότι μόνο ένας από τους γονείς των γονιών της (ο υπογράφων) είναι Έλληνας, βάζει τις φωνές και δηλώνει Ελληνίδα. Επιπλέον κατσαδιάζει τον πατέρα της που δεν της μιλάει ελληνικά και υποχρέωσε τους γονείς της να της πάρουν δασκάλα για ιδιαίτερα μαθήματα στην ελληνική γλώσσα. Αν αυτός ο αυτοπροσδιορισμός παραμείνει ο ίδιος και μετά την ενηλικίωσή της, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η εγγονή μου είναι Ελληνίδα (το νομικό μέρος του προβλήματος έχει ήδη τακτοποιηθεί).
Επανερχόμενοι στο θέμα μας, οι πιο αξιοθρήνητοι Ελληναράδες είναι οι μετανάστες Ελληναράδες. Εδώ και λίγες δεκαετίες φεύγανε τα νιάτα απʼ την πατρίδα μας, που βρίσκονταν σε κακό χάλι μετά από τον πόλεμο, κατοχή και εμφύλιο (1940-1950). Στην Αυστραλία πήγα κι εγώ για σπουδές. Έγινα χημικός, αλλά και μαρξιστής - λενινιστής. Το δεύτερο απέκλεισε τον επαναπατρισμό μου για 26 χρόνια, οπότε εξελίχθηκα κι εγώ σε μετανάστη.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία είπαν «ναι» στην ενσωμάτωση (συμμετοχή στην πολιτική και συνδικαλιστική ζωή της Αυστραλίας) και «όχι» στην αφομοίωση. Θέλαμε να παραμείνουμε Έλληνες με όλες τις ιδιαιτερότητές μας: θρησκεία, παιδεία, έθιμα κ.λπ. Πιστεύαμε ότι η αφομοίωση χρειάζεται πολύ χρόνο, και ούτε είναι επιθυμητή, γιατί μια κοινωνία με διαφορετικότητες, μια πολυπολιτισμική κοινωνία, είναι πιο σφριγηλή, πιο ζωντανή.
Οι Ελληναράδες βέβαια δεν μπορούσαν παρά να αντισταθούν στον ειδεχθή ρατσισμό των Αγγλοαυστραλών (κοκκινόκωλους τους έλεγε η παρέα μου). Αυτό το φαινόμενο βέβαια είναι η ιλαροτραγική πλευρά του ρατσισμού. Οι ρατσιστές διαφόρων προελεύσεων αλληλομισούνται. Το σκεπτικό τους πολύ απλό: «Εφʼ όσον εμείς είμαστε ο εκλεκτός λαός, δεν επιτρέπεται να αφομοιωθούμε μʼ αυτά τα σκύβαλα που πίνουν για να μεθάνε, που η μπάλα τους έχει το σχήμα πεπονιού κ.λπ.»
Αυτοί λοιπόν οι Ελληναράδες μετανάστες πρέπει να στείλουν σαφές μήνυμα στους ομοϊδεάτες τους στην Ελλάδα ότι δεν επιτρέπεται να ζητούν την αφομοίωση, δηλαδή την πολιτισμική εξαφάνιση των μεταναστών, αλλά και των ντόπιων μειονοτήτων στην Ελλάδα. Δεν επιτρέπουν οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αν εξακολουθήσει το «καρατζαφέρειον» σινάφι να κατατρέχει τους μετανάστες στην Ελλάδα, θα δίνει ουσιαστικά συγχωροχάρτι στους Αγγλοαυστραλούς ομοϊδεάτες τους, που φέρθηκαν σκαιά για δεκαετίες στον εκεί Ελληνισμό, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων ομοϊδεατών τους.
* Ο Διονύσης Συκιώτης είναι χημικός περιβαλλοντολόγος