Τούρκοι και Πομάκoι στην ελληνική Θράκη
Ημερομηνία δημοσίευσης: 27/09/2009
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμέλεια), Το ανομολόγητο ζήτημα των μειονοτήτων στην ελληνική έννομη τάξη, Κριτική 2008, σελ. 224
ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Το «Μακεδονικό» της Θράκης, Κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους (1956-2006), Βιβλιόραμα 2009, σελ. 319
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗ*
Το μειονοτικό της Θράκης έχει κεντρίσει το ερευνητικό ενδιαφέρον τα τελευταία 10-15 χρόνια πολλών επιστημόνων διαφορετικών κλάδων. Διδακτορικές διατριβές και διπλωματικές εργασίες, πολιτικής επιστήμης, δικαίου, ιστορίας, γλωσσολογίας, ανθρωπολογίας ή των επιστημών της εκπαίδευσης, προσπαθούν να απαντήσουν σε ερευνητικά ερωτήματα που συνθέτουν την πολυπλοκότητα των σχέσεων που συσχετίζονται με τη μειονότητα, τις εσωτερικές της πτυχές, τα εμπλεκόμενα κράτη και τις πολιτικές τους, τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν. Δεν είναι ασφαλώς εύκολο πεδίο έρευνας, καθώς ιδεολογικοί προσανατολισμοί και συναισθηματικές στάσεις προκαταλαμβάνουν συχνά το ερευνητικό αποτέλεσμα, μειώνοντας την επιστημονική του αξιοπιστία. Δύο βιβλία που πρόσφατα κυκλοφόρησαν καταπιάνονται με τη μειονότητα της Θράκης από διαφορετική σκοπιά και μέθοδο: το ένα είναι συλλογικό έργο μιας σειράς άρθρων νομικού περιεχομένου, και το άλλο μονογραφία πολιτικής ιστορίας. Το πρώτο αφορά και τους Τούρκους, μεταξύ άλλων, ενώ το δεύτερο αφορά τους Πομάκους• και τα δύο φέρνουν μια σύγχρονη ματιά στην περί μειονοτικών πραγμάτων συζήτηση.
Το πρώτο βιβλίο, που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Χριστόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με τίτλο Το ανομολόγητο ζήτημα των μειονοτήτων στην ελληνική έννομη τάξη, θέτει το μείζον ζήτημα των γκρίζων παρυφών του κράτους δικαίου που περιβάλλει το καθεστώς των μειονοτικών ομάδων. Το βιβλίο, εκτός των άλλων, κυρίως στα άρθρα των Δημήτρη Δημούλη και Χρήστου Παπαστυλιανού, παρουσιάζει και σχολιάζει το δικαίωμα στην σύσταση συλλόγων με εθνικό προσωνύμιο. Οι πρόσφατες υποθέσεις της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης», των «Τούρκων Γυναικών Ν. Ροδόπης» και της «Μειονότητας Νέων Έβρου», και οι καταδικαστικές για την ελληνική κυβέρνηση αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δίνουν το έναυσμα για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, σχετικά με τα όρια του νομικού μας πολιτισμού και τις ιδεολογικές του αγκυλώσεις. Οι αγκυλώσεις αυτές φαίνεται ότι είναι βαθιά ριζωμένες σε ένα ιδεολογικά αυτιστικό περιβάλλον. Το πρόβλημα εστιάζεται στις εμμονές άρνησης της ύπαρξης των ίδιων των φαινόμενων, και εν προκειμένω μιας μειονοτικής ομάδας, με την επίκληση μάλιστα ενός ακραίου νομικισμού: «Η Συνθήκη της Λοζάννης δεν αναφέρει Τούρκους αλλά μουσουλμάνους, άρα Τούρκοι δεν υπάρχουν στη Θράκη». Το επιχείρημα, το οποίο δεν μπορεί να στηριχτεί σε καμία νομική λογική, έχει χρησιμοποιηθεί από δικαστήρια και μάλιστα ανώτατου βαθμού, για να απαγορεύσει στα προαναφερόμενα σωματεία την άδεια λειτουργίας. Η υπόδειξη της νομικής ανωμαλίας χρειάστηκε να έρθει από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ωστόσο, η πρόσφατη απόφαση του Πρωτοδικείου της Αλεξανδρούπολης (405/2008), να μην εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου σχετικά με την εγγραφή του Συλλόγου Μειονότητας Νέων Έβρου, γιατί δήθεν δεν δεσμεύεται από αυτήν, αποτελεί ανησυχητικό δείγμα του αυτισμού του δικαστικού και πολιτικού κατεστημένου.
Τον τόμο συμπληρώνουν οι μελέτες του Νίκου Αλιβιζάτου, σχετικά με τα όρια του κοινοτισμού και της θρησκευτικής ελευθερίας, ζήτημα το οποίο έχει άμεση σχέση με την αυτονομία της μειονότητας της Θράκης σε θρησκευτικά και εκπαιδευτικά ζητήματα. Η Σοφία Παπαπολυχρονίου και ο Μιχάλης Τσαπόγας συζητούν τα όρια της επικρατούσας θρησκείας και των υπόλοιπων θρησκευτικών ομάδων, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο και τη νομολογία. Τέλος, ο υποφαινόμενος και ο επιμελητής του τόμου αναφέρονται στις πολιτικές και το δίκαιο που είχε υιοθετήσει η Κρητική Πολιτεία σχετικά με τους μουσουλμάνους και τη σύγχρονη εμπειρία της πολυπολιτισμικότητας, στο σύγχρονο ελληνικό δίκαιο.
Το βιβλίο του ιστορικού και δημοσιογράφου Τάσου Κωστόπουλου, Το «Μακεδονικό» της Θράκης, Κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους (1956-2006), αποτελεί καρπό πολυετούς εξαντλητικής έρευνας σε αρχειακό υλικό και στη σχετική βιβλιογραφία, δημοσιογραφική και επιστημονική. Ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί τις πολιτικές διαστάσεις του ζητήματος των Πομάκων, δηλαδή των σλαβόφωνων/βουλγαρόφωνων μουσουλμάνων της Θράκης. Γλώσσα, πολιτισμός και θρησκεία αποτέλεσαν πεδίο ανταγωνισμών μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής πολιτικής, που ανάλογα με τις μεταξύ τους σχέσεις, επιδόθηκαν σε έναν αγώνα ιδεολογικού προσεταιρισμού των Πομάκων, τουλάχιστον τα τελευταία 60 χρόνια. Η χρήση προνομίων, υποτροφιών, συντάξεων και επιδομάτων, αλλά και μέσων επιτήρησης, όπως η ζώνη επιτήρησης, η περιβόητη «μπάρα», χρησιμοποιήθηκαν και από τα δύο κράτη ως μέσα επίτευξης της διάσπασης της μειονότητας, από ελληνικής πλευράς, ή, αντίθετα, της ομογενοποίησής της, από τουρκικής. Δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να μπουν στο παιχνίδι και ιδιωτικοί φορείς, ή σύλλογοι, με στόχο την ανάδειξη της ιδιαίτερης γλώσσας και πολιτισμού των Πομάκων (ακόμα και την επικαλούμενη αρχαιοελληνική τους καταγωγή) από «ελληνικής πλευράς», ή, αντίστροφα, τον τουρκικό τους πολιτισμό και καταγωγή, από «τουρκικής πλευράς». Μάλιστα, ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, εκτός από το ότι δεν άφησε κανένα περιθώριο να αναπτυχθεί αυτόνομα ο όποιος πομακικός εθνισμός και ταυτότητα∙ κινήθηκε συχνά σε μια γκρίζα νομιμότητα, στις παρυφές του κράτους δικαίου.
Και τα δύο βιβλία διερευνούν θέματα που συχνά μένουν στη σκιά των συζητήσεων, προσφέροντας πλούσιο υλικό γνώσης, αλλά και αναστοχασμού• για να αντιληφθούμε κυρίως τι είναι εκείνο που προκαλεί τα αντανακλαστικά άρνησης ότι στην Θράκη υπάρχουν Τούρκοι (για τους «Έλληνες») ή Πομάκοι (για τους «Τούρκους»). Η πρόσληψη των «ανεπιθύμητων άλλων» συχνά είναι βαθιά ριζωμένη σε ιδεολογικοπολιτικές θέσεις, που αποσκοπούν στο να επιβάλουν ή να αποφύγουν τις θέσεις του «αντιπάλου» και όχι να επιχειρηματολογήσουν για τα πραγματολογικά στοιχεία τις έκφρασης των όποιων εθνοτικών/εθνικών ταυτοτήτων. Τα δύο βιβλία προφέρουν χρήσιμο υλικό για να αντιληφθεί κανείς τους όρους της εθνοτικής μηχανικής, που διαμόρφωσε και συνεχίζει να διαμορφώνει ταυτότητες και πολιτικές, με μονολιθικές ουσιοκρατικές λογικές.
Η συντήρηση μια ρητής ή λανθάνουσας υποψίας, ότι ο «εθνικά άλλος» δεν μπορεί να είναι καθʼ όλα «ίδιος με εμάς», δημιουργεί ένα σαθρό θεσμικό και πολιτικό έδαφος, σε κάθε προσπάθεια θεσμικής παρέμβασης στη μειονότητα της Θράκης. Μπορεί να συμβαδίζει η ιδιότητα του έλληνα πολίτη με την τουρκική ή άλλη εθνική συνείδηση; Ο διαχωρισμός μιας πληθυσμιακής ομάδας βάσει θρησκείας αποτελεί θεσμικό ανάχωμα που γκετοποιεί την τουρκο-μουσουλμανική μειονότητα, θεωρώντας δεδομένη την υποχρεωτική θρησκευτικοποίηση των μελών της. Έτσι, οι μειονοτικοί αποτελούν μια ειδική, εξαιρετική κατηγορία πολιτών, οι οποίοι «είναι και πρέπει να παραμείνουν μουσουλμάνοι», χωρίς να μπορούν να μεταβάλουν το περιεχόμενο της ταυτότητάς του, δηλαδή να αναγνωριστούν ως άθρησκοι, άθεοι ή ό,τι άλλο αυτοί επιλέξουν, δικαίωμα κεκτημένο, έστω και θεωρητικά, για όλους τους άλλους πολίτες.
*Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι νομικός, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας