Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, στην πολύπαθη Θράκη, ισχύει ακόμη ο ιερός ισλαμικός νόμος (σαρία), και μάλιστα σε μία από τις πλέον αναχρονιστικές εκδοχές του.
Η σαρία δεν εφαρμόζεται σε κανένα άλλο σημείο της Ευρώπης, έχει καταργηθεί από το 1926 στην Τουρκία, ενώ ακόμη και τα ισλαμικά κράτη προχωρούν σε κάποιες αργές βελτιώσεις της, φροντίζοντας να την ενσωματώσουν στον Αστικό τους Κώδικα.
Αντιθέτως, ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει στη Δυτική Θράκη, όπου οι γυναίκες της μειονότητας συνεχίζουν να υφίστανται ένα νομικό καθεστώς που παραβιάζει με τον πλέον κατάφωρο τρόπο θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους. Το μερίδιο της ευθύνης που αναλογεί στην ελληνική πολιτεία είναι ανυπολόγιστο.
Νομικές ασάφειες
Ας δούμε περί τίνος ακριβώς πρόκειται: οι υποθέσεις των ελλήνων μουσουλμάνων πολιτών της μειονότητας που αφορούν ζητήματα Οικογενειακού και Κληρονομικού Δικαίου ρυθμίζονται παραδοσιακά βάσει του Ιερού Ισλαμικού Νόμου. Ερμηνευτής του Ιερού Δικαίου είναι ο μουφτής, ενώ ο καδής κατέχει τη θέση του προέδρου του μουσουλμανικού ιεροδικείου.
Οι δύο διακριτοί αυτοί ρόλοι έχουν καταργηθεί στην Ελλάδα από το 1913 και έκτοτε ο μουφτής εκτελεί και χρέη ιεροδίκη. Σήμερα, στη Δυτική Θράκη λειτουργούν τρία ιεροδικεία (Ξάνθης, Κομοτηνής, Διδυμοτείχου), ενώ οι μουφτήδες διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, είναι δημόσιοι υπάλληλοι με θέση γενικού διευθυντή.
Ποιες, ωστόσο, κατηγορίες πολιτών αφορά η εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου; Η άποψη σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή της σαρία αφορά μόνο τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους νομικούς. Κατά την Αθηνά Κοτζάμπαση, για παράδειγμα, πρόκειται για τοπικό δίκαιο που αφορά μόνο τη μειονότητα της Δυτ. Θράκης, ενώ κατά τον Γιάννη Κτιστάκι πρόκειται για προσωπικό δίκαιο που αφορά όλους τους έλληνες μουσουλμάνους, κατοίκους της ελληνικής επικράτειας.
(Εξαίρεση αποτελούν οι μουσουλμάνοι της Δωδεκανήσου για τους οποίους ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις του Ιερού Νόμου, ενώ ο μουφτής της Ρόδου δεν άσκησε ποτέ μετά την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα το 1947 αρμοδιότητες ιεροδίκη).
Ασάφεια επικρατεί και ως προς το κατά πόσον έχουν οι έλληνες μουσουλμάνοι το δικαίωμα να επιλέξουν το είδος της δικαιοσύνης στην οποία θα προσφύγουν. Οι απαντήσεις και πάλι ποικίλλουν και, όπως σημειώνει σχετικά ο Γ. Κτιστάκις, μόνο το Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών έκρινε ότι, εφόσον ο Ιερός Νόμος παραβιάζει τα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως αυτά ορίζονται από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η πολιτεία οφείλει να παράσχει στον μειονοτικό τη δυνατότητα να διαλέξει μεταξύ μουφτή και τακτικού πολιτικού δικαστηρίου (απόφαση 405/2000).
Γυναίκες της μειονότητας από τα χωριά Φιλλύρα και Εχίνος (κάτω).
Είναι βέβαιο ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει τις οικογενειακές έννομες σχέσεις των μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών προκύπτουν από το γεγονός ότι οι σχέσεις αυτές καθορίζονται από ένα πολύπλοκο πλέγμα διεθνών συνθηκών και εγχώριων νόμων.
Σε αρκετές περιπτώσεις, τα κείμενα αυτά επιδέχονται ποικιλία αναγνώσεων, ακόμη και σοβαρές αμφισβητήσεις ως προς το κατά πόσον βρίσκονται πάντοτε σε ισχύ, αποτελούν επομένως εφαρμοστέο δίκαιο.
Από το σώμα των νομικών αυτών κειμένων ξεχωρίζουν α) η Συνθήκη της Λοζάνης, που ρυθμίζει από το 1923 την προστασία της μουσουλμανικής μειονότητας και β) ο νόμος 1920/1991, που αναφέρεται στη δικαιοδοσία του μουφτή.
Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 της Συνθήκης της Λοζάνης, η Ελλάδα δεσμεύεται να λάβει «απέναντι των (μουσουλμανικών) κοινοτήτων, όσον αφορά την οικογενειακήν ή την προσωπικήν αυτών κατάστασιν, πάντα τα κατάλληλα μέτρα όπως τα ζητήματα αυτά κανονίζονται συμφώνως προς τα έθιμα των μειονοτήτων τούτων». Οπως παρατηρείται σχετικά, η Συνθήκη της Λοζάνης δεν προβλέπει ρητά τη λειτουργία ιεροδικείων, αλλά ορίζει (άρθρο 42, παρ. 2) ότι την εφαρμογή της θα αναλάμβαναν μεικτές επιτροπές από εκπροσώπους του κράτους και της μειονότητας. (Τσιτσελίκης, σ. 279-280, Κτιστάκις, σ. 115). Η Συνθήκη του 1923, σημειώνει σχετικά ο Γ. Κτιστάκις, άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο μεταβολής των «εθίμων» της μειονότητας, επομένως και των πρόσφορων «μέτρων» για τον «διακανονισμό» τους.
Εκείνο που δεν ήθελε να αφήσει ανοιχτό, συνεπής με το πνεύμα της Κοινωνίας των Εθνών, ήταν η πιθανότητα μονομερών πρωτοβουλιών εκ μέρους των κρατικών οργάνων για την αντιμετώπιση των επίμαχων μειονοτικών ζητημάτων (στο ίδιο, σ. 115-116). Από την πλευρά του, ο νόμος 1920/1991, ο οποίος αντικατέστησε παλαιότερο νόμο του 1920, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, καθώς προβλέπει διορισμό (και όχι εκλογή) του μουφτή. (Τσιτσελίκης, σ. 285-296).
Σύμφωνα με το νόμο αυτό (άρθρο 5, παρ. 2), «ο μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο». (Κοτζάμπαση, σ. 37). Ο ίδιος νόμος (άρθρο 5, παρ. 3) ορίζει ότι οι αποφάσεις του ιεροδικείου κηρύσσονται εκτελεστές από το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο περιορίζεται να ερευνήσει αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του μουφτή και αν οι διατάξεις που εφαρμόστηκαν αντίκεινται στο σύνταγμα (Κτιστάκις, σ. 117).
Γυναίκες χωρίς φωνή
Ας δούμε, τώρα, τι συμβαίνει στην πράξη. Η πρώτη παρατήρηση αφορά το γεγονός ότι η εφαρμογή του Ιερού Νόμου συνεπάγεται αυτομάτως τη συστηματική παραβίαση των δικαιωμάτων των γυναικών: η μουσουλμάνα δεν έχει δικαίωμα να παντρευτεί μη μουσουλμάνο, ενώ ο μουσουλμάνος μπορεί, ο άνδρας έχει δικαίωμα να μη συναινεί στη λύση του γάμου, το συναινετικό διαζύγιο ισοδυναμεί με ρητή παραίτηση της γυναίκας από όλα τα δικαιώματά της, μερικές φορές και από το δικαίωμα της γονικής μέριμνας, ο γάμος μπορεί να λυθεί με μονομερή δήλωση του συζύγου, ενώ, αν η σύζυγος δεν έχει ήδη παραιτηθεί από τα δικαιώματά της, η προβλεπόμενη τρίμηνη διατροφή και η «δωρεά λόγω λύσης γάμου» είναι εξαιρετικά χαμηλές.
«Το δικαίωμα του διαζυγίου», αναφέρεται σε πρόσφατη γνωμοδότηση του μουφτή Κομοτηνής (15.5.2000), «ανήκει στον σύζυγο, ο οποίος μόνος εκείνος για διαφόρους σοβαρούς λόγους δύναται να διαζευγνύει τη σύζυγό του». Αντιθέτως, η σύζυγος «μόνο σε ειδικές περιπτώσεις» (ανικανότητα, σχιζοφρένεια, στειρότητα κ.λπ. του συζύγου) μπορεί να ζητήσει συναινετικό διαζύγιο ή τη διάλυση του γάμου (όταν εγκαταλείπεται για μακρό χρονικό διάστημα ή όταν κακοποιείται) (Κτιστάκις, σ. 130 και 58).
Στις κατάφωρες αυτές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των γυναικών ας προστεθεί το γεγονός ότι στο ισλαμικό δίκαιο οι άνδρες κληρονομούν διπλάσιο μερίδιο από τις γυναίκες, καθώς και ότι επιτρέπεται η διγαμία (πλέον μόνον «όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι»), ενώ μέχρι το 2002 ίσχυαν και οι γάμοι δι' αντιπροσώπου. Συχνοί είναι και οι γάμοι μεταξύ ανηλίκων, οι οποίοι σε μεγάλο ποσοστό οδηγούνται σε διαζύγιο. Εκτός αυτών, η γονική μέριμνα του παιδιού ρυθμίζεται «αυτόματα»: στη μητέρα ανατίθεται η επιμέλεια των αγοριών μέχρι τα εφτά τους χρόνια και των κοριτσιών μέχρι τα εννιά. Στη συνέχεια και ώς την ενηλικίωση του παιδιού την επιμέλεια αναλαμβάνει ο πατέρας (ή ο παππούς από την πλευρά του πατέρα). Αν η μητέρα θεωρηθεί υπαίτια για τη λύση του γάμου, τότε η επιμέλεια των παιδιών, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, ανατίθεται στον πατέρα (ή στη μητέρα του πατέρα). Αν ξαναπαντρευτεί, η μητέρα χάνει την επιμέλεια των παιδιών της.
Είναι προφανές ότι οι ρυθμίσεις αυτές παραβιάζουν θεμελιώδη δικαιώματα και των παιδιών. Στα προβλήματα αυτά ας προστεθεί ότι τα ιεροδικεία δεν εξασφαλίζουν την παρουσία των διαδίκων (συνηθέστατα των γυναικών), ότι οι αποφάσεις τους δημοσιεύονται στην (άγνωστη στους πάντες) οθωμανική γραφή, καθώς και ότι ο προβλεπόμενος από το νόμο συνταγματικός έλεγχος των αποφάσεων αυτών από το Πρωτοδικείο είναι τυπικός και αναποτελεσματικός. Σε σύνολο 2.679 αποφάσεων της τελευταίας δεκαπενταετίας που μελέτησε ο Γ. Κτιστάκις, μόνο μία (!) κρίθηκε αντισυνταγματική επί της ουσίας και μόνο δέκα χαρακτηρίστηκαν αντισυνταγματικές λόγω δικονομικών παραβιάσεων.
Ας δούμε επί τροχάδην τη μία και μοναδική απόφαση ιεροδικείου που κρίθηκε αντισυνταγματική: Το 1991, το ιεροδικείο Κομοτηνής έκρινε ότι η αιτούσα μητέρα μπορούσε να αναλάβει την επιτροπεία των ανήλικων και ορφανών από πατέρα παιδιών της και να διαχειρίζεται την κληρονομιά τους, σύμφωνα με τα διαφορετικά μερίδια που ορίζει για κάθε φύλο ο Ιερός Νόμος. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης απέρριψε το δεύτερο σκέλος της απόφασης, επειδή θεώρησε αντισυνταγματική την άνιση διανομή της κληρονομιάς με βάση το φύλο κάθε παιδιού. Η μητέρα επανήλθε στο ιεροδικείο, το οποίο επανεξέδωσε την ίδια απόφαση, με διαφορετική απλώς διατύπωση: τα κληρονομικά μερίδια των παιδιών αναφέρονταν τώρα γενικώς και αορίστως ως «αναλογούντα» μερίδια. Τη φορά αυτή, η απόφαση κηρύχθηκε από το Πρωτοδικείο εκτελεστή...
Αμφισβήτηση της σιωπής
Ποια υπήρξε, ωστόσο, η στάση της πολιτείας απέναντι στα προβλήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή της σαρία σε μέρος της ελληνικής επικράτειας; Οσο κι αν ηχεί παράδοξο, οι ελληνικές αρχές υποστήριξαν εξαρχής την υπαγωγή των μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών στο Ισλαμικό Δίκαιο, ενώ η Τουρκία, έχοντας καταργήσει τη σαρία από το 1926, έχει ζητήσει σε διάφορες περιστάσεις την κατάργηση των ιεροδικείων της Δυτικής Θράκης: σχετικό αίτημα διατυπώθηκε από την τουρκική πλευρά κατά τις ελληνοτουρκικές συνομιλίες του 1931 (μεταξύ Βενιζέλου και Ινονού) όσο και του 1959 (μεταξύ των διπλωματών Δ. Μπίτσιου και Ζ. Κουνεράλπ).
«Το Ισλάμ, το οποίον διά πολιτικούς λόγους πιέζεται εν Τουρκία, δύναται να διατηρηθή εις την μικράν γωνίαν της Δυτ. Θράκης, ακόμη και ως συμβολίζον την ελευθερίαν εις την Ελλάδα», σημείωνε χαρακτηριστικά το 1966 σε έγγραφο που απηύθυνε στο υπουργείο Εξωτερικών ο γενικός επιθεωρητής Ξένων και Μειονοτικών Σχολείων Δημ. Ματζουράνης (28.11.1966, αρ. πρωτοκόλλου ΕΠ 280).
Είναι προφανές ότι το ελληνικό κράτος εμφάνισε εξαρχής την ανοχή της σαρία ως έμπρακτη εξασφάλιση της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας των μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών. Αδιαφόρησε έτσι για τις επιπτώσεις του συγκεκριμένου δικαιοδοτικού καθεστώτος στη ζωή των γυναικών της μειονότητας, οι οποίες, εκτός όλων των άλλων, αντιμετωπίζουν σοβαρότατα ελλείμματα στις δυνατότητες πρόσβασής τους στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας (Βλ., ενδεικτικά, υπόμνημα της τότε ευρωβουλευτού Αννας Καραμάνου, Ιούλιος 2003, στο
).
Η συμπερίληψη του ζητήματος στα «εθνικώς ευαίσθητα» προβλήματα της περιοχής το μετέτρεψε σε ένα ακόμη θέμα-ταμπού, το οποίο μάλιστα δεν κρίθηκε σκόπιμο να τεθεί κατά τη λεγόμενη «καθυστερημένη μεταπολίτευση», την αλλαγή δηλαδή που σημειώθηκε στη μεταχείριση της μειονότητας από τις κρατικές αρχές μετά το 1990.
Τα τελευταία, ωστόσο, χρόνια άρχισε να σπάει η σιωπή που καλύπτει παραδοσιακά τη διατήρηση της σαρία στην Ελλάδα: Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ζήτησε από το 2001 την κατάργηση του Ισλαμικού Νόμου και πρότεινε «την ενημέρωση των δικαστών για την αντίθεση της άσκησης δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων από το μουφτή με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ με όποιον τρόπο κρίνει πρόσφορο η ηγεσία του Αρείου Πάγου». Ταυτόχρονα, η διεθνοποίηση του ζητήματος, μέσω κυρίως εκθέσεων του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι και της Ελληνικής Ομάδας για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων, αλλά και της Αδέσμευτης Κίνησης Γυναικών, υποδεικνύει ότι οι διεθνείς οργανισμοί δεν είναι διατεθειμένοι να ανεχθούν τη μακροημέρευση μιας κατάστασης που παραβιάζει συστηματικά θεμελιώδη δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών. Στο σημείο αυτό ομονοούν, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, και οι αντίστοιχες Επιτροπές για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών, για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτισμικά Δικαιώματα, καθώς και η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οπως προκύπτει από τα σχετικά κείμενα, τα μονότονα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς (υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λοζάνης, σεβασμός της πολιτισμικής διαφοράς, συνταγματικός έλεγχος των αποφάσεων των ιεροδικείων, ευχέρεια επιλογής του δικαστή) δεν είναι ικανά να πείσουν τους εμπειρογνώμονες των διεθνών οργανισμών ότι εν έτει 2006 καλώς ισχύουν όσα ισχύουν στο συγκεκριμένο τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Και είναι αξιοσημείωτο ότι κριτική ασκείται κάποτε και από εμπειρογνώμονες που προέρχονται από ισλαμικές χώρες (Βλ., για παράδειγμα, την παρέμβαση της παιδιάτρου Γκαλία Μοχντ Μπιν Καμάντ Αλ-Τανί από το Κατάρ στην Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού το 2002).
Τέλος της ακινησίας;
Στο κλίμα αυτό, το ελληνικό κράτος δυσκολεύεται πλέον να παριστάνει τον θεματοφύλακα μιας «παράδοσης» την οποία έχει συστηματικά καλλιεργήσει, καταδικάζοντας εκ των πραγμάτων μια κατηγορία πολιτών του σε συνθήκες απονομής του δικαίου αναχρονιστικές ακόμη και με κριτήρια ισλαμικών χωρών. Οι αντιστάσεις παραμένουν ασφαλώς πολλές, όπως προκύπτει και από πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή τριών προτάσεων νόμου (του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ και των ανεξάρτητων Σ. Μάνου και Α. Ανδριανόπουλου) με θέμα τη ρύθμιση των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας.
Κατά τη συζήτηση, μόνος ο Στ. Μάνος επέμεινε στην κατάργηση της σαρία για να ακούσει τα γνωστά αντεπιχειρήματα από δύο κυβερνητικούς πολιτικούς: τον εκλεγόμενο στην Ξάνθη Φίλιππο Τσαλίδη και τον Θεσσαλονικιό Γιάννη Ιωαννίδη (30.3.2006).
Δύο μήνες αργότερα, σχετικές δηλώσεις του υφυπουργού Εξωτερικών υποδείκνυαν ότι η κυβερνητική πολιτική στο ζήτημα παραμένει αμετακίνητη: η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης που έχει δεχτεί και σεβαστεί απόλυτα την παράδοση των μουσουλμάνων, υποστήριξε ο κ. Στυλιανίδης, «γι' αυτό δεν έγινε περιοχή ταραχών και συγκρούσεων».
Τόνισε επίσης ότι όταν οι αποφάσεις του μουφτή «είναι συμβατές με το θεσμικό πλαίσιο της χώρας, ενσωματώνονται πλήρως εκεί. Οταν δεν είναι συμβατές, απορρίπτονται και υπάρχει το ελληνικό Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο» (23.5.2006).
Επιθυμώντας να διερευνήσουμε τις προθέσεις της κυβέρνησης στο ζήτημα, θέσαμε στην κυρία Μπακογιάννη το ερώτημα κατά πόσον υπάρχουν σκέψεις για αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που καθορίζει την εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου στην Ελλάδα. Μας απάντησε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Γ. Κουμουτσάκος: «Υπάρχουν διάφορες σκέψεις και προτάσεις οι οποίες μελετώνται. Καμία όμως απόφαση δεν θα ληφθεί ερήμην της τοπικής κοινωνίας». Λακωνική η δήλωση, επιτρέπει ωστόσο να υποθέσουμε μια υπόρρητη αλλαγή πλεύσης: τις θριαμβολογίες για το «μοναδικό ευρωπαϊκό κράτος που σεβάστηκε τις παραδόσεις των μουσουλμάνων» μοιάζει να αντικαθιστά μια προσέγγιση που, αν μη τι άλλο, αποδέχεται την ύπαρξη προβλήματος και υπόσχεται να αναζητήσει συναινετικούς τρόπους αντιμετώπισής του. Επιβεβαιώνονται έτσι εμμέσως πληροφορίες που έχουν δημοσιευτεί στον θρακιώτικο τύπο, σύμφωνα με τις οποίες το υπουργείο Εξωτερικών «σε συνθήκες απόλυτης εχεμύθειας, έχει αναθέσει σε ομάδα νομικών την επεξεργασία θεσμικών μεταβολών προς την κατεύθυνση της απόλυτης προσαρμογής στο ευρωπαϊκό παράδειγμα» («Εμπρός» της Ξάνθης, 28.11.2006).
Στο μεταξύ, όλο και σαφέστερα διατυπώνονται απόψεις εμπειρογνωμόνων, σύμφωνα με τις οποίες η κατάργηση της σαρία αποτελεί προϋπόθεση για μια αναθεώρηση της μειονοτικής πολιτικής στη Θράκη προς την κατεύθυνση της κατοχύρωσης των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών. (Βλ. διπλανή στήλη).
Σε όσα προηγήθηκαν επιχειρήσαμε να θέσουμε το πρόβλημα, όπως προκύπτει από την πλευρά του ελληνικού κράτους και, συγκεκριμένα, από την αδυναμία του να φανεί συνεπές προς τις συνταγματικές και διεθνείς δεσμεύσεις του. Είναι προφανές ότι η εικόνα θα παραμείνει αποσπασματική όσο από την πραγμάτευση του ζητήματος απουσιάζουν οι απόψεις των ίδιων των ενδιαφερομένων. Καθώς με την πτυχή αυτή σκοπεύουμε να ασχοληθούμε στο άμεσο μέλλον, περιοριζόμαστε εδώ να σημειώσουμε ότι φωνές για την κατάργηση της σαρία ή για ριζικές αλλαγές στο σύστημα εφαρμογής της ακούγονται και στο εσωτερικό της μειονότητας.
Την κατάργηση της δικαστικής αρμοδιότητας των μουφτήδων έχει προτείνει, για παράδειγμα, ο πρώην βουλευτής του ΣΥΝ Μουσταφά Μουσταφά («Ιός» 14.7.2001). Πρόσφατα, ο βουλευτής Ροδόπης της Ν.Δ. Ιλχάν Αχμέτ υποστήριξε, μεταξύ άλλων, να διαχωριστούν οι θρησκευτικές από τις δικαστικές αρμοδιότητες του μουφτή και τις δικαστικές υποθέσεις να αναλάβει ιεροδίκης/δικαστής, γνώστης του Ισλαμικού Δικαίου και διορισμένος από το ελληνικό κράτος. Κατά τον Ι. Αχμέτ, η προσφυγή στο δικαστήριο αυτό δεν πρέπει να είναι μονόδρομος: οι πολίτες της μειονότητας πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής και το γεγονός ότι τέλεσαν γάμο ενώπιον του μουφτή να μη συνεπάγεται ότι αυτομάτως υπάγονται στο Ιερό Δίκαιο («Παρατηρητής της Θράκης» 30.8.2006).
Και οι κυρίως θιγόμενες, οι γυναίκες της μειονότητας; Σε ένα ζήτημα που τις αφορά άμεσα εμφανίζονται σιωπηλές, και, όταν τοποθετούνται σχετικά, μετράν με προσοχή τα λόγια τους. «Η καθυστερημένη μειονοτική μεταπολίτευση μαζί με την εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου οδήγησαν τη γυναίκα στη θέση που βρίσκεται σήμερα», μας έλεγε προ ημερών φίλη από τη μειονότητα που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία της.
Νομικό απολίθωμα
Ο πρωθυπουργός με τους μουφτήδες Ξάνθης και Κομοτηνής (28.7.2004).
Με τίτλο «Ο Μουφτής ως Δικαστής» πραγματοποιήθηκε την 1η Δεκεμβρίου στην Ξάνθη μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εκδήλωση την οποία διοργάνωσαν ο Δικηγορικός Σύλλογος Ξάνθης και η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Ομιλητές ήταν ο επίτιμος πρόεδρος του Αρείου Πάγου Στέφανος Ματθίας, ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, αντιπρόεδρος της Ενωσης, και ο δικηγόρος Γιάννης Κτιστάκις, γενικός γραμματέας της. Το ίδιο θέμα υπήρξε αντικείμενο και διάλεξης του κ. Κτιστάκι στην Εταιρεία Δικαστικών Μελετών στην Αθήνα (14/12). Από τα κατ' ανάγκην σύντομα αποσπάσματα των ομιλιών που ακολουθούν προκύπτει ότι, εκτός από την κατάργηση της σαρία προτείνεται και η αλλαγή στάσης των δικαστών που κρίνουν τις αποφάσεις των ιεροδικείων.
Στέφανος Ματθίας: «[...] Κάθε απόφαση του μουφτή, εφόσον αυτός στερείται δικαστικής ιδι