Ένα μικρό ναυτικό φαναράκι φώτιζε αχνά το σημείο της πλώρης που είχα καθήσει για να διαβάσω. Ήμουν ξαπλωμένος πάνω σε ένα στρώμα και η πλάτη μου έγερνε πάνω στην γέφυρα του πλοίου. Έβλεπα μπρος μόνο την θάλασσα ενώ από το νησί κανείς δεν θα μπορούσε να με δει.
Υπέροχο καλοκαιρινό βράδυ της Ελλάδας! Σαν εσένα δεν υπάρχει αλλού πουθενά.
Έπινα το ουζάκι μου και διάβαζα για τα αξιοθέατα των Παξών και την γεωγραφία του νησιού όταν αισθάνθηκα μία παρουσία πίσω μου.
Γύρισα και είδα την Αμάντα. Μου χαμογέλασε με τον ίδιο τρόπο που μου χαμογελούσε πάντα, το θερμό χαμόγελο μιας κυρίας που εμένα όμως, όταν κοιτούσα αυτό το υπέροχο Βορειοαμερικανικό πρόσωπο με τρέλλανε. Στα νιάτα της θα μπορούσε να είναι Playmate of the Month.
Κάθησε δίπλα μου και με ρώτησε τι διαβάζω. Της εξήγησα. Βλέποντας οτι πρόσεξε πως έπινα ούζο πήγα στην κουζίνα του πλοίου και έφερα ένα ποτήρι για αυτήν.
Της έβαλα ούζο τσουκρίσαμε κοιτώντας ο ένας τον αλλον στα μάτια και ήπιαμε το ελληνικό απεριτίφ.
Άρχισα να της μιλάω για το ούζο και τις διαφορές του με το άλλο μας ποτό, το τσίπουρο. Αιαθανόμουν να την κολακεύει η προσοχή που της έδινα, η φροντίδα μου να φέρω ένα ποτήρι για αυτήν, να της προσφέρω ποτό, να της μιλήσω για το ούζο, κάτι που ως τότε μπορεί να είχε ακούσει ίσως σε κάποια βαρετή τηλεοπτική εκπομπή στην Νέα Υόρκη.
Ζούσε και εκείνη τον μύθο της στην Ελλάδα με έναν όμορφο φιλόξενο νεαρό Έλληνα κάτω από έναν υπέροχο ουρανό με θέα την θάλασσα ένα ζεστό βράδυ του Ιούλη.