Για να είμαστε και εντός του πνεύματος του site δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το σινέ Αβέρωφ
[size=20pt]
Αβέρωφ[/size]
Σωζόμενη (2013) ισόγεια αίθουσα του λαϊκού αθηναϊκού Κέντρου.
Ομόνοια έγραφαν οι εφημερίδες, Λυκούργου 3 και (σχεδόν) Αιόλου είναι η ακριβής
διεύθυνση. Τηλέφωνα: 3240507, 3249191. Ξεκίνησε τέλη του 1959 ως σινεμά Α΄
προβολής, με 385 θέσεις και αρχικό επιχειρηματία τον Σπ. Μητρόπουλο.
Απευθυνόμενο παλαιόθεν στο λαϊκό αρσενικό πληθυσμό του Κέντρου, έχει γίνει
τσοντάδικο από τη δεκαετία του ’70. Μάλιστα το 1983, ο υπεύθυνός του πέρασε
αυτόφωρο για προβολή πορνό.
Πάντως το κτίριο μού μοιάζει παλιότερο από το ΄59, ίσως μεσοπολεμικό, με
εκλεκτικιστικά στοιχεία. Δεν μπόρεσα να διαπιστώσω όμως τίποτα συγκεκριμένο για
προηγούμενη χρήση του. Δεν έχει δυστυχώς κηρυχτεί διατηρητέο, πιθανώς για να
τιμωρηθεί που εξελίχτηκε επί το περιθωριακότερο. Κατά την ειδησεογραφία του
2007, συζητιόταν συνέχεια για απαλλοτρίωση από το Δημοτικό Διαμέρισμα. (Δεν
έγινε). Επίσης, παρόλο που λειτουργεί κανονικά, έχει εξοβελιστεί από τις εφημερίδες
και τα περιοδικά οπου προ πολλού δεν αναφέρεται (όπως άλλωστε ούτε το
‘Αθηναϊκόν΄ Γ, το ‘Κοσμοπολίτ’, το ‘Ορφέο’ και το ‘Σταρ’, τα τελευταία
εναπομένοντα τσοντάδικα και συγχρόνως τα τελευταία εναπομένοντα λαϊκά σινεμά
παλιού τύπου, με ολοήμερη λειτουργία ). Ήδη από το 1961, παίζει από τις 10 π.μ. Η
υπόμνηση επαναλαμβάνεται επί δεκαετίες. Στα τέλη του ’70 (τουλάχιστον)
επιχειρηματίας αναφέρεται ο Γιάννης Κουρόγλου.21 Τώρα στο εισιτήριο εμφανίζεται
ο κ. Τσακαλάκης, όπως και στο ‘Κοσμοπολίτ’.
Σχετικά πρόσφατα έψαξα το θέμα των τελευταίων αθηναϊκών πορνοσινεμά.
Για τούτο εδώ, δημοσίευσα τα εξής:
«Σινιέ vs πορνό: στο ‘Αβέρωφ’
Οκτώβρης του 2005, όμορφο μεσημέρι, δίχως κρύο, ούτε ζέστη. Εδώ, στην οδό
Λυκούργου, παρατηρώ τις πελάτισσες που βγαίνουν από το Λαμπρόπουλο / Notos
Gallery φορτωμένες με τις σινιέ τσάντες τους. Οι περισσότερες δεν προσέχουν καν το
τσοντάδικο απέναντί τους, στο παλιό και πολύ ωραία ανακαινισμένο κτίριο. Κάποιες
όμως φαίνεται πως σκανδαλίζονται αρκούντως από τις φωτογραφίες του ‘Αβέρωφ’
και τη μεγάλη ταμπέλα ‘SEX ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΒΟΛΗ SEX’. Τις βλέπω που σταματάνε
μια στιγμή, κοιτάνε -χωρίς να κοιτάνε- και αποδοκιμάζουν με αρνητικές κινήσεις του
κεφαλιού. Άλλες πάλι κάνουν πως δε βλέπουν. Κι αυτό, παρόλο που το σινεμά έχει
στις προθήκες του το ελάχιστο απαραίτητο, προκειμένου να προσελκύσει το κοινό
του: απλές φωτογραφίες με ημίγυμνες γυναίκες, τίποτα περισσότερο δηλαδή από μια
τηλεοπτική διαφήμιση.
Μπαίνω στο σινεμά, πλησιάζω την ταμία. Λέω ποιος είμαι, εξηγώ τι προσπαθώ να
γράψω. ‘Δεν ξέρω τίποτα, πρέπει να μιλήσετε με τον υπεύθυνο’. ‘Πότε έρχεται;’ ‘Δεν
ξέρω, δεν έχει ορισμένο ωράριο’. ‘Ν΄ αφήσω την κάρτα μου να με πάρει τηλέφωνο;’
‘Αφήστε την’. Αγοράζω εισιτήριο.
Στα χειμερινά σινεμά, τα εισιτήρια κοστίζουν 7-8 € (τα τσοντάδικα -με την ατυχή και
πρόσκαιρη παρένθεση των ντράιβ ιν- είναι πάντα χειμερινά). Στα τσοντάδικα όμως
το εισιτήριο είναι το μισό, μόνο 3.50. Η εξήγηση είναι απλή: δεν παίζουν ταινία,
μπομπίνα δηλαδή που γυρίζει, ούτε έχουν μηχανικό προβολής. Παίζουν βίντεο ή dvd.
Ο/η ταμίας ελέγχει την προβολή από τη θέση του, από την οποία αυτόματα
προβάλλεται η εικόνα στη οθόνη, μέσω ενός προτζέκτορα που είναι κρεμασμένος στο
ταβάνι, μπροστά από την οθόνη. Σα να προβάλλεις σ΄ ένα λευκό τοίχο το dvd που
παίζει ο υπολογιστής σου. Η καμπίνα προβολής έχει καταργηθεί. Ταξιθέτρια δεν
υπάρχει, πρόγραμμα δεν υπάρχει (μόνο το ‘Κοσμοπολίτ’ είχε ένα υποτυπώδες): να
λοιπόν πώς εξηγείται το χαμηλό εισιτήριο.
Στο στενό διάδρομο μετά το ταμείο, μια σκάλα αριστερά οδηγεί προς το WC. Η
πόρτα προς την κυρίως αίθουσα έχει στο άνω μέρος καμπύλες που θυμίζουν
ανατολίτικο σαράι. Τραβάω την κουρτίνα, μπαίνω. Έχω την οθόνη πίσω μου, δηλαδή
η οθόνη είναι προς το δρόμο και παράλληλη μ΄ αυτόν. Αλλιώς τα θυμόμουνα δέκα,
δεκαπέντε χρόνια πριν. Τότε είχε τυπική διάταξη, η οθόνη ήτανε φάτσα μπαίνοντας.
Κάθομαι λίγο στην άκρη, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια στο σκοτάδι. Το μόνο που
μπορώ να δω είναι τα οθονικά (και εν μέρει …οθωμανικά) δρώμενα: μια μαύρη
γυναίκα, δυο λευκοί άντρες. Υποτίθεται ότι κάποιος έφερε πίτσες και μετά …βάλανε
μπρος. Πού και πού τρώνε και λίγη πίτσα. Δε φαίνεται να περνάνε κι άσχημα. Η
ποιότητα της προβολής δραματική, θαμπάδα, διπλά και τριπλά είδωλα- μα όσο να
΄ναι, άντρας είμαι, χαζεύω. Καπνοσύννεφο όχι πολύ πηχτό (ακόμα;), μυρωδιά καπνού
σχετικά υποφερτή. Σίγουρα όχι σωματική μπόχα, σαφής πρόοδος σε σύγκριση με τον
παλιό καιρό. Περνάει λίγη ώρα, περπατάω στο διάδρομο, βρίσκω θέση. Μόλις
κάθομαι, διάλειμμα.
Κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου. Οι θεατές είναι καμιά τριανταριά. Άντρες όλοι,
εννοείται. Σκέφτομαι ότι, όπως και παλιά, οι μόνες γυναίκες που είδα εδώ είναι όσες
εργάζονται στο σινεμά, ταμίες και καθαρίστριες δηλαδή. Η πλειονότητα γύρω μου, αν
όχι όλοι, είναι Έλληνες. Ηλικίες από σχεδόν ανήλικοι μέχρι γεροντάκια. Θα έλεγα ότι
πλειοψηφούν οι μεσήλικοι, οι πενηντάρηδες μάλιστα. Οι περισσότεροι μόνοι τους.
Μερικοί που είναι παρέα συζητάνε. Όχι για το έργο, για τις δουλειές τους, τι θα
κάνουνε το βράδυ και άλλα άσχετα. Όλα είναι όπως παλιά
Κοιτάζω και το χώρο. Όπως ήδη είπα, έχει αντιστραφεί ο άξονας της προβολής. Η
οθόνη ήτανε στο βάθος, τώρα έχει έρθει ανάποδα. Τα καθίσματα ξύλινα, φτωχικά
όπως πάντα Αρκετά είναι διαλυμένα. Κοιτάζω προς τα πάνω. Θεωρεία και εξώστης
δε διακρίνονται, είναι καλυμμένα. Οι θαυμάσιες γύψινες διακοσμήσεις, που υπήρχανε
τουλάχιστον μέχρι πριν 10 χρόνια, ενώ το ‘Αβέρωφ’ είχε ήδη εξελιχθεί σε
τσοντάδικο, αυτές που θύμιζαν ‘Αττικόν’ ή ‘Ίριδα’, έχουν εξαφανιστεί. Ο εξώστης,
που βρισκόταν πάνω από τη σημερινή οθόνη, έχει προφανώς κλειστεί. [Το ίδιο και
τα υπέροχα θεωρεία]. Πάω μια βόλτα, βρίσκω την πόρτα της σκάλας καλυμμένη με
κόντρα πλακέ και κλειδωμένη, το επιβεβαιώνω. Φυσικά, μαζί με τον εξώστη έχει
καταργηθεί και η καμπίνα προβολής που βρισκόταν πίσω του. Διάφορες υπόνοιες
σεξουαλικών περιπτύξεων μού έρχονται στο μυαλό ως αιτία του αποκλεισμού του
εξώστη. Πάντως το σύνολο ‘Καθίσματα – διακόσμηση - εξώστης – θεωρεία’ απέχει
πολύ από το κομψό οικογενειακό σινεμά που είχε ξεκινήσει τέλη του ΄50 και που το
είχα προλάβει εγώ ως τσοντάδικο αργότερα. Η καθίζηση είναι καταφανής. Γυρίζω
στη θέση μου. Μόνο τα παλιά καλοριφέρ και οι απλίκες στους τοίχους θυμίζουν το
παρελθόν. Το έργο ξαναρχίζει.
Η ποιότητα της προβολής σα να έγινε ακόμα χειρότερη: ακόμα πιο θαμπή, τα
χρώματα πιο φευγάτα, οι άκρες της οθόνης με αβέβαιο περίγραμμα. Φυσικό, αφού
δεν είναι αληθινή ταινία. Αφοσιώνομαι στην ‘υπόθεση’. Οι κύριοι τελειώνουν τη
δουλειά με τον πατροπαράδοτο τρόπο, το λεγόμενο ‘cum shot’, δηλαδή στο πρόσωπο
της μαυρούλας. Αρχίζει άλλος γύρος, με άλλους εμπλεκόμενους. Βαριέμαι, φεύγω.
Στην έξοδο, η ταμίας με διαβεβαιώνει ότι θα δώσει την κάρτα μου στον υπεύθυνο. Ο
‘υπεύθυνος’ δε με πήρε...»
Από το βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα Τα σινεμά της Αθήνας