Την όγδοη μέρα ο θεός
το έριξε στην πλάκα
και μιας και ειχε τον Αδάμ
τον έπιασε μαλακα.
Φίλε μου Αδάμ τι θαθελες
να έχεις παραπάνω
και εγώ αμέσως μόλις πεις
το θαύμα μου θα κάνω.
Εδώ μες στον παράδεισο
Θεε μου περνω ωραια,
τα έχω ολα, α, μια στιγμή,
μου λείπει η παρέα.
Και τι παρέα θαθελες;
Μήπως κανένα σκύλο;
που πάντα θα ναι δίπλα σου
και θα τον έχεις φίλο;
Ρωτάει ο Θεός που ήξερε
ο Αδάμ τι θα ζητήσει
ήθελε ομως πιο πολύ
η πλάκα να κρατήσει.
Θεέ μου λέει ο Αδάμ,
δύο πόδια μου χεις δωσει
να περπατώ ολημερίς
μεχρι που να νυχτώσει.
Δύο χέρια επίσης μου δωσες
για να μπορώ να πιάνω,
μ αυτό, στα πόδια ανάμεσα,
δεν ξέρω τι να κάνω;
Και δείχνει ο δόλιος ο Αδάμ
το κάτω το κεφάλι
ντράπηκε βέβαια πολύ
μα τι να κάνει πάλι;
Για αυτό θεέ μου θαθελα
και γω μια παρεα
το κάτω το κεφάλι μου
να αισθανθεί ωραία.
"Δωσ μου το ένα χέρι σου
το πόδι το πλευρό σου",
λέει ο Θεός στον φίλο του
"είναι για το καλό σου"
Τι λες Θεέ τρελάθηκες;
Ανάπηρος να μείνω;
το χέρι και το πόδι μου
εγώ δεν σού τά δίνω.
Σου δίνω μόνο το πλευρό
και μια παρέα φτιάξε
καντην εσύ όπως θαθελες
όπως νομίζεις πράξε.
Φτιάχνει την Εύα ο θεός
και στον Αδάμ την δειχνει
που ναξερε ο πρωτόπλαστος
σε τι μπελά τον ρίχνει.
Την είδε και ο διάολος
της έκανε τον φίλο
να δοκιμάσει έδωσε
της Εύας ένα μήλο.
Έιναι η γυναίκα τελικά
δώρο θεού μεγαλο
κι ας εχει διάολο μέσα της
εγώ την θέλω κι άλλο.
Κωλο-γερος