Εις αναμονή της απόφασης του κ.
@antisthenis σχετικά με το άνοιγμα (ή μη) καρτέλας όπυ θα υπάρχει δυνατότητα ανάρτησης κριτικών για την δίδα Μαλβίνα, αναρτώ εδώ την κριτική μου, και επιφυλάσσομαι να την αναρτήσω και στην καρτέλα, εάν και εφόσον αυτή δημιουργηθεί.
Επειδή η κριτική είναι μακροσκελής και δεν την δέχεται ο σέρβερ σε ένα και μόνο μήνυμα, θα την αναρτήσω τμηματικά.
Ευχαριστώ.
Ντάμα Πίκα
Η ιστορία μας ξεκινά μια χειμωνιάτικη νύχτα στη Μόσχα στο σπίτι ενός υπολοχαγού, όπου πέντε νέοι αξιωματικοί περνούν την ώρα τους παίζοντας χαρτιά. Ανάμεσά τους βρίσκεται ο γερμανικής καταγωγής Έρμαν, νεαρός αξιωματικός του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Στρατού. Ο Έρμαν είναι εγκρατής. Παρακολουθεί τους άλλους να στοιχηματίζουν, αλλά ποτέ δεν παίζει ο ίδιος, θεωρώντας ότι το ρίσκο είναι πολύ μεγάλο. Πάνω στο παιχνίδι όμως, ένας άλλος νεαρός αξιωματικός, αφηγείται μια ιστορία που ισχυρίζεται πως συνέβη στη γιαγιά του, την ηλικιωμένη πιά κόμισσα Άννα Φεδόντοβνα, όπου πριν από πολλά χρόνια, στη Γαλλία, έχασε μια περιουσία παίζοντας φαραώ. Και όταν λοιπόν ο κόμης σύζυγός της αρνήθηκε να πληρώσει το χρέος, απέσπασε με τα θέλγητρά της μια μυστική στρατηγική από έναν διαβόητο μυστηριώδη χαρτοπαίκτη, με την οποία όχι μόνον κατάφερε να κερδίσει όσα χρήματα είχε χάσει, αλλά ακόμα περισσότερα. Ο Έρμαν, είναι αρχικά δύσπιστος και διστακτικός. Αλλά η δίψα του για κάτι περιττό που όμως του γίνεται εντελώς ανεξήγητα έντονα αναγκαίο, τον καθιστά στο τέλος εμμονικό με την απόκτηση του μυστικού.
Η κόμισσα, που είναι τώρα 87 ετών, έχει μια νεαρή συνοδό, τη Λιζαβέτα Ιβάνοβνα. Ο Έρμαν ακολουθώντας πιστά το σχέδιο που έχει καταστρώσει, αρχίζει να στέλνει ερωτικά γράμματα στην κοπέλα, τη σαγηνεύει και την πείθει να τον αφήσει να μπει στο σπίτι. Εκεί, ο νεαρός συναντά την κόμισσα στο δωμάτιό της και της ζητά το μυστικό. Αυτή αρχικά του λέει ότι η ιστορία ήταν ένα αστείο, ένας μύθος που διηγούνταν στα κοσμικά σαλόνια της εποχής για να ευθυμήσουν, αλλά ο Έρμαν αρνείται να την πιστέψει. Επαναλαμβάνει την απαίτησή του και όταν δεν παίρνει ξανά απάντηση, βγάζει το πιστόλι του και την απειλεί. Στη θέα του όπλου που την σημαδεύει, η ηλικιωμένη κόμισσα παθαίνει ανακοπή και πεθαίνει από τον τρόμο. Κατόπιν ο Έρμαν καταφεύγει στην Λιζαβέτα, και της ομολογεί ότι τρόμαξε μέχρι θανάτου την κόμισσα με το πιστόλι του, και ότι δεν είχε καμία πρόθεση να τη σκοτώσει, αφού ακόμα και το πιστόλι με το οποίο την απειλούσε δεν ήταν γεμάτο. Φεύγει από το σπίτι με τη βοήθεια της Λιζαβέτας, η οποία αηδιάζει όταν καταλαβαίνει ότι οι όρκοι αγάπης του ήταν ψεύτικοι και τη χρησιμοποίησε ως δόλωμα για την απληστία του.
Η εμμονή του Έρμαν για το μυστικό τον οδηγεί παρά τους κινδύνους στο να παρακολουθήσει την κηδεία της κόμισσας όπου και τρομοκρατείται βλέποντας το πτώμα να ανοίγει τα μάτια στο φέρετρο και να τον κοιτάζει. Αργότερα το ίδιο βράδυ, εμφανίζεται το φάντασμα της κόμισσας και του αποκαλύπτει τα μυστικά τρία φύλλα (τρία, επτά, άσσος), του λέει επίσης ότι πρέπει να παίζει μόνο το ένα κάθε βράδυ και μετά τον διατάζει να παντρευτεί τη Λιζαβέτα και να μην ξαναπαίξει ποτέ. Ο Έρμαν πηγαίνει με όλες τις οικονομίες του σε μια χαρτοπαικτική λέσχη, όπου πλούσιοι παίζουν φαραώ με υψηλά πονταρίσματα. Την πρώτη νύχτα τα ποντάρει όλα στο τρία και κερδίζει. Τη δεύτερη νύχτα, κερδίζει με το επτά. Την τρίτη νύχτα, ποντάρει στον άσσο - αλλά όταν εμφανίζονται τα χαρτιά, διαπιστώνει ότι έχει ποντάρει στη ντάμα πίκα (ντάμα μπαστούνι) και όχι στον άσσο και χάνει τα πάντα. Όταν η ντάμα πίκα φαίνεται να του κλείνει το μάτι, μένει έκπληκτος από την αξιοσημείωτη ομοιότητά της με τη γριά κόμισσα και φεύγει τρομαγμένος.
Ο Πούσκιν δεν βάζει τυχαία στον ήρωά του τα παρακάτω λόγια:
"Η θέση του δεν του επέτρεπε να θυσιάζει το αναγκαίο με την ελπίδα ν’ αποκτήσει το περιττό. "
Όλη η πεμπτουσία της ιστορίας κρύβεται ακριβώς εκεί. Και αυτό γιατί ο Πούσκιν δεν ενδιαφέρεται να γράψει ένα δεκρύβρεχτο ρομάντζο, όπου το κύριο πρόσωπο γίνεται έρμαιο του πάθους του και της κακιάς της ώρας. Ο Πούσκιν καταπιάνεται με κάτι βαθύτερο. Θίγει το θέμα του πειρασμού και της παραδοξότητας. Της στροφής των 180 μοιρών σε αυτά που κάποιος θεωρεί αναγκαία. Της μετακίνησης από μία θέση σε μία άλλη. Γιατί ο Έρμαν, που είναι και ο κύριος πρωταγωνιστής, καταλήγει να κυνηγάει σφόδρα το κατά τα άλλα περιττό που όμως γίνεται έντονα αναγκαίο για εκείνον. Και μάλιστα κυριαρχείται τόσο πολύ από την ανάγκη αυτή, ώστε σπάει κάθε ηθικό φραγμό που είχε προκειμένου να καταφέρει να φτάσει στον τελικό του στόχο. Θα παραπλανήσει την υπηρέτρια Ελισάβετ Ιβάνοβνα και θα την παρασύρει σε ένα παιχνίδι σαγήνης που ποτέ ο ίδιος δεν πίστεψε πραγματικά. Απάνθρωπη υποκριτική συμπεριφορά και, χρήση της γοητείας ως μέσο εξουσίας προς εκμετάλλευση της ανθρώπινης δίψας για ανυστερόβουλη συντροφικότητα. Για αγνή και άδολη αγάπη. Να οι αδυναμίες που προκύπτουν από την υπόθεση υποκλοπής του μυστικού που προσπαθεί να εκμαιεύσει ο δόλιος ήρωας του Πούσκιν από την Άννα Φεδόντοβνα χρησιμοποιώντας την υπηρέτριά της ως δόλωμα και θήραμα μαζί. Το εμμονικό κυνήγι του χρήματος (που σημειωτέων ο συγγραφέας εδώ το χρησιμοποιεί συμβολικά για να θίξει το εμμονικό κυνήγι για όλες τις μορφές εξουσίας) σκληραίνει τους ανθρώπους. Τους καταντάει ανάλγητους, και τους αφαιρεί οποιοδήποτε ίχνος ανθρωπιάς, καθιστώντας τους στην πραγματικότητα δυστυχή έρμαια των παθών τους και υπηρέτες της εμμονής τους.
Η μετάλλαξη ενός ανθρώπου από αγνό σε μοχθηρό είναι η πιο εύκολη αποστολή ενός διαβολικού σχεδίου που οργανώνεται και πλήττει καίρια πρόσωπα ψυχικά ευάλωτα που δεν έχουν την πυγμή να το αντικρούσουν. Ο τζόγος, η διαβολή, η ρουφιανιά, το να πατάς επί πτωμάτων για μια ρανίδα εξουσίας πάνω στους άλλους, όλες αυτές οι μάστιγες που έπλητταν και πλήττουν ακόμα και σήμερα τις κοινωνίες, παίρνουν μέσα από την νουβέλα αυτή διαστάσεις κόλαφου όχι μόνο για την τότε ρωσική κοινωνία, αλλά για όλες τις σημερινές κοινωνίες που μέσα στην απαισιοδοξία τους και την μιζέρια τούς, ψάχνουν για αποκούμπι και εύκολες διεξόδους. Ο Έρμαν δεν λοιπόν δεν είναι καθόλου ξένος προς τον Έλληνα αναγνώστη. Αντιθέτως τελευταία καθίσταται τρομερά επίκαιρος. Ο Έρμαν αλλωστε δεν ήταν ξένος και προς τον συγγραφέα - δημιουργό του. Κάπου εκεί, ο ίδιος ο γράφων κλείνει πονηρά το μάτι στον εαυτό του, καθώς και αυτός σύχναζε σε λέσχες, σε πολυτελείς οίκους ανοχής καθώς και σε στοές με αδελφότητες, και γνώρισε από κοντά αυτόν τον βρώμικο κόσμο με τις υπόγειες ανήθικες διαδρομές.
Ο Πούσκιν – εκεί έγκειται και το μεγαλείο του δημιουργού που αξίζει κανείς να ανακαλύψει – παίζει και με την έννοια μίας φανταστικής αφήγησης που όμως παραμένει συγκεχυμένη. Ηθελημένα, αφήνει να πλανάται ένα συνεχές ερωτηματικό όσο πλησιάζουμε στο τέλος της εξιστόρησης, ώστε ο αναγνώστης να γίνεται μέρος της χωρίς να είναι σίγουρος για την πραγματική έκβαση. Είναι το όραμα του Έρμαν αποκύημα της φαντασίας του και αποτέλεσμα της πάλης του για το συμφέρον του που τον τυφλώνουν και τον οδηγούν να ονειρεύεται πρόσωπα και πράγματα που στην ουσία δεν υπάρχουν; Είναι το φάντασμα που τον κατατρέχει αυτό της συνείδησής του που τον ακολουθεί για την επαίσχυντη συμπεριφορά του; Ή μήπως όντως βιώνει μία εσωτερική κόλαση για τα πεπραγμένα του και την ανομία του και δεν έχει την δύναμη να ξεφύγει; Κανείς δεν γνωρίζει τελικά στο τέλος τι από όλα αυτά επικρατεί και ο Πούσκιν μοιράζει απλόχερα στον αναγνώστη το χαρτί της επιλογής κατά το δοκούν.