[size=14pt]Το «1.000.000 πρόσφυγες» του κ. Λιάκου[/size]
Παντελής Καψής
Φυσικά ο Αντώνης Λιάκος έχει δίκιο,
1.000.000 μετανάστες δεν είναι το πρόβλημα αλλά η λύση του. Αν θέλουμε να αποφύγουμε τον οικονομικό μαρασμό θα χρειαστεί να αναστρέψουμε την δημογραφική συρρίκνωση της χώρας. Κι επειδή καμία χώρα δεν έχει καταφέρει να αυξήσει τις γεννήσεις, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που απαιτείται, η μόνη λύση είναι η μετανάστευση. Κι αυτό καθαρά συμφεροντολογικά, πέρα από τα ηθικά ζητήματα που ασφαλώς υπάρχουν. Αν δούμε μάλιστα το ζήτημα στον μακρύ χρόνο της ιστορίας, πρόκειται για μια απόλυτα συνηθισμένη διαδικασία η οποία έχει συμβεί κατ επανάληψη στον ελλαδικό χώρο. Συνέβη και πρόσφατα, με εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανούς, χωρίς σοβαρά προβλήματα και με ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα για την οικονομία και την αναζωογόνηση της περιφέρειας.
Το ζητούμενο είναι αυτό που και πάλι επισημαίνει ο Λιάκος.
Να ληφθεί μέριμνα ώστε οι μετανάστες να ενσωματωθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην ελληνική κοινωνία. Το οποίο σημαίνει να μάθουν την γλώσσα, να εξοικειωθούν με τον πολιτισμό και να δημιουργηθούν οι απαραίτητες θέσεις εργασίας. Σε ιδανικές συνθήκες αυτό θα μπορούσε να σημαίνει κάθε χρόνο να προκηρύσσονται ορισμένες άδειες εργασίας, με προοπτική πολιτογράφησης, οι οποίες θα δίνονται με βάση κριτήρια που θα καθοριστούν. Σε άμεση συνάρτηση είναι και η δημιουργία διαδικασιών προσέλκυσης και υποδοχής μεταναστών, κυρίως μέσα από την εκπαίδευση και το πανεπιστήμιο. Τι καλύτερο ξένοι φοιτητές που σπούδασαν στην Ελλάδα να παραμένουν στην χώρα; Ιδίως αν πετυχαίναμε κάποτε να συνδέσουμε τις σπουδές με τις ανάγκες της οικονομίας. Βέβαια το κόμμα του κ. Λιάκου ούτε να ακούσει για ένα τέτοιο άνοιγμα της εκπαίδευσης.
Δυστυχώς αυτά ισχύουν σε ιδανικές συνθήκες. Σήμερα με την οικονομία να μην έχει ανακάμψει από την κρίση, η διαχείριση του μεταναστευτικού αποτελεί προφανώς πρόκληση. Για να πάμε στα άκρα την πρόταση του Λιάκου, ένα εκατομμύριο μετανάστες μέσα σε λίγα χρόνια θα δοκίμαζαν τις αντοχές της κοινωνίας σε πολλά επίπεδα. Η δημιουργία μηχανισμών ελέγχου της μετανάστευσης είναι γι' αυτό αναπότρεπτη. Από το σημείο αυτό όμως ως τον πανικό που επικρατεί και το κύμα ξενοφοβίας που εκκολάπτεται, η απόσταση είναι μεγάλη. Μια ξενοφοβία που στην πραγματικότητα οξύνει την κατάσταση. Αν δεν στοιβάζονταν οι πρόσφυγες σε λίγα μόνο νησιά, αν δεν ξεσηκώνονταν οι νοικοκυραίοι όπου γίνεται προσπάθεια μετεγκατάστασης τους, τότε ίσως δεν θα μιλούσαμε καν για πρόβλημα.
Γιατί είναι ντροπή για μια χώρα να μην μπορεί να διαχειριστεί 70.000 μετανάστες όταν στην Τουρκία για παράδειγμα, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες πλησιάζουν τα 4 εκατομμύρια. Κι όταν ήδη ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται κατά 30.000 τον χρόνο.
Μπορεί κανείς να βρει πολλές εξηγήσεις γι' αυτόν τον πανικό. Μια άποψη ωστόσο που τελευταία μοιάζει να έχει αποκτήσει ευρύτατη απήχηση και εξηγεί την εχθρότητα, είναι ότι αυτοί ειδικά οι μετανάστες, κυρίως λόγω της θρησκείας τους, δεν είναι δυνατόν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Σε αυτό, κατά ένα παράδοξο τρόπο, έχουν συμβάλει οι εικόνες των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους που προβάλλονται συνεχώς στα κανάλια.
Η άλλη, η αισιόδοξη πλευρά, η επιτυχημένη ενσωμάτωση χιλιάδων προσφύγων, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη στα μέσα ενημέρωσης. Όπως είναι ανύπαρκτες οι συγκινητικές προσπάθειες μεταναστών, ακόμα και στις συνθήκες της Μόριας, να διασώσουν τον ανθρωπισμό τους και να διατηρήσουν ζωντανή την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Μερικές τέτοιες ιστορίες είχε ένα πρόσφατο ρεπορτάζ του Guardian. Έτσι μάθαμε, για παράδειγμα, για τον Αφγανό με τα 5 παιδιά, ο οποίος ήταν καθηγητής νομικών στην πατρίδα του, και στην Μόρια, μη μπορώντας να τους βρει θέση στο σχολείο των καταυλισμών, οργάνωσε ο ίδιος σχολεία στα οποία σήμερα φοιτούν εκατοντάδες προσφυγόπουλα και παιδιά μεταναστών. Όπως μάθαμε και για το ζευγάρι των Ελλήνων το οποίο εγκατέλειψε την δουλειά του, ο άντρας ήταν ψαράς στο νησί, για να δημιουργήσει ένα κέντρο για τους μετανάστες, στην πραγματικότητα ένα κέντρο ανθρώπινης ζεστασιάς. Δεν είναι όλοι οι κάτοικοι στην ίδια πλευρά.
Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η μετάβαση από τις δικές τους κοινωνίες στην ελληνική είναι εύκολη. Βλέπουμε τα προβλήματα που ενδημούν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Ξεχνάμε ωστόσο έναν σημαντικό παράγοντα: ότι όλοι αυτοί έφυγαν ακριβώς επειδή θέλουν να αλλάξουν την ζωή τους. κάνουν εντυπωσιακές προσπάθειες. Όπως επίσης ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με την έρευνα της «Διανέοσις», το 75% των μεταναστών δηλώνει ότι έχει πολύ μικρή σχέση με τη θρησκεία. Αυτά για όσους προβληματίζονται καλοπροαίρετα πάνω στο ζήτημα. Γιατί φυσικά ακούμε ακόμα και από υπεύθυνους πολιτικούς και θεωρίες συνωμοσίας για «λαθρεποικισμό» ή ακόμα και για σχέδιο εξισλαμισμού της Ευρώπης.
Είναι προφανώς ουτοπικό να περιμένει κανείς ότι στις σημερινές συνθήκες είμαστε σε θέση να κάνουν μια ψύχραιμη συζήτηση για το μεταναστευτικό. Εξίσου ουτοπικό ωστόσο είναι να περιμένουμε ότι η χώρα είναι σε θέση να ακολουθήσει μια συγκροτημένη πολιτική αποτροπής και ελέγχου της μετανάστευσης με συνέπεια και σε βάθος χρόνου. Θα φωνάζουμε, θα τσακωνόμαστε μεταξύ μας αλλά λίγα θα αλλάξουν. Έτσι το πιθανότερο είναι πώς όταν κοπάσει κάπως η κρίση θα επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν. Στην χαοτική κατάσταση δηλαδή των ημιπαράνομων μεταναστών που όλο χάνονται και όλο εδώ είναι. Απέναντί τους θα επιδεικνύουμε τη γνωστή αντιφατική μας συμπεριφορά. Στα λόγια θα τους εξοβελίζουμε και στην πράξη θα συνεχίσουμε να συμβιώνουμε μαζί τους λίγο πολύ αρμονικά. Το αν θα φτάσουν το ένα εκατομμύριο πάλι, ποιος να το ξέρει;