Παλιά ζυμωναν χωριάτικο ψωμί στο παραδοσιακό ζυμωτηριο με την διχάλα που γαμιοσουν μισή ώρα η 40 λεπτά να το ζυμώνεις.
Ο συνάδελφος σου (συνήθως ένας με το ζόρι)
είχε λιώσει να φτιάχνει τα αλλα ψωμιά και κουλούρια Θεσσαλονίκης που είχατε ξεκινήσει ώωωωωωρες πριν όσο εσύ κρατούσες το χωριάτικο στην κόντρα για να δέσει.
Τα Σάββατα αργά την νυχτα είχες τόσο πολύ αλεύρι μέσα (ψωμί για δύο μέρες) που κόντευες να πέσεις μέσα από κούραση να το γυρίζεις και να το ελέγχεις. Και μετά μισή ώρα να ξεκουραστεί. Και μετά άντε κοφτό αστραπή για να μην απέχουν πολύ στην ωρίμανση. Κάπου εκεί ερχόταν το αφεντικό που χασμουριοταν
γεμάτος απαιτήσεις κι έπεφταν τα πρώτα καντήλια για καλημέρα.
Μας άκουγε όλη η γειτονιά. Για αυτό μάγκες κανείς δεν θέλει φούρνο κάτω από την πολυκατοικία που μενει. Όλη νύχτα τους γαμουσαμε τον ύπνο με καντήλια και μηχανές να βαράνε.
Έπειτα το έβαζες να ωριμάσει στόφα και δεν ήξερες που να πρωτοπας και σε ποιο προϊόν. Όλα φούσκωναν γύρω σου έτοιμα να σκάσουν.
Στην συνέχεια φουρνιζες σαν Αιγύπτιος σκλάβος και αν τυχόν έκανες καμία μαλακία
η κάψιμο, ξαναζυμωνες από την αρχή.
Στο τέλος είχες γίνει κομμάτια από κούραση και είχες φτιάξει μόνο τα ψωμιά. Σε περίμεναν ένα κάρο μαλακίες. Αλλά έτρωγες ψωμί τοτε όπως έπρεπε. Τελικά έκοψαν τα νυχτερινά τελείως και άλλαζες επάγγελμα.
Τι πιο σύνηθες;