DARKSIDEOFTHEMOON
Ενεργό Μέλος
- Εγγρ.
- 17 Φεβ 2006
- Μηνύματα
- 15.458
- Like
- 31
- Πόντοι
- 166
Μια μεγάλη άγνωστη στους πολλούς,μάχη,που η σημασία της θα μπορούσε να είναι κ εφάμιλλη της Σαλαμίνας κ των Πλαταιών έγινε στα Κοκκάλια της Αιτωλίας,ανάμεσα στους Αιτωλούς κ στους Γλάτες του Βρέννου.Το ότι δεν έγινε τελικά τόσο γνωστή οφείλεται εν πολλοίς στην λίγο μετά πτώση της Ελλάδας στους Ρωμαίους.Ας ούμε λίγα λόγια για αυτήν.
Κατά την κάθοδο των Γαλατών ή Κελτών με αρχηγό το Βρέννο, πρωτοστάτησαν οι Αιτωλοί. Οι Γαλάτες ήταν φοβερά πολεμικός λαός από την κεντροδυτική Ευρώπη. Ήταν ψηλοί, υπερήφανοι με τρομερή ματιά κατά το Μακελίνο, ξανθοί και πάλλευκοι κατά τον Πλούταρχο. Οι μόνοι άφθαρτοι, ικανοί να τους αντιμετωπίσουν, ήταν οι Αιτωλοί που μόλις είχαν εξέλθει από τη βαρβαρότητα, όπως παρατηρεί ο Βιλλαμόβιτς. Έστειλαν λοιπόν στις Θερμοπύλες, σ' αυτή την ιστορική πύλη εισόδου προς τη νότια Ελλάδα, για να προτάξουν εκεί άμυνα κάτι παραπάνω από 7000 "οπλιτεύοντες" και ιππείς και 790 ψιλούς (ελαφρά οπλισμένους) με τρεις στρατηγούς: τον Πολύαρχο, τον Πολύφρονα και το Λαοκράτη. Στο πλευρό τους έσπευσαν οι Βοιωτοί, οι Φωκείς, Οι Οπούντιοι Λοκροί και λίγοι Μεγαρείς. Οι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Πατρείς, αδιαφόρησαν ή αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στην αντιμετώπιση των Γαλατών του Βρέννου, ίσως γιατί ήθελαν, κατά το Γερμανό ιστορικό Μπέλοχ, να φθαρούν οι Αιτωλοί και να πέσει το γόητρό τους. Αρχηγός όλων των Ελληνικών δυνάμεων ορίσθηκε ο Αθηναίος Κάλλιπος, παρά το γεγονός ότι το κύρος των Αθηναίων αυτή την εποχή ήταν πεσμένο.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, Ο Γαλάτης στρατηγός Βρέννος φοβόταν κι υπολόγιζε ιδιαίτερα τους φιλοπόλεμους και γενναίους Αιτωλούς. Για να τους εξουδετερώσει και να τους αποσπάσει από την άμυνα των Θερμοπυλών επιχείρησε αντιπερισπασμό. Έστειλε 40.000 στρατό και 800 ιππείς με αρχηγούς τον Ορεστόριο και τον Κόμβουτη, που αφού πέρασαν το Σπερχειό, ανέβηκαν στη Θεσσαλία, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία και εισέβαλαν στην Αιτωλία. Αφού λεηλάτησαν τα ιερά και τα σπίτια έκαψαν το Κάλλιο, την ακμάζουσα πόλη των Αιτωλών κι έσφαξαν τους κατοίκους του (279 π.Χ.). Με τρόπο που προκαλεί φρίκη διηγείται ο Παυσανίας τα παθήματα των Καλλιέων. Οι Αιτωλοί δεν πρόλαβαν να τους προστατεύσουν.
Επιστρέφοντας οι Γαλάτες για το στρατόπεδο των Θερμοπυλών θέλησαν ν' ακολουθήσουν το ίδιο δρομολόγιο. Στη γραμμή όμως που ενώνει την Οξιά με τον Τυμφρηστό, στη ράχη πάνω περίπου από το σημερινό χωριό Άγιος Νικόλαος (Λάσπη), κοντά στις πηγές του Κρικελλιώτικου Ποταμού (υψόμ. 1720 μ.) τους έστησαν καρτέρι οι κάτοικοι των χωριών της Ευρυτανίας, της Αιτωλίας και της Δολοπίας, άνδρες και γυναίκες, οπλισμένοι με πρόχειρα όπλα, γεωργικά εργαλεία και ρόπαλα και τους προξένησαν τρομερό θανατικό. Από την επιδρομή στην Αιτωλία δε γύρισαν στη βάση τους μπροστά στις Θερμοπύλες ούτε οι μισοί ("ελάσσονες των ημίσεων") Γαλάτες. Ο τόπος της σύγκρουσης γέμισε από πτώματα των βαρβάρων επιδρομέων και τα κόκαλά τους άσπριζαν για πολλά χρόνια στην επιφάνεια της γης. Η θέση ονομάσθηκε "Κοκκάλια" και τ' όνομα αυτό διατηρείται ως σήμερα. Οι γεωργοί έβρισκαν ως πριν από λίγα χρόνια στα χωράφια τους, σύμφωνα με την παράδοση, ανθρώπινα κόκαλα και σκουριασμένα κομμάτια από μεταλλικά όπλα.
Στη συνέχεια οι Αιτωλοί ρίχτηκαν σ' ένα τμήμα των Κελτών, που αφού παραβίασε τις Θερμοπύλες, είχε λεηλατήσει το ιερό των Δελφών. Οι βάρβαροι όμως έπαθαν κι εδώ αφάνταστη πανωλεθρία καθώς, με τους υπερασπιστές του Δελφικού χώρου συμμάχησαν, κατά τους ιστορικούς, οι σκληρές και καταστρεπτικές καιρικές συνθήκες, μια θεομηνία που συγκλόνισε το τοπίο. Ακόμα κι οι βράχοι που αποσπώνταν από τον Παρνασσό έσπειραν το θάνατο στους επιδρομείς. Κατά τους ιστορικούς, κανένας Γαλάτης δε γύρισε τελικά στο σπίτι του ("Ουδείς υπελείφθη απελθείν οίκοι").
Οι πληροφορίες μας για το Κάλλιο είναι ελάχιστες και στηρίζονται σε φιλολογικά κείμενα, κυρίως του Παυσανία που αναφέρει ότι οι Γαλάτες που έφυγαν από τις Θερμοπύλες επιχειρώντας αντιπερισπασμό κατά των Αιτωλών "...πέρασαν πάλι τις γέφυρες του Σπερχειού προς τα πίσω, βάδισαν μέσα από τη Θεσσαλία και εισέβαλαν στην Αιτωλία". Το δρομολόγιο αυτό των Γαλατών θεωρείται ότι διαγράφεται στα νότια του Δομοκού, σημειώνει στροφή δυτικά, φθάνει στην κορυφογραμμή, (σημερινές θέσεις: Ζαχαράκη - Σιρμιτζέλη), κι από εκεί, περνώντας ασφαλώς από το δρόμο σημερινών χωριών: Νεοχωρίου - Μαυρίλου - Μερκάδας - Κάψης έφθασε στη ράχη πάνω από το χωριό Λάσπη και πιο πέρα για να κατηφορίσει προς το εσωτερικό της Αιτωλίας, όπου βρισκόταν το Κάλλιο. Για την ταυτότητα της τοποθεσίας του αρχαίου Καλλίου οι ιστορικοί διαφωνούν. Ο Ι. Βορτσέλας το τοποθετεί στη θέση του νεότερου χωριού με το όνομα Βελούχοβο της Υαίας, σήμερα σκεπασμένου με τα νερά του φράγματος του Μόρνου. Ο αρχαιολόγος Γ. Σωτηριάδης υποστηρίζει την ίδια άποψη όπως οι ξένοι Γουντχάουζ και Ντίτενβέργκερ. Σ΄ αυτά στηρίχθηκε και η επιτροπή τοπωνυμιών που έδωσε στο χωριό το όνομα Κάλλιον. Κατά το Δ. Αινιάνα το Κάλλιο βρισκόταν επάνω στην Οίτη. Στη γεωγραφία του Νουχάκι διαβάζουμε: "Τα παρά το Καρπενήσιον ερείπια κατά την εκ της Επικτήτου Αιτωλίας εις Δωρίδα είσοδον θεωρούνται ως το Κάλλιον, πόλεως καταστραφείσης υπό των γαλατών". Ο ερευνητής Πάνος Βασιλείου συμφωνεί με τους παραπάνω, παραδέχεται όμως ότι κάποια σπουδαία πόλη των Αιτωλών (ή Ευρυτάνων) πρέπει να υπήρχε στη θέση που επισημαίνουν κάποια ερείπια και ευρήματα, στο χωριό Κλαυσί.
Όλες όμως αυτές οι τοποθετήσεις για το αρχαίο Κάλλιο απομακρύνονται από τη βασική κι οπωσδήποτε αξιόπιστη πηγή, το κείμενο δηλαδή του Παυσανία, που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το αρχαίο Κάλλιο ταυτίζεται με το σημερινό χωριό Κλαψί ή Κλαυσί ή Κλαυσείον, που βρίσκεται σε σύδενδρη μαγευτική θέση ανάμεσα στο λεκανοπέδιο της Ποταμιάς του Καρπενησίου και τις Κορυφογραμμής ("Ζυγός") Τυμφρηστού - Οξιάς. [Ο Ευρυτάνας ερευνητής Δημήτριος Φαλλής υποστηρίζει σθεναρά και με πολλά επιχειρήματα, (παρά την αντίθεση των περισσοτέρων αρχαιολόγων), την ταύτιση του Κάλλιου με το Κλαυσί της Ευρυτανίας, όνομα που πήρε η αρχαία πόλη μετά τους κλαυθμούς και κοπετούς της καταστροφής της από τους Γαλάτες. Η γεωγραφική θέση του Κλαυσιού, κοντά στην εύφορη κοιλάδα της Ποταμιάς Καρπενησίου και στην απόμερη πλαγιά του Κώνισκου, υπογραμμίζουν την πιθανότητα να χτίσθηκε εκεί μια σπουδαία πόλη, όπως επιμαρτυρούν και τα δυστυχώς λίγα ευρήματα. Απ' αυτά ξεχωρίζει σε μοναδικότητα το ανασκαμμένο δάπεδο της παλιάς χριστιανικής βασιλικής του Αγίου Λεωνίδη, που ήρθε στο φως με τις ανασκαφές το 1957 και 1958. Η ύπαρξη της εκεί φανερώνει τη μεγάλη ακμή που γνώριζε τα χρόνια τις ίδρυσης του ναού (5ος αι.) ο οικισμός. Η διενέργεια συστηματικών ανασκαφών στο Κλαψί θα αποδείξει την όποια αλήθεια της εκδοχής. Πάντως, τα τεκμήρια από τις ανασκαφές στο Κάλλιο ή Καλλίπολη (Βελούχοβο) της Δωρίδας, δεν επιτρέπουν πλέον τέτοιες εικασίες. Η εμπεριστατωμένη διατριβή του αρχαιολόγου Πάντου Α. Πάντου χύνει άπλετο επιστημονικό φως στο θέμα, συνθέτοντας πλήρως και πειστικά τα ανασκαφικά, ιστορικά και επιγραφικά δεδομένα].
Κατά την κάθοδο των Γαλατών ή Κελτών με αρχηγό το Βρέννο, πρωτοστάτησαν οι Αιτωλοί. Οι Γαλάτες ήταν φοβερά πολεμικός λαός από την κεντροδυτική Ευρώπη. Ήταν ψηλοί, υπερήφανοι με τρομερή ματιά κατά το Μακελίνο, ξανθοί και πάλλευκοι κατά τον Πλούταρχο. Οι μόνοι άφθαρτοι, ικανοί να τους αντιμετωπίσουν, ήταν οι Αιτωλοί που μόλις είχαν εξέλθει από τη βαρβαρότητα, όπως παρατηρεί ο Βιλλαμόβιτς. Έστειλαν λοιπόν στις Θερμοπύλες, σ' αυτή την ιστορική πύλη εισόδου προς τη νότια Ελλάδα, για να προτάξουν εκεί άμυνα κάτι παραπάνω από 7000 "οπλιτεύοντες" και ιππείς και 790 ψιλούς (ελαφρά οπλισμένους) με τρεις στρατηγούς: τον Πολύαρχο, τον Πολύφρονα και το Λαοκράτη. Στο πλευρό τους έσπευσαν οι Βοιωτοί, οι Φωκείς, Οι Οπούντιοι Λοκροί και λίγοι Μεγαρείς. Οι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Πατρείς, αδιαφόρησαν ή αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στην αντιμετώπιση των Γαλατών του Βρέννου, ίσως γιατί ήθελαν, κατά το Γερμανό ιστορικό Μπέλοχ, να φθαρούν οι Αιτωλοί και να πέσει το γόητρό τους. Αρχηγός όλων των Ελληνικών δυνάμεων ορίσθηκε ο Αθηναίος Κάλλιπος, παρά το γεγονός ότι το κύρος των Αθηναίων αυτή την εποχή ήταν πεσμένο.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, Ο Γαλάτης στρατηγός Βρέννος φοβόταν κι υπολόγιζε ιδιαίτερα τους φιλοπόλεμους και γενναίους Αιτωλούς. Για να τους εξουδετερώσει και να τους αποσπάσει από την άμυνα των Θερμοπυλών επιχείρησε αντιπερισπασμό. Έστειλε 40.000 στρατό και 800 ιππείς με αρχηγούς τον Ορεστόριο και τον Κόμβουτη, που αφού πέρασαν το Σπερχειό, ανέβηκαν στη Θεσσαλία, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία και εισέβαλαν στην Αιτωλία. Αφού λεηλάτησαν τα ιερά και τα σπίτια έκαψαν το Κάλλιο, την ακμάζουσα πόλη των Αιτωλών κι έσφαξαν τους κατοίκους του (279 π.Χ.). Με τρόπο που προκαλεί φρίκη διηγείται ο Παυσανίας τα παθήματα των Καλλιέων. Οι Αιτωλοί δεν πρόλαβαν να τους προστατεύσουν.
Επιστρέφοντας οι Γαλάτες για το στρατόπεδο των Θερμοπυλών θέλησαν ν' ακολουθήσουν το ίδιο δρομολόγιο. Στη γραμμή όμως που ενώνει την Οξιά με τον Τυμφρηστό, στη ράχη πάνω περίπου από το σημερινό χωριό Άγιος Νικόλαος (Λάσπη), κοντά στις πηγές του Κρικελλιώτικου Ποταμού (υψόμ. 1720 μ.) τους έστησαν καρτέρι οι κάτοικοι των χωριών της Ευρυτανίας, της Αιτωλίας και της Δολοπίας, άνδρες και γυναίκες, οπλισμένοι με πρόχειρα όπλα, γεωργικά εργαλεία και ρόπαλα και τους προξένησαν τρομερό θανατικό. Από την επιδρομή στην Αιτωλία δε γύρισαν στη βάση τους μπροστά στις Θερμοπύλες ούτε οι μισοί ("ελάσσονες των ημίσεων") Γαλάτες. Ο τόπος της σύγκρουσης γέμισε από πτώματα των βαρβάρων επιδρομέων και τα κόκαλά τους άσπριζαν για πολλά χρόνια στην επιφάνεια της γης. Η θέση ονομάσθηκε "Κοκκάλια" και τ' όνομα αυτό διατηρείται ως σήμερα. Οι γεωργοί έβρισκαν ως πριν από λίγα χρόνια στα χωράφια τους, σύμφωνα με την παράδοση, ανθρώπινα κόκαλα και σκουριασμένα κομμάτια από μεταλλικά όπλα.
Στη συνέχεια οι Αιτωλοί ρίχτηκαν σ' ένα τμήμα των Κελτών, που αφού παραβίασε τις Θερμοπύλες, είχε λεηλατήσει το ιερό των Δελφών. Οι βάρβαροι όμως έπαθαν κι εδώ αφάνταστη πανωλεθρία καθώς, με τους υπερασπιστές του Δελφικού χώρου συμμάχησαν, κατά τους ιστορικούς, οι σκληρές και καταστρεπτικές καιρικές συνθήκες, μια θεομηνία που συγκλόνισε το τοπίο. Ακόμα κι οι βράχοι που αποσπώνταν από τον Παρνασσό έσπειραν το θάνατο στους επιδρομείς. Κατά τους ιστορικούς, κανένας Γαλάτης δε γύρισε τελικά στο σπίτι του ("Ουδείς υπελείφθη απελθείν οίκοι").
Οι πληροφορίες μας για το Κάλλιο είναι ελάχιστες και στηρίζονται σε φιλολογικά κείμενα, κυρίως του Παυσανία που αναφέρει ότι οι Γαλάτες που έφυγαν από τις Θερμοπύλες επιχειρώντας αντιπερισπασμό κατά των Αιτωλών "...πέρασαν πάλι τις γέφυρες του Σπερχειού προς τα πίσω, βάδισαν μέσα από τη Θεσσαλία και εισέβαλαν στην Αιτωλία". Το δρομολόγιο αυτό των Γαλατών θεωρείται ότι διαγράφεται στα νότια του Δομοκού, σημειώνει στροφή δυτικά, φθάνει στην κορυφογραμμή, (σημερινές θέσεις: Ζαχαράκη - Σιρμιτζέλη), κι από εκεί, περνώντας ασφαλώς από το δρόμο σημερινών χωριών: Νεοχωρίου - Μαυρίλου - Μερκάδας - Κάψης έφθασε στη ράχη πάνω από το χωριό Λάσπη και πιο πέρα για να κατηφορίσει προς το εσωτερικό της Αιτωλίας, όπου βρισκόταν το Κάλλιο. Για την ταυτότητα της τοποθεσίας του αρχαίου Καλλίου οι ιστορικοί διαφωνούν. Ο Ι. Βορτσέλας το τοποθετεί στη θέση του νεότερου χωριού με το όνομα Βελούχοβο της Υαίας, σήμερα σκεπασμένου με τα νερά του φράγματος του Μόρνου. Ο αρχαιολόγος Γ. Σωτηριάδης υποστηρίζει την ίδια άποψη όπως οι ξένοι Γουντχάουζ και Ντίτενβέργκερ. Σ΄ αυτά στηρίχθηκε και η επιτροπή τοπωνυμιών που έδωσε στο χωριό το όνομα Κάλλιον. Κατά το Δ. Αινιάνα το Κάλλιο βρισκόταν επάνω στην Οίτη. Στη γεωγραφία του Νουχάκι διαβάζουμε: "Τα παρά το Καρπενήσιον ερείπια κατά την εκ της Επικτήτου Αιτωλίας εις Δωρίδα είσοδον θεωρούνται ως το Κάλλιον, πόλεως καταστραφείσης υπό των γαλατών". Ο ερευνητής Πάνος Βασιλείου συμφωνεί με τους παραπάνω, παραδέχεται όμως ότι κάποια σπουδαία πόλη των Αιτωλών (ή Ευρυτάνων) πρέπει να υπήρχε στη θέση που επισημαίνουν κάποια ερείπια και ευρήματα, στο χωριό Κλαυσί.
Όλες όμως αυτές οι τοποθετήσεις για το αρχαίο Κάλλιο απομακρύνονται από τη βασική κι οπωσδήποτε αξιόπιστη πηγή, το κείμενο δηλαδή του Παυσανία, που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το αρχαίο Κάλλιο ταυτίζεται με το σημερινό χωριό Κλαψί ή Κλαυσί ή Κλαυσείον, που βρίσκεται σε σύδενδρη μαγευτική θέση ανάμεσα στο λεκανοπέδιο της Ποταμιάς του Καρπενησίου και τις Κορυφογραμμής ("Ζυγός") Τυμφρηστού - Οξιάς. [Ο Ευρυτάνας ερευνητής Δημήτριος Φαλλής υποστηρίζει σθεναρά και με πολλά επιχειρήματα, (παρά την αντίθεση των περισσοτέρων αρχαιολόγων), την ταύτιση του Κάλλιου με το Κλαυσί της Ευρυτανίας, όνομα που πήρε η αρχαία πόλη μετά τους κλαυθμούς και κοπετούς της καταστροφής της από τους Γαλάτες. Η γεωγραφική θέση του Κλαυσιού, κοντά στην εύφορη κοιλάδα της Ποταμιάς Καρπενησίου και στην απόμερη πλαγιά του Κώνισκου, υπογραμμίζουν την πιθανότητα να χτίσθηκε εκεί μια σπουδαία πόλη, όπως επιμαρτυρούν και τα δυστυχώς λίγα ευρήματα. Απ' αυτά ξεχωρίζει σε μοναδικότητα το ανασκαμμένο δάπεδο της παλιάς χριστιανικής βασιλικής του Αγίου Λεωνίδη, που ήρθε στο φως με τις ανασκαφές το 1957 και 1958. Η ύπαρξη της εκεί φανερώνει τη μεγάλη ακμή που γνώριζε τα χρόνια τις ίδρυσης του ναού (5ος αι.) ο οικισμός. Η διενέργεια συστηματικών ανασκαφών στο Κλαψί θα αποδείξει την όποια αλήθεια της εκδοχής. Πάντως, τα τεκμήρια από τις ανασκαφές στο Κάλλιο ή Καλλίπολη (Βελούχοβο) της Δωρίδας, δεν επιτρέπουν πλέον τέτοιες εικασίες. Η εμπεριστατωμένη διατριβή του αρχαιολόγου Πάντου Α. Πάντου χύνει άπλετο επιστημονικό φως στο θέμα, συνθέτοντας πλήρως και πειστικά τα ανασκαφικά, ιστορικά και επιγραφικά δεδομένα].