Κριτική για την Αναστασία από το Φυλής 104 με ημ/νία επίσκεψης 08.10.11 στην πρωινή βάρδια.
Ο Τέμπλαρ ο αρματωλός, ο Σάϊμον ο κλέφτης,
από ψηλά κατέβαινε κι' από τα κορφοβούνια.
Έχει στις τσέπες τάλαρα, μεσ΄το πουγγί του γρόσια
και μούλα χρυσοπλούμιστη βαστάει τον γέρο αφέντη.
Ο γέρος εκοιμήθηκε 'ς τη μούλα καβαλάρης
κ΄ η μούλα παραστράτησε και πήρεν άλλη στράτα,
πήρε τη στράτα της Φυλής των Μπουρδελοτσαρκαίων,
που περπατούν πακιστανοί, διαβαίνουν αραπάδες.
Ο γέρος σαν εξύπνησε κ' ευρέθη 'ς άλλη στράτα,
πολύ εδυσκολεύτηκε τη μούλα του να δέσει.
Τηράει δεξά, τηράει ζερβά, τηρά ολόγυρά του
και σταματά το βλέμμα του στην σφαλιστή την πόρτα.
Στέκει και συλλογίζεται και διασκορπά το νού του
"Τάχα μην είν' μπουρδέλο δω, μην είναι κάνα στούντιο;"
Τον λόγο δεν απόσωσε κ' η θύρα μπρός του ανοίγει
και μια κυρά ξεφάνηκε να τον προϋπαντίσει.
-Καλώς το παλικάρι μας, καλώς τον άρχοντα μας,
καλώς τον, τον αρματωλό με τη λαμπρή στολή του.
Έχω κοπέλες εύμορφες, έχω κοπέλες λάγνες,
όπου γελούν και πέφτουνε τάλαρα στις ποδιές τους.
"Για ποιές μου λές, για ποιές λαλείς, για ποιές μου συντυχαίνεις;"
-Για μιά ξανθή, για μιά ψηλή και μιά γαϊτανοφρύδα,
π' αν τις βατέψεις άρχοντα, δεν θα τ' αποξεχάσεις.
Σύρτε κοπέλες τον χορό, για βγείτε έξω κόρες,
τα κάλλη σας να δείξετε, ο αφέντης να θαυμάσει.
Πρώτη χορεύει η ξανθή, μετά η γαϊτανοφρύδα
και τελευταία η εύμορφη, η αψηλή η βέργα.
Εκείνη άμα θώρησε, εκείνη άμα είδε
εστράφη στην καλή κυρά και μονομιάς της λέγει :
"Μ' αυτήν εδώ την λυγερή, με τούτη δω τη κόρη,
μ' αυτήν τη βέργα τη ψηλή ορίζω ν' ανταμώσω.
Έβγαλε δέκα τάλαρα απ' το χρυσό πουγγί του
και πήγε και τ' ακούμπησε εις της κυράς το χέρι.
Επιάσαν το σκαλί σκαλί, τ' ωριό το μονοπάτι,
κι εκεί γλυκά τον έμπασε στον άλικο οντά τους.
Σαν ξάνοιξε ο γέροντας στο δώμα τη ματιά του,
εθαύμασε τα υφάσματα και τα πολλά στολίδια.
Η κάμαρη είχε προικιά, χρυσά είχε καντήλια,
είχε νιπτήρα και λουτρό και σφραγιστές πετσέτες.
Ο γέρος όμως που 'χε μπεί σε αρκετούς οντάδες,
γρήγορα τους αναπολεί και κοντοσυλλογάται.
"Ξέρω πως είναι δύσκολο να δείς τέτοιο παλάτι
κ' η αφέντρα που το στόλισε έχει πολλά ξοδέψει.
Μα κι' αν έχει κάμαρη προικιά κι' αν έχει και στολίδια,
πάλι δεν παύεις να θωρείς πως είναι γαμιστρώνας."
Κατόπιν ξαρματώθηκε, έβγαλε τη στολή του
κ' έλουσε στο μικρό λουτρό το γέρικο κορμί του.
Πρίν σφουγγιστεί, πριν χτενιστεί, πριν πέσει στο κρεβάτι,
η κόρη εξεπρόβαλε απ' του οντά την πόρτα.
"Κόρη πουθ' είναι ο τόπος σου και ποιό 'ναι τ' όνομά σου;"
-Ο κύρης μου είναι Ιταλός κ' η μάνα μου Ιταλίδα,
Τασούλα με βαφτίσανε, Αναστασία με λένε,
γιατί σαν πιάνω τα πουλιά, ταχιά τα ανασταίνω.
Τους δίνω 'γω γλυκά φιλιά, στα στήθια μου τα τρίβω
και μεσ' τα κολομέρια μου βγάνουν γλυκές λαλίτσες.
"Καλά τα λέγεις πέρδικα, καλά τα λέγεις κόρη,
μα τούτα που παινεύεσαι πράξη θε να τα κάμεις,
για να σε 'μπιστευτώ και 'γω και να το μολογάω,
πώς είσαι κόρη ευγενική κι εργατική κοπέλα.
Πιάσε λοιπόν τον μαύρο μου, τα δυό λαγωνικά του,
για να τα κάμεις να χαρούν, να μου τα αναστήσεις."
Τον δύσμοιρο το μαύρο του στα δυό της χέρια πιάνει
και σαν αυτός κορδώθηκε ευθύς σκουφί του βάνει.
Είκοσι ρούφους έκαμε 'ς τα μάτια δεν την είδε
κι απάνω στους εικοσιδυό τη βλέπει σκοτισμένη.
"Γιατί σκοτίσθεις αψηλή και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχεις κακή μάνα;"
Ξάφνου το χέρι του άρπαξε στο στήθος της το βάνει
και λέγει με γλυκιά φωνή τα παρακάτω λόγια.
-Μήτε πεινώ, μήτε διψώ μητ' έχω κακή μάνα.
Θωρείς εκέινη την σχισμή την αποτριχωμένη,
οπ' έχει αντάρα στην κορφή και κατακνιά στο βάθος;
Εκεί πεινώ, εκεί διψώ 'κει 'χω κακό μεγάλο
και ποιός θα μπεί και ποιός θα βγεί και ποιός θα μου το 'γειάνει;
"Εγώ θα μπω, εγώ θα βγώ, εγώ θα σου το 'γειάνω"
Την βούτηξε ο αρματωλός στην γέρική του αγκάλη
και με στοργή την έκατσε στα τέσσερά της άκρα.
Πήγε ξωπίσω της γοργά να γειάνει το κακό της
και το πουλί του βούταγε γλυκά μεσ' τη σχισμή της.
Δέκα φορές το βούτηξε, μιλία δεν της επήρε
κι απάνω είς τις δώδεκα ακούει να τσινάει.
"Τι έχεις κόρη και τσινάς κι όλο αποτραβιέσαι;"
Μήπως δεν βρήκα το κακό, μήπως δεν σου το γειένω;"
Ήβρες αφέντη το κακό και πας να μου το γειάνεις,
μον' που το γόνα μου πονεί σε τουτη δω την στάση.
Να σου γυρίσω ανάσκελα, να σου γυρίσ' ωραία;
Για να μπορείς εσύ ταχιά, να γειάνεις το κακό μου;
"Και δε γυρίζεις λυγερή και βέργα αψηλή μου,
ακόμα και τ' ανάσκελα την κάμω την δουλειά μου."
Εγύρισεν η πέρδικα μ' ορθάνοιχτα τα σκέλια
και ξάφνου οσμή πλανήθηκε στου γέρου τα ρουθούνια.
"Βρέ περιστέρα μου εύμορφη, βρε κόρη ξελογιάστρα,
μήπως τα ποδαράκια σου εξέχασες να νίψεις;
Γιατί με το που γύρισες μια μυρουδιά με πήρε
και πήρε και το μαύρο μου με τα λαγωνικά του."
Σύρε να πλύνεις βέργα μου τα όμορφα σου πόδια
και μην γυρίσεις έπειτα σε τούτο δω το δώμα.
Μην αφοβάσε πέρδικα , λεφτά δεν θέλω πίσω
τα δέκα μου τα τάλαρα εγώ δεν θα ζητήσω
Μον' να θυμάσαι αψηλή τα πόδια σου να πλένεις,
προτού με κάποιον άρχοντα πλαγιάσεις μεσ' το δώμα.
Ξεύρεις οι γεροαρματωλοί, αγκάλη αναζητούνε
και δεν τους νοιάζει μοναχά σχισμούλες να πηδούνε."
Αυτά 'πε ο αρματωλός, αυτά είπε ο κλέφτης
και κίνησε ν' αρματωθεί να βάλει την στολή του.
Καβάλησε την μούλα του, την χρυσοπλουμισμένη
και πήρε το δρομί δρομί, που πάει στα κορφοβούνια.
Διάφορες επεξηγήσεις:
Η στάθμευση στάθηκε επιεικώς δύσκολη. Η κυρία επί της υποδοχής ήταν ευγενέστατη. Ο χώρος είναι από τους πιο πολυτελείς και από τους πιο άρτια εξοπλισμένους. Είναι πασιφανές ότι η ιδιοκτήτρια έχει ξοδέψει αρκετά χρήματα γιο αυτόν τον σκοπό. Κατά την προσωπική μου άποψη όμως, κάποιες λεπτομέρειες τον κάνουν να δείχνει λιγότερος από αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Οι αναρτημένες φωτογραφίες της κοπέλας είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα, εκτός από την χροιά του δέρματος η οποία είναι σαφώς πιό σκούρα. Οι υπηρεσίες της -εξαιρουμένου του αξιόλογου στοματικού- ήταν τυπικές και χωρίς ιδιαίτερα προκαταρκτικά. Αυτό είναι κρίμα γιατί είναι ψηλή, νέα, όμορφη, καλλίγραμμη και συνεπώς διαθέτει όλα τα φυσικά προσόντα για μιά επιτυχή συνεύρεση. Άν προσπαθήσει να βελτιώσει τις υπηρεσίες της όπως και να ασχοληθεί λίγο παραπάνω με την υγιεινή των ποδιών της , θα αποτελεί μια λίαν καλή επιλογή. Μέχρι τότε όμως, δεν δύναμαι να την συστήσω..