Μιλώντας για λατίνες, έφαγα αυτές τις μέρες δύο φόλες μεγατόνων.
Η πρώτη ήταν από τη Βερόνικα από Βενεζουέλα στο Φυλής 71Β (όροφο), ενώ
η δεύτερη από την κολομβιανή Νικόλ στο Φωκαίας 13 υπόγειο σε συνεργασία με τη μαυρομάλλα κοντόχοντρη νευρική βάβω τσατσά που δουλεύει και στο Λιοσίων 73 πάνω.
Φρικτές εμπειρίες, πεταμένα λεφτά.
Θα τα γράψω πιο αναλυτικά σε επόμενο ποστ.
Προς το παρόν μακριά κι απ' τις τρεις!
Λοιπόν ας τα πω αναλυτικά γι'αυτές τις δύο απατεώνισσες, την Νικόλ και την κοντόχοντρη νευρική μαυρομάλλα βάβω τσατσά που δουλευει και στο Λιοσίων 73 πάνω.
Καταρχάς μπήκε η Νικόλ ψυχρή και σοβαρή και μου κάνει νόημα σε φάση "περίμενε μισό λεπτό και επιστρέφω" και πήγε μάλλον για σαλονάρισμα.
Όταν ξαναήρθε γδυνόταν με αργές κινήσεις για να σκοτώσει χρόνο.
Δε μιλάει ούτε αγγλικά, ούτε ελληνικά.
Οταν την χαϊδευα στην αρχή, καθόταν ακίνητη και με κοίταζε θυμωμένη.
Η πίπα της ήταν διεκπεραιωτική, της έλεγα να με κοιτάξει αλλά δεν.
Πάνω λοιπόν που το πουτανάκι ήταν έτοιμο να κάτσει πάνω μου, η τσατσά χτύπησε πόρτα πριν καν περάσει πεντάλεπτο (!!!) που να της μαραθούν τα χέρια και ακούστε αυτό, η πουτανίτσα σταμάτησε κι άρχισε να ντύνεται για να φύγει!
Είπα στην τσατσά ότι ούτε 5' δεν είμαι μέσα και αντί να μαζευτεί φώναζε κι από πάνω και μου λέει σε φάση και καλά χαριστικά ότι έχω άλλα 5 λεπτά.
Έλα όμως που το πουτανάκι όπως είπα δεν καταλαβαίνει ελληνικά και πήγε στην πόρτα να ρωτήσει την τσατσά τι να κάνει και γυρνώντας πίσω μου 'δειχνε η παλιοκαριόλα "άλλο 1'" και της λέω "5 είπε η κυρά σου".
Μ'αυτά και μ'αυτά μου 'πεσε εντελώς, γιατί δεν υπάρχει για μένα πιο ξενερωτικό πράγμα από τη δυσαρέσκεια και την απροθυμία της παρτενέρ γενικά, και την απατεωνιά των επαγγελματιών ειδικά.
Προσπαθούσα για κάνα δίλεπτο να τον σηκώσω μπας και σώσω το εικοσάρικο, μπήκα για λίγο αλλά είχα ξενερώσει και της είπα να φύγει.
Καθώς ντυνόμασταν η τσατσά ξαναχτύπησε την πόρτα, φώναζε και μου λεγε κάτι τσάτσικες παπάτζες του στυλ "σε θυμήθηκα" (παίζει να μην έχω ξαναπεράσει σε δωμάτιο με αυτήν υπηρεσία) και "όταν με βλέπεις θα λακάς".
Και όταν βγήκα απ'το δωμάτιο το σαλόνι ήταν άδειο!
Δεν υπήρχε δηλαδή λόγος βιασύνης.
Φεύγοντας την έκραξα και άκουσε τις φωνές και ένας συναγωνιστής που είχε μόλις μπει στον οίκο.
Η τσατσά δεν τόλμησε να βγει απ'το δωματιάκι αλλά μου φώναζε κι αυτή.
Μαύρο και μακάρι απέλαση και στις δύο.