Την ιστορία που θα βάλω εδώ την έβαλα και αλλού εδώ μέσα, αλλά μου την έσβησαν.
Ίσως εκεί ήταν εκτός θέματος.
Ελπίζω ότι εδώ δε θα είναι.
Είδα αυτό το ποστ του gianevan και έκανα συσχετισμό.
Νομίζω πως στην Ελλάδα τρεις δουλειές αντέχουν ακόμα.
Ο καφές, το φτηνό φαγητό [size=14pt]και η βίζιτα![/size]
Η τρίτη είναι και η καλύτερη σαφώς, διότι δεν έχει φόρους, αποσβέσεις κεφαλαίων κλπ, αλλά [size=14pt]πρέπει να έχεις και τα κατάλληλα προσόντα.[/size]
Συνοικιακό καφενείο.
Στάθης ο καφετζής. Ποδίτσα, δίσκος, και όλοι οι πελάτες που πήγαιναν να περάσουν την ώρα τους, φίλοι του.
Κι αν κάποιος κάποια μέρα δεν είχε να πληρώσει τον καφέ του, δε χάλαγε ο κόσμος. Τον κέρναγε ο Στάθης.
Μπαίνει ο Παντελής, που είχε να φανεί καμιά βδομάδα. Και ήταν προφανές ότι τα οικονομικά του δεν πήγαιναν καλά, φαινόταν και στη φάτσα του.
-«Τι έγινε ρε Παντελή, χάθηκες. Όλα καλά? Δε σε βλέπω και πολύ στα πάνω σου!» λέει ο Στάθης. –«Κάτσε να σε κεράσω ένα καφεδάκι».
-«Δεν είμαι καλά ρε συ Στάθη, δεν έχω μία», λέει ο Παντελής. –«Και δε γίνεται να με κερνάς καφέδες συνέχεια, και συ μαγαζί έχεις, τους τελευταίους δέκα καφέδες όλους μου τους κέρασες. Δε μ’ αρέσει, δεν αισθάνομαι καλά. Άσ’ το»
-«Έλα μωρέ, δε χάλασε ο κόσμος, κάτσε να σου φέρω έναν καφέ να τα πούμε», λέει καλός ο Στάθης.
Φέρνει τον καφέ και το νερό, κάθεται στο τραπεζάκι, κερνάει τον Παντελή και ένα τσιγάρο.
-«Γιατί έτσι ρε Παντελή, τι δεν πάει καλά»? ρωτάει ο καφετζής.
-«Τι να σου πω σε συ Στάθη, τίποτα δεν πάει καλά. Έχω να πουλήσω πράμα δυο μήνες. Χρωστάω διόμισι χιλιάρικα στην τράπεζα από κείνη την κάρτα –τι ήθελα και την έβγαλα ο μαλάκας– , χρωστάω τέσσερα νοίκια στην κυρά Ειρήνη και ντρέπομαι να τη δω, δεν έχω μία να πάρω κάτι να φάω, και στο καπάκι μου ‘ρθε και μια ΔΕΗ τώρα 350 ευρώ –είναι και η σόμπα βλέπεις– και αν δεν την πληρώσω θα μου κόψουν το ρεύμα. Πως να την πληρώσω? Άσ’τα, χάλια, και το χειρότερο δε βλέπω φως από πουθενά. Πως να ‘χω κέφια έτσι που είμαι? Καλά που έχω και σένα όχι για τον καφέ, αλλά να, στα λέω και ξεσκάω βρε παιδί μου. Αλλά λύση δε βλέπω. Δεν ξέρω τι να κάνω!»
-«Χμμμμ...» λέει ο καφετζής. «Κοίτα, κι άλλοι έχουν περάσει δύσκολα, και όλο και κάτι γίνεται πάντα στο τέλος. Κάνε υπομονή. Κάτι θα γίνει».
-«Σαν τι να γίνει ρε συ Στάθη? Μήπως έχω θείο στην Αμερική να του ζητήσω βοήθεια? Δεν έχω. Μήπως έχω κτήμα στο χωριό να πάω να βάλω λαχανικά να τρώω και να τα γράψω όλα στ’ αρχίδια μου? Δεν έχω. Άσε, σου λέω δεν υπάρχει φως από πουθενά. Δεν ξέρω πια τι να κάνω».
-«Ντάξει, σε καταλαβαίνω, αλλά άμα μου τα λες έτσι σκέφτομαι ότι κάτι υπάρχει που άκουσα, και ίσως σε βοηθήσει λίγο. Έχεις διάθεση?» λέει ο Στάθης ο καφετζής.
-«Πλάκα κάνεις? Ότι να 'ναι! έτσι που έχω φτάσει, και βόθρους να με βάλουν να καθαρίζω, θα το κάνω. Έχω άλλη λύση ρε συ Στάθη? Δεν έχω! Οπότε λέγε, τι είναι αυτό που άκουσες? Να πάω να το ψάξω. Δουλειά είναι? Τι δουλειά?» ρωτάει ο Παντελής.
-«Κοίτα, την οδό Θέκλας εδώ πιο κάτω την ξέρεις? Πέμπτο στενό είναι» λέει ο Στάθης.
-«Δε την ξέρω, θα τη βρω. Εκεί θα κολλήσουμε τώρα?» κάνει ο Παντελής. «Για λέγε!»
-«Να, κοίτα, μου είπαν ότι εκεί στη Θέκλας είναι ένας τύπος, Βρασίδας? Βουκεφάλας? κάπως έτσι μου τον είπαν, δε το θυμάμαι το όνομα, που είναι πούστης. Μένει σε μια μονοκατοικία στη Θέκλας, και είναι κονομημένος. Αν πάει κάποιος λοιπόν που τον γουστάρει, επειδή δεν πολυβγαίνει και δε γνωρίζει πολύ κόσμο, δίνει 200 ευρώ για να του τον καρφώσεις από πίσω. Αυτό μου είπαν», λέει ο Στάθης ο καφετζής.
-«Τι λε ρε παιδί μου, εκεί έχουμε φτάσει? Που παμε ρε, που πάμε!» λέει έκπληκτος ο Παντελής για την κατάπτωση και την έκλυση των ηθών της κοινωνίας μας.
-«Ναι, είδες? Αυτό μου είπαν. Ρώϋτερς είναι το καφενείο, όλα τα μαθαίνει κανείς εδώ. Και επειδή μου είπες τα χάλια σου, σκέφτηκα να στο πω», λέει ο Στάθης.
Παντελής: -«Δηλαδή ρε συ Στάθη, μου λες να πάω να γαμήσω τον πούστη για να βγάλω 200 ευρώ? Αυτό μου λες?»
-«Όχι ρε Παντελή, δε στο λέω για να πας, στο λέω για να ξέρεις ότι υπάρχει κι αυτό, εσύ δε μου κλαίγεσαι ότι δεν έχεις μία, ότι χρωστάς νοίκια, ότι θα σου κόψουν το ρεύμα, όλα αυτά? Το άκουσα, να μη στο πω? Στο λέω!» διαμαρτύρεται ο Στάθης, σηκώνεται απ’ το τραπέζι και πάει στον πάγκο του.
Ο Παντελής μένει με το μισό καφέ σκεπτικός. –«Ρε λες?» σκέφτεται. «Αλλά και πάλι, να γαμήσω πούστη για τα λεφτά? Δε μου πάει, ρε γαμώτο μου», σκέφτεται, αλλά απ’ την άλλη σκέφτεται και ποια τρύπα χρέους θα βούλωνε με 200 ευρώ.
Όταν ξαναπερνάει ο Στάθης με το δίσκο, τον πιάνει ο Παντελής απ’ το μανίκι:
-«Που είπες ότι είναι αυτός ο τύπος?»
Στάθης:
-«Βγαίνοντας απ’ το καφενείο πας δεξιά. Δεύτερο στενό, πας αριστερά. Περπατάς 5 στενά, το πέμπτο είναι η Θέκλας. Εκεί κάνεις δεξιά. Μου είπαν ότι είναι στο αριστερό σου χέρι, δεύτερο ή τρίτο σπίτι. Μονοκατοικία είναι, φαίνεται» λέει ο Στάθης.
Κάθεται λίγο ακόμα στο καφενείο ο Παντελής, και μετά σηκώνεται. Δεν είχε και που να πάει. –«Δεν πάω να ρίξω μια ματιά?» σκέφτεται. «Δε θα γίνω πούστης επειδή θα περπατήσω μέχρι εκεί να δω το σπίτι», σκέφτεται.
Μια-δυο, ακολουθώντας τις οδηγίες φτάνει έξω από τη μονοκατοικία. Πράγματι, μια μονοκατοικία μες τις πολυκατοικίες της συνοικίας, μάντρα με κάγγελο, λεμονιές από μέσα, καγγελόπορτα στη μάντρα, «έβγαζε» μια αρχοντιά αυτό το παλιό και καλοδιατηρημένο σπίτι.
-«Ρε λες?» σκέφτεται ο Παντελής. Βάζει το χέρι στην τσέπη του και το μόνο που έπιασε ήταν ένα κουμπί που του είχε φύγει νωρίτερα απ’ το πουκάμισο. Σκέφτηκε τη ΔΕΗ που έληγε σε 6 μέρες, και την κυρά Ειρήνη που ντρεπόταν να της πει καλημέρα γιατί της χρώσταγε.
-«Δε γαμιέται, θα πάω να δω» ήταν η επόμενη σκέψη του.
Κοιτώντας μη τον βλέπει κανένας απ τη γειτονιά πλησιάζει την καγγελόπορτα, και χτυπάει το κουδούνι που ήταν στην κολώνα.
«Γκζζζζζζζζ» μετά από λίγο ακούγεται το ηλεκτρικό κυπρί που ανοίγει το φύλλο της πόρτας από μέσα.
Μπαίνει, κλείνει πίσω του και βλέπει φως να ανάβει πίσω απ’ τα αδιαφανή τζάμια της εξώπορτας του σπιτιού.
Η πόρτα ανοίγει, και εμφανίζεται ένας τύπος, 40-45 χρονών που φόραγε μια κόκκινη ρόμπα:
-«Παρακαλώ?»
-«Καλησπέρα σας, μου είπε ένας γνωστός μου...» άρχισε να λέει ο Παντελής.
-«Ναι, κατάλαβα, δεν υπάρχει πρόβλημα. έλα μέσα» λέει ο τύπος.
Σεμνά ο Παντελής ακολουθεί τον άγνωστο. Φτάνουν σε ένα σαλόνι με παλιά έπιπλα.
-«Καθήστε».
-«Ναι, ξέρετε, εγώ...» άρχισε να λέει ο Παντελής.
-«Ξέρω, ξέρω. Σας είπα δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα θέλατε ένα ποτό? Ένα ουϊσκι ίσως?» λέει ο τύπος με τη ρόμπα.
-«Εεεεε... ναι, αν δε σας βάζω σε κόπο...» ψελλίζει ο Παντελής. Του χρειαζόταν το ποτό, γιατί είχε τρακ.
Έρχεται και το ποτό με τα παγάκια να κουδουνίζουν, τραβάει μια γουλιά ο Παντελής ("Στην υγειά σας"), οπότε ο τύπος του λέει:
-«Αυτός που σας μίλησε για μένα, θα σας είπε υποθέτω και τις λεπτομέρειες της συνεργασίας μας. Για 200 ευρώ, σας μίλησε?»
-«Ναι, ακριβώς...» λέει ο Παντελής.
-«Ωραία λοιπόν, άρα δεν υπάρχει πρόβλημα, πάμε προς το δωμάτιο, αν θέλετε πάρτε και το ποτό μαζί σας» λέει ο τύπος.
Ακολουθεί ο Παντελής, πάνε σε ένα άλλο δωμάτιο, αρχίζει να τον χουφτώνει ο τύπος, του ξεκουμπώνει ρούχα, πέφτει και η ρόμπα κάτω, τρίβει ο τύπος, κάποια στιγμή του λέει του Παντελή «Γύρνα τώρα και στήσου», και πιάνει ένα σωληνάριο με λιπαντικό.
-«Μα...» ψελλίζει ο Παντελής!
-«Δεν έχει «μα». Έτσι είναι αυτές οι δουλειές. Τη μια είσαι ενεργητικός, την άλλη παθητικός. Εγώ απόψε την έχω δει ενεργητικός. Το έχεις ξανακάνει?» Λέει ο τύπος.
-«Όχι, ποτέ, και ξέρεις εγώ...» λέει ο Παντελής.
-«Ξέρω, ξέρω, εν τάξει. Αφού δεν το ‘χεις ξανακάνει, θα προσέχω. Μη φοβάσαι, εγώ το έχω ξανακάνει, χα-χα-χα!» λέει ο τύπος. «Σκύψε τώρα, και χαλάρωσε».
Σκύβει ο Παντελής, και φαπ, του τον φορμάρει ο τύπος.
Αφού τέλειωσε η δουλειά, φοράνε ρούχα, και ξαναπάνε στο σαλόνι.
-«Ξέρετε, εγώ...» ψελλίζει ο Παντελής.
-«Ξέρω, ξέρω, μην ανησυχείς. Ότι είπαμε ισχύει. Ορίστε!» λέει ο τύπος, ανοίγει ένα συρτάρι, και δίνει στον Παντελή ένα κατοστάρικο και δυο πενηντάρικα.
-«Ευχαριστώ, αλλά ξέρετε, εγώ...» το χαβά του ο Παντελής.
-«Κοίτα, φίλε, μη στενοχωριέσαι. Για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά. Ούτε θα μαθευτεί τίποτα, ούτε έπαθες τίποτα. Κι όποτε θέλεις να με ξαναδείς, ξέρεις το δρόμο. Και τα διακόσια, διακόσια. Άντε τώρα, να σε πάω έξω, γιατί έχω να κάνω κάτι τηλεφωνήματα» είπε ο τύπος με τη ρόμπα.
Σε λίγο ο Παντελής ήταν έξω με 200 ευρώ στην τσέπη. Είχε νυχτώσει.
Την άλλη μέρα πλήρωσε δυο νοίκια στη σπιτονοικοκυρά του, έφαγε και μια καλή μακαρονάδα στο μαγέρικο, πήρε και ένα πακέτο τσιγάρα, απ’ τα διακόσια του είχαν μείνει μόνο κέρματα.
Τρίτη-τέταρτη μέρα έπρεπε να κάνει πάλι κάτι για να βρει λεφτά. Σκεφτόταν τον τύπο στη μονοκατοικία, αλλά σκεφτόταν και το καζίκι που έπαθε με την ψωλή στον κώλο του. «Ρε τον πούστη, πως με τούμπαρε έτσι!» σκεφτόταν. «Αλλά την επόμενη φορά θα του δείξω εγώ!»
Χωρίς να το καταλάβει, τα βήματα του τον έφεραν πάλι μπροστά απ’ την μονοκατοικία με την καγγελόπορτα.
«Ντρίιιιιιιν»
«Γκζζζζζζζ» και η καγγελόπορτα άνοιξε.
Πάλι ο τύπος στην πόρτα: -«Καλώς’ τον!»
-«Καλησπέρα. Ήρθα πάλι, αλλά....» άρχισε ο Παντελής.
-«Ναι, καλά, ξέρω. Έλα μέσα».
Ποτάκι, δωμάτιο, κρέμα, αλλά ο Παντελής την είχε δει αλλιώς.
-«Κοίτα, είπαμε, μια ενεργητικός και μια παθητικός, αυτό δεν είπες?» λέει ο Παντελής.
-«Ναι, αλλά και σήμερα την έχω δει ενεργητικός. Τι να σου κάνω? Στήσου!» λέει ο τύπος και του τον ξαναφορμάρει του Παντελή.
Με 200 στην τσέπη, ο Παντελής φεύγει, και για τις επόμενες 3-4 μέρες τακτοποίησε και κάποιες ακόμα υποχρεώσεις του.
Σε 3-4 μέρες να τος πάλι στη μονοκατοικία, και το πράμα πήγαινε σκονί-κορδόνι. Με 200 από 7-8 φορές το μήνα έβγαζε και το νοίκι του, και τη ΔΕΗ, και έτρωγε καλά, και καφέδες κέρναγε, όλα ωραία. Η ζωή του είχε στρώσει. Πήρε και καινούρια παπούτσια γιατί τα παλιά έμπαζαν νερό.
Τον έτρωγε όμως μέσα του ότι τόσες φορές είχε πάει σ’ αυτόν τον πούστη στη μονοκατοικία που τον πλήρωνε, και μια φορά δε τον είχε γαμήσει.
-«Ρε το μπούστη, πως με έχει καταφέρει έτσι ρε γαμώτο μου? Την επόμενη φορά θα του το πω στα ίσα όμως, δεν πάει άλλο, η κατάσταση θα ξεκαθαρίσει», σκέφτηκε ο Παντελής και ήταν αποφασισμένος.
Την επόμενη φορά πάει, μπαίνουν στο δωμάτιο, απλώνει ο τύπος την κρέμα στην ψωλή του, του λέει «Σκύψε» του Παντελή, οπότε ο Παντελής σκύβοντας του λέει:
[size=12pt]-«Άκου να σου πω, αρκετό καιρό τράβηξε αυτό το βιολί και πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε: Ο πούστης εδώ είσαι εσύ, [size=14pt]ΕΝ ΤΑΞΕΙ?»[/size][/size]