Η πορνεία υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων. Η έκφραση το «αρχαιότερο επάγγελμα» του κόσμου λέει πολλά για τη μακροβιότητα της. Εξάλλου σε όλη τη γνωστή αρχαιότητα υπήρχε ο θεσμός της ιερής πορνείας, όπου γυναίκες και άντρες ιερείς ασκούσαν αυτό το λειτούργημα προς τιμήν διαφόρων θεών τους οποίους υπηρετούσαν. Στην Αθήνα όμως η πορνεία έγινε επίσημος θεσμός. Οι Αθηναίοι είχαν επιχειρηματικό πνεύμα. Έτσι ο Σόλων, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας και αυτός που έθεσε τις βάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας, καθιέρωσε την πορνεία, για να προστατεύσει την καθαρότητα της φυλής από τις φυσιολογικές ορμές των νέων, αλλά επέβαλε και τον αντίστοιχο φόρο, το πορνικόν τέλος όπως ονομαζόταν.
Κάθε χρόνο η Βουλή εκμίσθωνε αυτό το φόρο. Δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για τακτική εισφορά ή αν μεταβαλλόταν ανάλογα με τα εισοδήματα. Γνωρίζουμε όμως πως οι αρχές της τάξης επόπτευαν τη σύγκλιση των τιμών. Αυλητρίδες, τραγουδίστριες, χορεύτριες δεν επιτρεπόταν να παίρνουν αμοιβές μεγαλύτερες των δύο δραχμών. Αν κάποιος εκμισθωτής ανέβαζε την ταρίφα, τιμωρούνταν. Οι επενδύσεις στο χώρο των οίκων ανοχής ήταν προσοδοφόρες. Πολλοί αξιοσέβαστοι Αθηναίοι ήταν ιδιοκτήτες τέτοιων χώρων και είχαν μια ακόμη επιχείρηση στα περιουσιακά τους στοιχεία. Από μια απολογία του Ισαίου μαθαίνουμε ότι ένας Αθηναίος, ο Ευκτήμονας, συμπεριλάμβανε στα εισοδήματα του και τα κέρδη από δύο πορνεία. Το ένα στον Πειραιά και το άλλο στον Κεραμεικό. Το επάγγελμα όμως του μαστροπού-διαχειριστή τέτοιων οίκων, αν και νόμιμο, ήταν στα χέρια πολιτών τελευταίας υποστάθμης.
Παρόλο που τα πορνεία ήταν νόμιμα, πάντα υπήρχαν κίνδυνοι στη λειτουργία τους. Δεν χρειαζόταν και πολύ για να ανάψουν τα αίματα των ξαναμμένων πελατών. Ο Ηρώνδας, τον 3ο αι. π.Χ. μας περιγράφει μια σκηνή όπου κάποιοι νεαροί σπάνε την πόρτα ενός τέτοιου οίκου, βάζουν φωτιά στο μαγαζί, αρπάζουν ένα από τα κορίτσια και σαπίζουν στο ξύλο τον υπεύθυνο του οίκου.
Σε αυτούς τους οίκους ανοχής σύχναζαν όλες οι ηλικίες, από γεμάτοι ορμές νεαροί μέχρι ηλικιωμένοι που έτρεφαν ακόμα ελπίδες.
Πόρνες ήταν είτε σκλάβες που πωλούσαν το κορμί τους σε ντόπιους και περαστικούς, είτε παιδιά που είχαν εγκαταλειφθεί από τους φτωχούς γονείς τους. Είτε νέοι που τους άρπαξαν πειρατές και τους πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. Η σεξουαλική εκμετάλλευση και η εκπαίδευση των μελλοντικών πόρνων (κοριτσιών και αγοριών) άρχιζε από νωρίς ώστε να γίνει εγκαίρως η απόσβεση.
Οι διακυμάνσεις στις τιμές ήταν πολύ μεγάλες. Ανώτατη τιμή δέκα χιλιάδες δραχμές την εποχή του Δημοσθένη, κατώτατη ένας οβολός την εποχή του Σόλωνα. Οι κωμικοί ποιητές σύστηναν το φτηνό έρωτα στα πορνεία για την τιμή αλλά και για άλλους λόγους. Εκεί υπήρχαν πολλές δυνατότητες επιλογών. Κανένας κίνδυνος για αρρώστιες και καμιά ανάγκη να κρυφτείς. Η πορνεία δεν περιοριζόταν στους οίκους ανοχής. Υπήρχε και το πεζοδρόμιο. Η πιάτσα οριζόταν κατά μήκος των οχυρωμάτων, όπου συναντούσες αγόρια και κορίτσια τα οποία εκδίδονταν. Βέβαια το να αναζητήσει την ευχαρίστηση κάποιος εκεί έκρυβε κάποιο ρίσκο. Γνωστή είναι η περίπτωση του Σοφοκλή, που έπειτα από μια γρήγορη ερωτική συνεύρεση με ένα αγόρι του δρόμου, βρέθηκε χωρίς χιτώνα, αφού ο περιστασιακός εραστής του τον έκλεψε φεύγοντας.
Εταίρες και Ερωτικά Συμβόλαια
Εκτός από τις περιστασιακές συνευρέσεις σε οίκους ανοχής ή στο πεζοδρόμιο, υπήρχαν και πόρνες πολυτελείας οι γνωστές εταίρες. Αυτές ήταν καλλιεργημένες και πνευματώδεις γυναίκες και η τιμή τους ήταν ακριβή. Κατά συνέπεια δεν μπορούσε να τις χαρεί κάποιος πελάτης αν δεν ήταν οικονομικά ευκατάστατος. Ο κωμωδιογράφος Αντιφάνης τον 4ο π.Χ. αιώνα παρατηρούσε ότι μια εταίρα ήταν καταστροφή για όποιον τη σπίτωνε και την τάιζε. Το κακό με τις φιλενάδες δεν ήταν τόσο οι τιμές των συναντήσεων, όσο τα έξοδα συντήρησης.
Είναι γνωστός ο μισογυνισμός των αρχαίων Ελλήνων. Γι� αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η κακία με την οποία έβαζαν στο στόχαστρο τις εταίρες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Ασπασία, η εταίρα με την οποία ζούσε ο Περικλής, δέχτηκε πολλές προσβολές. Στιγματίστηκε ως έκφυλη, κοινή και σκύλα. Κατηγορήθηκε ότι εκπαίδευε νεαρές πόρνες και σύρθηκε στα δικαστήρια, όπου αθωώθηκε με την επέμβαση του Περικλή.
Ο Απολλόδωρος στο λόγο του Κατά Νεαίρας (340 π.Χ.) φανερώνει τις ακολασίες, τις απάτες, τα κόλπα, τους εκβιασμούς, τις μηνύσεις που στολίζουν το βίο της Νέαιρας, η οποία από νεαρή πόρνη της Κορίνθου εξελίχτηκε επιδέξια μέχρι που έγινε γυναίκα ενός Αθηναίου πολίτη και πάντρεψε την κόρη της με ένα σημαντικό πολιτικό.
Η υπηρεσίες μιας εταίρας ή ενός αγοριού μπορούσαν να εξασφαλιστούν είτε κατ� αποκλειστικότητα είτε με συνιδιοκτησία. Οι ερωτικές συμφωνίες δεν τηρούνταν πάντα. Οι ανταγωνιζόμενοι έλυναν τις διαφορές τους μ� ένα γερό ξύλο ή απευθυνόμενοι στα δικαστήρια. Οι αθηναϊκοί νόμοι θεωρούσαν έγκυρες τις συνομολογήσεις που γίνονταν. Δεν απαιτούσαν ηθικά θεμιτά κριτήρια για την ισχύ μιας συμφωνίας. Οι συμφωνίες είναι συμφωνίες, όσο αισχρές και αν είναι και πρέπει να γίνονται σεβαστές. Ο Πλαύτος μάς παρέδωσε ένα ερωτικό συμβόλαιο, αντιγραμμένο από κάποιο ελληνικό πρότυπο. Σε αυτό καθορίζονται με κάθε λεπτομέρεια οι υποχρεώσεις αμφότερων των πλευρών. Στο λόγο του Λυσία Περί Τραύματος εκ Προνοίας εξετάζεται ένα τέτοιο γεγονός. Δύο Αθηναίοι, ευκατάστατοι και αδελφικοί φίλοι, εξαγόρασαν μια κοπέλα. Έπειτα από ένα απρόβλεπτο φόρο, που κανείς από τους δύο δεν ήθελε να πληρώσει, κατέληξαν σε ανταλλαγή περιουσιών. Στη συνέχεια μετάνιωσαν για την ανταλλαγή και επέστρεψαν τα κατασχεμένα αγαθά. Όμως αυτός που είχε την κοπέλα την κράτησε και δεν είχε καμιά διάθεση να καταβάλει το ποσό που πλήρωσε ο συναγοραστής. Η κατάληξη αυτής της ιστορίας ήταν ο τύπος που ένιωθε εξαπατημένος να δώσει ένα γερό χέρι ξύλο στον απατεώνα και να ζητήσει τη βοήθεια του Λυσία, για να γλιτώσει τις σκληρές ποινές.
Κάθε χρόνο η Βουλή εκμίσθωνε αυτό το φόρο. Δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για τακτική εισφορά ή αν μεταβαλλόταν ανάλογα με τα εισοδήματα. Γνωρίζουμε όμως πως οι αρχές της τάξης επόπτευαν τη σύγκλιση των τιμών. Αυλητρίδες, τραγουδίστριες, χορεύτριες δεν επιτρεπόταν να παίρνουν αμοιβές μεγαλύτερες των δύο δραχμών. Αν κάποιος εκμισθωτής ανέβαζε την ταρίφα, τιμωρούνταν. Οι επενδύσεις στο χώρο των οίκων ανοχής ήταν προσοδοφόρες. Πολλοί αξιοσέβαστοι Αθηναίοι ήταν ιδιοκτήτες τέτοιων χώρων και είχαν μια ακόμη επιχείρηση στα περιουσιακά τους στοιχεία. Από μια απολογία του Ισαίου μαθαίνουμε ότι ένας Αθηναίος, ο Ευκτήμονας, συμπεριλάμβανε στα εισοδήματα του και τα κέρδη από δύο πορνεία. Το ένα στον Πειραιά και το άλλο στον Κεραμεικό. Το επάγγελμα όμως του μαστροπού-διαχειριστή τέτοιων οίκων, αν και νόμιμο, ήταν στα χέρια πολιτών τελευταίας υποστάθμης.
Παρόλο που τα πορνεία ήταν νόμιμα, πάντα υπήρχαν κίνδυνοι στη λειτουργία τους. Δεν χρειαζόταν και πολύ για να ανάψουν τα αίματα των ξαναμμένων πελατών. Ο Ηρώνδας, τον 3ο αι. π.Χ. μας περιγράφει μια σκηνή όπου κάποιοι νεαροί σπάνε την πόρτα ενός τέτοιου οίκου, βάζουν φωτιά στο μαγαζί, αρπάζουν ένα από τα κορίτσια και σαπίζουν στο ξύλο τον υπεύθυνο του οίκου.
Σε αυτούς τους οίκους ανοχής σύχναζαν όλες οι ηλικίες, από γεμάτοι ορμές νεαροί μέχρι ηλικιωμένοι που έτρεφαν ακόμα ελπίδες.
Πόρνες ήταν είτε σκλάβες που πωλούσαν το κορμί τους σε ντόπιους και περαστικούς, είτε παιδιά που είχαν εγκαταλειφθεί από τους φτωχούς γονείς τους. Είτε νέοι που τους άρπαξαν πειρατές και τους πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. Η σεξουαλική εκμετάλλευση και η εκπαίδευση των μελλοντικών πόρνων (κοριτσιών και αγοριών) άρχιζε από νωρίς ώστε να γίνει εγκαίρως η απόσβεση.
Οι διακυμάνσεις στις τιμές ήταν πολύ μεγάλες. Ανώτατη τιμή δέκα χιλιάδες δραχμές την εποχή του Δημοσθένη, κατώτατη ένας οβολός την εποχή του Σόλωνα. Οι κωμικοί ποιητές σύστηναν το φτηνό έρωτα στα πορνεία για την τιμή αλλά και για άλλους λόγους. Εκεί υπήρχαν πολλές δυνατότητες επιλογών. Κανένας κίνδυνος για αρρώστιες και καμιά ανάγκη να κρυφτείς. Η πορνεία δεν περιοριζόταν στους οίκους ανοχής. Υπήρχε και το πεζοδρόμιο. Η πιάτσα οριζόταν κατά μήκος των οχυρωμάτων, όπου συναντούσες αγόρια και κορίτσια τα οποία εκδίδονταν. Βέβαια το να αναζητήσει την ευχαρίστηση κάποιος εκεί έκρυβε κάποιο ρίσκο. Γνωστή είναι η περίπτωση του Σοφοκλή, που έπειτα από μια γρήγορη ερωτική συνεύρεση με ένα αγόρι του δρόμου, βρέθηκε χωρίς χιτώνα, αφού ο περιστασιακός εραστής του τον έκλεψε φεύγοντας.
Εταίρες και Ερωτικά Συμβόλαια
Εκτός από τις περιστασιακές συνευρέσεις σε οίκους ανοχής ή στο πεζοδρόμιο, υπήρχαν και πόρνες πολυτελείας οι γνωστές εταίρες. Αυτές ήταν καλλιεργημένες και πνευματώδεις γυναίκες και η τιμή τους ήταν ακριβή. Κατά συνέπεια δεν μπορούσε να τις χαρεί κάποιος πελάτης αν δεν ήταν οικονομικά ευκατάστατος. Ο κωμωδιογράφος Αντιφάνης τον 4ο π.Χ. αιώνα παρατηρούσε ότι μια εταίρα ήταν καταστροφή για όποιον τη σπίτωνε και την τάιζε. Το κακό με τις φιλενάδες δεν ήταν τόσο οι τιμές των συναντήσεων, όσο τα έξοδα συντήρησης.
Είναι γνωστός ο μισογυνισμός των αρχαίων Ελλήνων. Γι� αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η κακία με την οποία έβαζαν στο στόχαστρο τις εταίρες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Ασπασία, η εταίρα με την οποία ζούσε ο Περικλής, δέχτηκε πολλές προσβολές. Στιγματίστηκε ως έκφυλη, κοινή και σκύλα. Κατηγορήθηκε ότι εκπαίδευε νεαρές πόρνες και σύρθηκε στα δικαστήρια, όπου αθωώθηκε με την επέμβαση του Περικλή.
Ο Απολλόδωρος στο λόγο του Κατά Νεαίρας (340 π.Χ.) φανερώνει τις ακολασίες, τις απάτες, τα κόλπα, τους εκβιασμούς, τις μηνύσεις που στολίζουν το βίο της Νέαιρας, η οποία από νεαρή πόρνη της Κορίνθου εξελίχτηκε επιδέξια μέχρι που έγινε γυναίκα ενός Αθηναίου πολίτη και πάντρεψε την κόρη της με ένα σημαντικό πολιτικό.
Η υπηρεσίες μιας εταίρας ή ενός αγοριού μπορούσαν να εξασφαλιστούν είτε κατ� αποκλειστικότητα είτε με συνιδιοκτησία. Οι ερωτικές συμφωνίες δεν τηρούνταν πάντα. Οι ανταγωνιζόμενοι έλυναν τις διαφορές τους μ� ένα γερό ξύλο ή απευθυνόμενοι στα δικαστήρια. Οι αθηναϊκοί νόμοι θεωρούσαν έγκυρες τις συνομολογήσεις που γίνονταν. Δεν απαιτούσαν ηθικά θεμιτά κριτήρια για την ισχύ μιας συμφωνίας. Οι συμφωνίες είναι συμφωνίες, όσο αισχρές και αν είναι και πρέπει να γίνονται σεβαστές. Ο Πλαύτος μάς παρέδωσε ένα ερωτικό συμβόλαιο, αντιγραμμένο από κάποιο ελληνικό πρότυπο. Σε αυτό καθορίζονται με κάθε λεπτομέρεια οι υποχρεώσεις αμφότερων των πλευρών. Στο λόγο του Λυσία Περί Τραύματος εκ Προνοίας εξετάζεται ένα τέτοιο γεγονός. Δύο Αθηναίοι, ευκατάστατοι και αδελφικοί φίλοι, εξαγόρασαν μια κοπέλα. Έπειτα από ένα απρόβλεπτο φόρο, που κανείς από τους δύο δεν ήθελε να πληρώσει, κατέληξαν σε ανταλλαγή περιουσιών. Στη συνέχεια μετάνιωσαν για την ανταλλαγή και επέστρεψαν τα κατασχεμένα αγαθά. Όμως αυτός που είχε την κοπέλα την κράτησε και δεν είχε καμιά διάθεση να καταβάλει το ποσό που πλήρωσε ο συναγοραστής. Η κατάληξη αυτής της ιστορίας ήταν ο τύπος που ένιωθε εξαπατημένος να δώσει ένα γερό χέρι ξύλο στον απατεώνα και να ζητήσει τη βοήθεια του Λυσία, για να γλιτώσει τις σκληρές ποινές.