Νέα

Ετεροφυλική Η ιστορία μιας μπουρδελοπαρέας

  • Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 1 άτομα (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
Ετεροφυλικές ερωτικές ιστορίες.
Εγγρ.
26 Απρ 2008
Μηνύματα
2.072
Κριτικές
2
Like
6
Πόντοι
16
Είσαι παντρεμένος; Κατάλαβες ότι δεν είμαι ε;  :grin: :grin: :grin: :grin: :grin: :grin: :grin:
Όχι ρε, περιμένω να δω. Προφανώς στην 20ετία άνοιξε το φορειν οφις, καθώς σε λίγους μήνες γίνεσαι και 40  ;)
Αλλά αν καταλήξει φάβα θα φάμε ξενέρα.
 
OP
OP
anestis_38

anestis_38

Σεβαστός
Εγγρ.
24 Φεβ 2012
Μηνύματα
1.996
Κριτικές
17
Like
1.013
Πόντοι
1.616
OP
OP
anestis_38

anestis_38

Σεβαστός
Εγγρ.
24 Φεβ 2012
Μηνύματα
1.996
Κριτικές
17
Like
1.013
Πόντοι
1.616
Γαμήθηκες σκουληκιάρικα.
Τι να σου κανω ρε συναγωνιστή, δεν έχει γάμο η ιστορία. Και ποιος λεέι ότι οι ιστορίες που καταλήγουν σε γάμο είναι ενδιαφέρουσες; Άλλωστε ο γάμος είναι η ΑΡΧΗ ενός "δράματος" κι όχι το τέλος. Ρώτα και κανά παντρεμένο
 

master21

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
3 Μαρ 2010
Μηνύματα
35.254
Κριτικές
1
Like
38
Πόντοι
366
Τι να σου κανω ρε συναγωνιστή, δεν έχει γάμο η ιστορία. Και ποιος λεέι ότι οι ιστορίες που καταλήγουν σε γάμο είναι ενδιαφέρουσες; Άλλωστε ο γάμος είναι η ΑΡΧΗ ενός "δράματος" κι όχι το τέλος. Ρώτα και κανά παντρεμένο
Δραμα κατανταει οταν παντρευεσαι απλα για να παντρευτεις ρε τυπε.
 
OP
OP
anestis_38

anestis_38

Σεβαστός
Εγγρ.
24 Φεβ 2012
Μηνύματα
1.996
Κριτικές
17
Like
1.013
Πόντοι
1.616
Είσαι παντρεμένος; Κατάλαβες ότι δεν είμαι ε;  :grin: :grin: :grin: :grin: :grin: :grin: :grin:
Όχι ρε, περιμένω να δω. Προφανώς στην 20ετία άνοιξε το φορειν οφις, καθώς σε λίγους μήνες γίνεσαι και 40  ;)
Αλλά αν καταλήξει φάβα θα φάμε ξενέρα.

Συναγωνιστή είσαι ωραίος, το ανεβάζω σε λίγο, ρίξε σχόλιο
 
OP
OP
anestis_38

anestis_38

Σεβαστός
Εγγρ.
24 Φεβ 2012
Μηνύματα
1.996
Κριτικές
17
Like
1.013
Πόντοι
1.616
                              Η Ιστορια μιας Μπουρδελοπαρέας
                                  3ο και τελευταίο Μέρος



Το τασάκι γεμάτο μέχρι πάνω απ’ τα αποτσίγαρα. Χλωμός από την αϋπνία και τη στεναχώρια ο Χρήστος βγήκε στο μπαλκόνι να πάρει αέρα. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Περπατούσε πάνω κάτω, προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να βγει έξω. Έβαλε το μπουφάν του, ξεκλείδωσε την πόρτα αλλά δεν αποφάσιζε να περάσει το κατώφλι. Ξανάκλεισε την πόρτα. Έτριψε με τα χέρια του νευρικά το πρόσωπό του, έβγαλε το μπουφάν .
Σκέφτηκε τον Αλέκο, σκέφτηκε εμένα.. Δε θυμόταν πια γιατί ήταν θυμωμένος μαζί μας. Αισθάνθηκε ηττημένος. Πήγε προς το τηλέφωνο. Κοντοστάθηκε. «Δε γίνεται αλλιώς, σκέφτηκε, πρέπει να μιλήσω σε κάποιον». Πήρε το τηλέφωνο στα χέρια του. «Έλα Αλέκο είμαι ο Χρήστος. Ναι καλά είμαι, μήπως σε διακόπτω από κάτι; Όχι, καλά είμαι, καλά. Έχεις χρόνο να βρεθούμε; Όχι μην πάρεις τον Ανέστη.  Μάλλον ναι, πάρτον , ναι σε παρακαλώ πάρτον. Ναι, για απόψε, να μιλάγαμε, να βρισκόμασταν. Όχι για Φυλής ρε Αλέκο… όχι σήμερα. Ναι για απόψε. Κατά τις 8; Ναι, οκ στη καφετέρια. Έλα τα λέμε, ευχαριστώ Αλέκο».
Έφτασα στην καφετέρια μετά τις 8. Ο Αλέκος καθόταν με τον Χρήστο σε ένα απόμερο τραπέζι. Ήμουν θυμωμένος ακόμα μαζί του. Με σκυλόβρισε, κόντεψε να με χτυπήσει και για ποιο λόγό; Τι στο καλό τσιμπήθηκε με την πουτάνα;  Δεν ήθελα να πιστέψω κάτι τέτοιο, ειδικά για τον Χρήστο. Κάθισα στο τραπέζι. Ο Αλέκος με υποδέχτηκε με ανακούφιση. Ο Χρήστος πρόφερε ένα χαμηλόφωνο «Καλησπέρα», απέφυγε την οπτική επαφή σαν να ντρεπόταν.
Ήταν κατακίτρινος, δεν τον είχα ξαναδεί σε τέτοια χάλια. Φαινόταν άρρωστος, σπασμένος. Άρχισε να μιλάει για άσχετα πράγματα, σα να μη μαζευτήκαμε για συγκεκριμένο και προσωπικό λόγο. «Άκουσα πως αν πάρουμε την Ολυμπιάδα το Μετρό θα είναι έτοιμο πριν το 2000…», «Συγνώμη ρε Χρήστο, είπα ήρεμα, για την Ολυμπιάδα και το Μετρό θα μιλάμε; Γι’ αυτό βρεθήκαμε;» Με κοίταξε ξαφνιασμένος. Κοίταξε γύρω του με ανησυχία,, σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν άκουγε κανείς άλλος. Έπαιξε τα δάκτυλα του νευρικά στο τραπέζι. Έσβησε το τσιγάρο κι αμέσως άναψε καινούργιο. Ξεφύσηξε βαριά και άρχισε να εξηγεί.

Εκείνο βράδυ στο μπουρδέλο με την πράσινη πόρτα δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε την Αλιόνα.
Δυο μέρες πριν είχε ραντεβού με την καινούργια του γκόμενα, ας την πούμε Μαρίνα. Ωραίο γκομενάκι η Μαρίνα , πολλοί τη ζαχάρωναν αλλά αυτή «κάθισε» του Χρήστου- άρεσε στις γυναίκες ο Χρηστάκης. Είχαν δώσει ραντεβού με ένα άλλο ζευγάρι σε μια καφετέρια του κέντρου. Εκείνο το βράδυ ο πατέρας του Χρήστου δε του έδωσε το αυτοκίνητο, το χρειαζόταν. Το γκομενάκι ψιλοχαλάστηκε. Βρέθηκαν και πήραν το λεωφορείο για το κέντρο. Εκείνη μίλαγε συνέχεια, για τη σχολή της, τις φίλες της, τη νέα της κομμώτρια…«Σου αρέσει ο Τριαντάφυλλος; τον ρώτησε ξεκάρφωτα, «Ποιος Τριαντάφυλλος; ρώτησε ο Χρήστος ψάχνοντας στο μυαλό του. «Καλά μη μου πεις ότι δε ξέρεις τον Τριαντάφυλλο, εμένα η φίλη μου η Καίτη πήγε με την παρέα της στο μαγαζί που τραγουδάει, καλά μιλάμε χαμός στο μαγαζί, πατείς με πατώ σε, πανικός σου λέω, αφού διάβασα ότι παίρνει μεροκάματο 1 εκατομμύριο τη βραδιά αλλά καλό παιδί, πήγαν μετά και του πήραν αυτόγραφο- αχ νομίζω πως ξέχασα τον θερμοσίφωνα ανοιχτό, να μου θυμίσεις μετά να πάρω τη μάνα μου - καλά μιλάμε ρίξανε τους χορούς τις ζωής τους και η Καίτη μου είπε ότι αν δεν έκλειναν τραπέζι δε θα ‘μπαιναν αλλά ο γκόμενος της –τον έχεις γνωρίσει τον γκόμενο της Καίτης; - Κώστα τον λένε, σπουδάζει Ειδικός Σύμβουλος Επικοινωνίας, Προώθησης Προϊόντων, Δημοσίων Σχέσεων και Μάρκετινγκ ή κάτι τέτοιο, δε πολυθυμάμαι, τέλος πάντων θα τον γνωρίσεις, είχε μια άκρη και ήξερε τον πορτιέρη, γιατί ο πατέρας του Κώστα ήταν δημοτικός σύμβουλος και… ».
Ο Χρήστος αηδίασε από τη ρηχότητα και τη χαζομουνίαση της.
Κάποια στιγμή μέσα στο λεωφορείο ακούστηκαν σπαστά ελληνικά «Οντιγκός, η κυρία έχει πρόμπλεμα, σταμάτα παρεκαλώ!» ήταν ένα κορίτσι ξανθό με πράσινα μάτια, ήταν η φωνή της Αλιόνας. Η γιαγιά που καθόταν δίπλα της είχε δύσπνοια, η Αλιόνα προσπαθούσε να τη βοηθήσει. Ο οδηγός κοίταξε από το καθρέφτη με ανησυχία: «Να καλέσω ασθενοφόρο;», φώναξε. Η Αλιόνα έβγαλε βιαστικά απ’ τη τσάντα της  ένα μπουκάλι νερό και προσπάθησε να δροσίσει τη γιαγιά. Ο οδηγός σταμάτησε το λεωφορείο στην άκρη του δρόμου. «Γαμώτο, είπε η Μαρίνα με αγανάκτηση, θα αργήσουμε στο ραντεβού μας!». «Όχι παιδί μου δε θέλω νερό, είπε η γιαγιά στην Αλιόνα, έχω άσθμα δεν έπρεπε να βγω σήμερα απ’ το σπίτι». « Αλλά βγήκε απ’ το σπίτι για τη δική μας τύχη…», μουρμούρισε η Μαρίνα. Η Αλιόνα ζήτησε μια εφημερίδα από έναν συνεπιβάτη και άρχισε να της κάνει αέρα. «Να βγω έξω, είπε η γιαγιά να σταθώ στα πόδια μου θα μου κάνει καλό», «Μπράβο κωλόγρια τράβα έξω να ψοφήσεις, είπε η Μαρίνα, να πάμε και στις δουλειές μας!». Η Αλιόνα πήρε από το χέρι τη γιαγιά και την έβγαλε έξω από το λεωφορείο, «Να περιμένου μαζί σου αστενοφόρο». «Όχι παιδί  μου ευχαριστώ, να μη σε καθυστερώ», είπε εξαντλημένη η γιαγιά. «Όκι, Όκι εσύ ντεν κατιστερείς εμένα», είπε η Αλιόνα τρίβοντάς της τα χέρια.
Το ασθενοφόρο ήρθε μετά από λίγο, το λεωφορείο ξεκίνησε. «Ουφ, επιτέλους να πάμε και στις δουλείες μας είπε με ανακούφιση η Μαρίνα, «Λοιπόν μια φορά έχω αργήσει σε ραντεβού με την Χριστίνα και μου το κοπάναγε ένα μήνα και να ‘λεγες πως δε με έχει στήσει –μια και δυο φορές νομίζεις με έχει στήσει η Χριστίνα ;- αλλά εγώ δεν είμαι τύπος που κρατάει κακία, έχω κατανόηση, άνθρωποι είμαστε θα αργήσουμε και μια φορά αλλά άκουσα πως άμα πάρουμε την Ολυμπιάδα θα γίνει πριν το 2000 το Μετρό και αυτό δεν αργεί, έτσι μου είπε ο ξάδερφός μου που σπουδάζει στο Λονδίνο και επίσης….»

Δυο μέρες μετά άμα Χρήστος είδε την Αλιόνα στο μπουρδέλο, ξαφνιάστηκε.
«Μα είναι δυνατόν η καλοσυνάτη κοπέλα του λεωφορείου να είναι πόρνη;» αναρωτήθηκε.
«Αποκλείεται, σκέφτηκε, να είναι αυτή». Το μισοσκόταδο στα μπουρδέλα έχει σκοπό να βλέπουμε τα προσόντα της πουτάνας, όχι τα ακριβή χαρακτηριστικά του προσώπου της.  Ήθελε να διαπιστώσει αν όντως ήταν εκείνη, αποφάσισε να μπει. Μετά θα μας έλεγε κι όλη την ιστορία, θά ‘χε ενδιαφέρον. Χωρίς να μας κοιτάξει, με βιασύνη πλήρωσε την τσατσά και πέρασε στο δωμάτιο.
Στο δωμάτιο η Αλιόνα μπήκε βιαστική. Αμίλητη έβγαλε το στριγκάκι
της και ήρθε στο κρεβάτι. Ο Χρήστος την περιεργαζόταν έντονα. Πήρε το προφυλακτικό στα χέρια της και με πολύ προσοχή προσπάθησε να το εφαρμόσει στον ακαύλωτο πούτσο. Εκείνος την κοίταζε χαμογελώντας. Η Αλιόνα τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της. Του χαμογέλασε κι αυτή. Ο Χρήστος εξακολουθούσε να την κοιτάει χωρίς ακόμα να είναι βέβαιος.. «Είσαι από την Ρωσία;» την ρώτησε, καθώς η Αλιόνα ακόμα προσπαθούσε να του περάσει το προφυλακτικό. «Όκι Ρουσία, Γιουκρανία» αποκρίθηκε η Αλιόνα χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της από το άξιο προσοχής έργο της.
Ακούγοντας τη φωνή της, ο Χρήστος βεβαιώθηκε: Αυτή ήταν! «Κοίτα σύμπτωση, ε ρε και να το πω στους άλλους!» σκέφτηκε με ενθουσιασμό. Τελικώς, το προφυλακτικό κάπως μπήκε. Η Αλιόνα άρχισε το στοματικό.
Η Αλιόνα τον πίπωνε χωρίς επιτυχία. Τον κοίταξε με κάποια ανησυχία, χωρίς να πάρει το στόμα της απ’ τον πούτσο του. Αυτός παραδόξως φαινόταν πολύ ικανοποιημένος.
Την κοίταξε πάλι χαμογελώντας, «Έχεις καιρό στην Ελλάδα;» ρώτησε ο Χρήστος. Η Αλιόνα χωρίς να βγάλει τον πούτσο του απ’ το στόμα της, του έδειξε δυο δάκτυλα. Ο Χρήστος κοίταξε τα δυο υψωμένα δάχτυλα παραξενεμένος, «Α, εννοείς δύο χρόνια;», εκείνη κούνησε το χέρι της πάνω κάτω. Ο Χρήστος δεν κατάλαβε «Ε, συγνώμη, της είπε με απορία, τι εννοείς;». Σταμάτησε να τον  πιπώνει για μια στιγμή, «Σκεντόν, σκεντόν ντίο κρόνια είμαι Ελλάντα» και συνέχισε να τον πιπώνει, «Α, σχεδόν δυο χρόνια είπε ο Χρήστος, ωραία, ωραία».  Έγινε μια παύση. Εκείνος σταμάτησε να μιλάει, εκείνη συνέχισε να πιπώνει. Κάποια στιγμή ο Χρήστος ξερόβηξε, η Αλιόνα τον κοίταξε μήπως ήθελε κάτι. «Όχι συγνώμη! είπε, ο Χρήστος, απλώς έβηξα δεν θέλω κάτι συνέχισε, συνέχισε» και σταύρωσε τα χέρια αμήχανα.
Πέρασε ακόμη ένα λεπτό. Το στόμα της Αλιόνας είχε αρχίσει να στεγνώνει αλλά προκοπή δε γινόταν. Ο Χρήστος δεν είχε σκεφτεί μέχρι τότε πόσο δύσκολο είναι να κάνεις διάλογο με μια γυναίκα που σου παίρνει πίπα.  «Σχεδόν δυο χρόνια, λοιπόν στην Ελλάδα μπράβο, μπράβο… και σε αρέσει εδώ;»  Η Αλιόνα επαναστάτησε, «Εσύ όλο μιλάει αλλά κατόλου γκαβλιώνει! Τι τα γκίνει περασαν 10 λιπτά ακόμη να γκαβλιώνει;»
Ο Χρήστος κοκκίνισε απ’ την ντροπή του, για 10 λεπτά είχε ξεχάσει ποιος ο σκοπός της πουτάνας και ποιος του πελάτη. «Ε, ο, α» είπε όλο αμηχανία και ντροπή. «Συγνώμη τώρα θα κοιτάξω να καυλώσω αμέσως» και κοίταξε τον μαραζωμένο πούτσο του με αποφασιστικότητα. Η Αλιόνα απόρησε, «Τι μαλάκας είναι αυτός», σκέφτηκε. Τις είχαν τύχει κι άλλοι που δεν καύλωναν με τίποτα – ο εφιάλτης της  πουτάνας. Οι άλλοι, όμως τα βάζανε μαζί της, ενώ αυτός ήταν πολύ ευγενικός, γιατί άραγε;
Τον περιεργάστηκε για λίγο. Κάτι της ήρθε στο μυαλό. Του χαμογέλασε πονηρά: «Μήπως εσένα, πρώτη σου φουρά;».
Ο Χρήστος την κοίταξε προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αν όντως του είπε αυτό που όντως άκουσε. Η σιωπή και η αμηχανία του Χρήστου, έκαναν την Αλιόνα να καταλάβει πως ΝΑΙ ΉΤΑΝ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΦΟΡΑ, ΉΤΑΝ ΠΑΡΘΕΝΟΣ!
Η Αλιόνα έβαλε μπρος τα δυνατά της, της είχαν πει, το ήξερε και η ίδια, το ξέρει όλος ο κόσμος, οι παρθένοι άντρες είναι σα χαμένα γατάκια που ψάχνουν με αγωνία και φόβο ένα καταφύγιο. Θέλουν πολύ χαΐδεμα και στοργή.
«Μουρό μου, εσύ, έλα στην Αλιόνα» του είπε παίρνοντας τον αγκαλιά. Ο Χρήστος τά παιξε, αυτή η παρεξήγηση ίσως να ήταν και η μεγαλύτερη προσβολή που του έγινε  σε μπουρδέλο! Πήγε να πει κάτι, δεν πρόλαβε- η Αλιόνα τον είχε πάρει στην αγκαλιά της, τον χάιδευε σε όλο του το κορμί, του έδινε μικρά φιλάκια στο ώμο και στο λαιμό, βαριανασαίνοντας στο αυτί του. Ο Χρήστος ασυναίσθητα έκλεισε τα μάτια από ευχαρίστηση. Σιγά σιγά το χέρι της κατέβηκε προς τα κάτω χάιδεψε με φροντίδα τον πούτσο του, που ήταν πια σε πλήρη στύση.
Η Αλιόνα ανασηκώθηκε, μην αφήνοντας το χέρι της από το καυλί του, «Έλα» του είπε ηδονικά και ξάπλωσε στο κρεβάτι προσκαλώντας ξανά: «Έλα». Ο Χρήστος κοίταξε τα πράσινα μάτια της, τον κοίταγαν όλο προσμονή, δεν του είχε τύχει ποτέ αυτό σε πορνείο. «Έλα» επανέλαβε εκείνη, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τα μάτια της, τον είχε καθηλώσει. Μπήκε μέσα της, τον δέχτηκε με ικανοποίηση, του χάιδεψε τα μαλλιά, άρχισε να αναστενάζει, τα χέρια της τυλίχτηκαν στο κορμί του, εκείνος δε μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του απ’ τα μάτια της -τον ήθελε πραγματικά; Μα τι συνέβαινε επιτέλους;- «Έλα» του επανέλαβε εκείνη με πνιγμένη φωνή, και σήκωσε τη λεκάνη της  για να τον πάρει όλο μέσα της. Άρχισε να μπαίνει μέσα της πιο δυνατά και πιο δυνατά, εκείνη έβαλε τα χέρια της στους γλουτούς του, τον έσπρωχνε μέσα της βίαια, άγρια, βγάζοντας ένα αγκομαχητό ηδονής, κοίταγε τα μάτια της και εκείνη τα δικά του, αισθάνθηκε πως του μιλούσαν τα μάτια της, η ανάσα της καυτή στο πρόσωπό του, τα χέρια του λύγισαν, έπεσε άγαρμπα πάνω της, εκείνη τον τράβαγε μέσα της ξανά και ξανά, έχασε τον έλεγχο του κορμιού του, συσπάστηκε ολόκληρος, τίναξε το κεφάλι του προς τα πάνω, το κορμί του όλο σπαρτάρισε, τελείωσε μέσα της με ορμή βγάζοντας έναν ήχο άναρθρο, πρωτόγονο και βαθιά ανθρώπινο…
«Μπράβου, Μπράβου αγκόρι μου» είπε ευχαριστημένη η Αλιόνα που απότομα σταμάτησε να βαριαναστενάζει. Γρήγορα σηκώθηκε φόρεσε το στριγκάκι της. Κοίταξε τον Χρήστο χαμογελώντας, το έργο της στέφθηκε από επιτυχία. Εκείνος είχε πέσει μπρούμυτα στο κρεβάτι χαμένος, λαχανιασμένος, ιδρωμένος, με το χέρι του έψαχνε να βρει τη Αλιόνα, δεν είχε καταλάβει πως είχε ήδη σηκωθεί. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του, σήκωσε το κεφάλι και την είδε να τον κοιτάει με βλέμμα επιτυχημένου επαγγελματία, «Εφκαριστιμένος;», ο Χρήστος έγνεψε καταφατικά, η Αλιόνα γέλασε με καλοσύνη, «Γκειά σου μουρό μου» και βγήκε από το δωμάτιο.

Ο Χρήστος έφτασε σπίτι του αργά το βράδυ, μετά τα καθιερωμένα σουβλάκια. Αισθανόταν μια γλυκιά εξάντληση σε όλο του το κορμί. Για πρώτη φορά δε θέλησε να κάνει μπάνιο, να βγάλει από πάνω του τη βρώμα της Φυλής. Ήθελε το δέρμα του να διατηρήσει όσο περισσότερο γινόταν την αίσθηση του κορμιού της Αλιόνας. Η ανάσα της ακόμη βούιζε στα αυτιά του. Τα μάτια της, τα πράσινα μάτια της, ήταν καρφωμένα βαθιά στο μυαλό το, ένιωθε πως ακόμη τον καλούσαν μέσα της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Αισθανόταν το σώμα του ήρεμο, χαλαρό, ανάλαφρο. Κοίταζε το ταβάνι και έβλεπε σαν έργο να περνάνε όλα όσα έζησε πριν λίγες ώρες.
Έκλεισε τα μάτια του. Αισθάνθηκε τα χέρια της να τον αγκαλιάζουν, «Ω, Αλιόνα μου», ψιθύρισε και έπεσε σε βαθύ ύπνο.

Την επισκέφτηκε την επόμενη κιόλας μέρα. Στο σαλόνι άμα τον είδε η Αλιόνα χαμογέλασε πονηρά. Στο δωμάτιο ο Χρήστος δεν κρατιόταν από την προσμονή. Η Αλιόνα μπήκε στο δωμάτιο, χωρίς να του μιλήσει. «Καλησπέρα είπε ο Χρήστος » με χαρά, «Γκεια σου» του είπε η Αλιόνα βγάζοντας το στριγκάκι της. Ξάπλωσε δίπλα του σκίζοντας το κάλυμμα του προφυλακτικού. «Εσύ όκι πια παρτένος» είπε γελώντας. «Τώρα γκαβλιώνεις», είπε παρατηρώντας τον καυλωμένο πούτσο του. Ο Χρήστος την κοίταγε στα μάτια, άγγιξε το κορμί της. Η Αλιόνα του πέρασε το προφυλακτικό, πήγε να ξεκινήσει πίπα. «¨Όχι, της είπε ο Χρήστος, ξάπλωσε, σε θέλω τώρα» Εκείνη – κατά την επαγγελματική της συνήθεια- πήρε το μαξιλάρι, το έβαλε στη πλάτη της και σήκωσε το πόδια προκειμένου να αποφεύγει τις δυνατές διεισδύσεις. Ο Χρήστος την κοίταξε στα μάτια, όμως εκείνη – επίσης κατά την επαγγελματική της συνήθεια- κοίταζε τον πούτσο του που μπαινόβγαινε μέσα της όλο και πιο δυνατά. Έψαξε το βλέμμα της ξανά και ξανά, μέχρι που της το ‘πε: «Αλίονα, θέλω να βλέπω τα μάτια σου», εκείνη παραξενεύτηκε αλλά υπάκουσε. Κοίταζε τα μάτια της και αυτός έμπαινε μέσα της όλο και πιο δυνατά, μέχρι που τελείωσε ευχαριστημένος. Σχεδόν αμέσως, η Αλιόνα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, φόρεσε το στριγκάκι της, και πήγε να ανοίξει την πόρτα. «Αλιόνα, φώναξε ο Χρήστος λαχανιασμένος ακόμη, ούτε καληνύχτα δε θα μου πεις;» Η Αλιόνα τον κοίταξε χαμογελαστή «Καληνύκτα, μουρό μου» και βγήκε απ’ το δωμάτιο.

Ξαναπήγε στην Αλιόνα ξανά και ξανά, αναζητώντας την εμπειρία εκείνης της πρώτης φοράς. Δεν την βρήκε. Η Αλιόνα ήταν απλά μια μέτρια πόρνη. Μπορεί οι συχνές επαφές να  δημιούργησαν μια οικειότητα, αποφάσισε, όμως, πως ήθελε κάτι παραπάνω από μια απλή συνάντηση μαζί της Αλλά ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε τι πράγμα ακριβώς ζητούσε από εκείνη. Πόρνη στη Φυλής ήταν, αυτό προσέφερε τι περισσότερο θα μπορούσε να υπάρξει;


Έτσι, φτάσαμε στη βραδιά του επεισοδίου. Όταν με είδε να περνάω στο δωμάτιο, κάτι μέσα του αγανάκτησε, δεν το περίμενε και ο ίδιος ότι θα αντιδρούσε έτσι.
Το επεισόδιο όμως, λειτούργησε καταλυτικά μέσα του. Έπρεπε να κάνει κάτι με την Αλιόνα, δε σήκωνε άλλο. Θα της ζητούσε να συναντηθούν εκτός, για ένα καφέ. Γιατί όχι δηλαδή; Αυτός είχε πάντα επιτυχία στις γυναίκες, γιατί η Αλιόνα να μη θέλει να πιουν ένα καφέ.
Κώλωνε όμως. Το σκεφτόταν, το γυρόφερνε, δεν έπαιρνε την απόφαση. Σκεφτόταν τα λόγια που θα της έλεγε, τα πρόβαρε στο μυαλό του ξανά και ξανά. Μήπως, να της έκανε κανένα δωράκι, αυτά πάντα συγκινούν τις γυναίκες, αλλά όχι στο πορνείο άμα συναντιόντουσαν έξω θα της έπαιρνε ένα δώρο, αυτό θα ήταν πιο σωστό.
Οπλίστηκε με θάρρος. Πήγε στο πορνείο άνοιξε την πράσινη βαμμένη πόρτα με χτυποκάρδι. Το δωμάτιο αναμονής άδειο. Ξεροκατάπιε. Η τσατσά άμα τον είδε φώναξε στην Αλιόνα: «Αγαπούλα ήρθε ο πελάτης σου» τον είχε μάθει η τσατσά. «Πέρνα αγορίνα σε δυο λεπτά θα σου ‘ρθει η δικιά σου». Κάθισε στο κρεβάτι ανήσυχος. Δεν έβγαλε τα ρούχα του. Περίμενε με αγωνία. Είχε να αισθανθεί έτσι από της Πανελλήνιες. «Και ο έρωτας εξετάσεις έχει», σκέφτηκε.
Η Αλιόνα μπήκε βιαστική στο δωμάτιο. Ο Χρήστος τινάχτηκε. «Ακόμη ντυμένους είσαι» ρώτησε με απορία βγάζοντας το στριγκάκι της. «Καλησπέρα Αλιόνα» είπε με σπασμένη φωνή ο Χρήστος, «Άντε, βγκάλε τα ρούχα σου», του είπε η Αλιόνα. Ξερόβηξε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Άκου Αλιόνα, αυτό που κάνουμε εδώ δε μου αρκεί. Θέλω να σε δω κι έξω». «Έξω ντεν κάνω ρεντεβού, μόνο εντό ότι κάνουμε» είπε σηκώνοντας το χέρι απαγορευτικά η Αλιόνα. «Όχι, δε κατάλαβες, θα θελα να βγαίναμε για ένα καφέ, να γνωριζόμασταν, ξέρεις έξω από δω». Η Αλιόνα τον κοίταξε σοβαρά. «Εγκο ντουλέβο εντο, εσύ τι άλλο τέλεις από μένα;» «Αισθάνθηκε απειλημένη. Έκανε ένα βήμα πίσω. «Τι τρελός είναι αυτός τώρα»,σκέφτηκε. «Όκι, είπε με αποφασιστικότητα, εντό γκνορίζεις εμένα, μόνο εντό», «Μα γιατί όχι;», είπε ο Χρήστος απελπισμένα, «Τέλεις βγάλεις ρούχα σου τώρα;» του ‘πε η Αλιόνα ελπίζοντας πως θα έλεγε όχι. Ο Χρήστος σάστισε. Έμεινε αποσβολωμένος. Η Αλιόνα με μια γρήγορη κίνηση, βγήκε απ’ το δωμάτιο και φώναξε στη τσατσά: «Κούλα, ντόσε πίσω λεφτά κυρίου, ντεν ήτελε σεξ».

Ο Χρήστος τελείωσε την αφήγηση του εξαντλημένος. Τα’χε μέσα του πολλές μέρες, ξεκουράστηκε που τα’ πε. Ο Αλέκος μάσαγε νευρικά το καλαμάκι του καφέ που είχε τελειώσει προς ώρας. Εγώ δεν ήξερα τι να του πω. Συγκέντρωσα τη σκέψη μου. «Κοίτα Χρήστο αυτά είναι ανθρώπινα πράγματα. Αισθάνθηκες έλξη γι’ αυτή την κοπέλα, δεν είναι παράξενο, νέοι άνθρωποι είμαστε. Αλλά Χρήστο μου, παλικάρι μου, κάνε το σταυρό σου που έπεσες σε σωστό επαγγελματία και σωστό άνθρωπο, αν ήταν άλλη, θάχες τώρα μπλεξίματα…» «Γιατί, θάχα μπλεξίματα, είπε παραπονεμένα ο Χρήστος, όχι ρε πες μου γιατί θάχα μπλεξίματα;» «Τέλος πάντων Χρήστο μου εσύ ξέρεις αν θάχες ή δε θάχες μπλεξίματα. Εγώ αυτό που κατάλαβα είναι πως το κορίτσι δε θέλει να βρεθείτε εκτός. Ας πούμε πως έφαγες και ‘σύ μια χυλόπιτα, δεν είναι σπουδαία υπόθεση. Ρε Χρηστάκη, τι να πούμε εμείς που τρώμε συνέχεια χυλόπιτες;» κοίταξα τον Αλέκο ζητώντας συμπαράσταση. Ο Αλέκος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του μασώντας το καλαμάκι του καφέ σα να ΄ταν τσίχλα.
Ο Χρήστος ανακάθισε στην καρέκλα του. Μας κοίταξε στα μάτια. «Και άμα σας πω πως θέλω να τη ξαναδώ τι θα πείτε;». Το πράγμα σοβάρευε. «Ποια να ξαναδείς, την Αλιόνα;» ρώτησα, «Ναι την Αλιόνα», είπε αποφασισμένος ο Χρήστος. Ο Αλέκος έσπασε το καλαμάκι που μάσαγε. Μείναμε σιωπηλοί να τον κοιτάμε. Έγινε μια παύση. «Δηλαδή πως θες να τη ξαναδείς;» τόλμησα να ρωτήσω.

Ο Αλέκος ήταν  απ’ τους τύπους που μιλάνε μόνο για ένα θέμα που γνωρίζουν καλά. Και ο Αλέκος ήξερε καλά μόνο δύο: Τον  Παναθηναϊκό και το Ταε Κβον Ντο -από μικρό παιδί έκανε Ταε Κβον Ντο, πάνω από δεκαετία. Για οποιοδήποτε άλλο θέμα συζήτησης που γινόταν στις παρέες έμενε σιωπηλός. Παρακολουθούσε με προσοχή αλλά δε μίλαγε. Στις ψωλοπαρέες, αργά ή γρήγορα, η κουβέντα φτάνει στα αθλητικά, τότε έπαιρνε κι αυτός τον λόγο. Με την γκόμενά του, όμως, για αθλητικά δε μιλάγανε. Έτσι, μίλαγε μόνο εκείνη. Και ο Αλέκος δεν έπαιρνε ποτέ το λόγο.
Η κουβέντα δεν αφορούσε τον Παναθηναϊκό, δεν είχε να κάνει με το Ταε Κβον Ντο. Παρέμενε, λοιπόν, σιωπηλός. Άκουγε αλλά δε μίλαγε.
«Ακούστε», είπε ο Χρήστος και άρχισε να μας αναλύει το σχέδιο που είχε καταστρώσει.
Θα πηγαίναμε το βράδυ στη Φυλής. Εγώ ή ο Αλέκος θα περνάγαμε στο δωμάτιο, θα της μεταφέραμε ένα μήνυμα εκ μέρους του. Ότι θέλει να τη γνωρίσει, ότι την εκτιμά και ότι τέλος πάντων, θέλει να βρεθούν. Αν ήθελε να μιλήσει με τον ίδιο τον Χρήστο θα την περίμενε έξω. Θα μπορούσαν να πάνε μετά το τέλος της βάρδιάς της για φαΐ ή για ποτό ή κάτι άλλο.
«Εγώ δε πάω με την άβυζη», διαμαρτυρήθηκε ο Αλέκος. Αναφέρθηκε το όνομα του, θεώρησε πως ήταν ώρα του να μιλήσει. Ο Χρήστος νευρίασε αλλά συγκρατήθηκε, του ξανά εξήγησε το σχέδιο, δε θα πηγαίναμε για να γαμήσουμε την Αλιόνα, θα πηγαίναμε για να της μιλήσουμε.
Τώρα έμενα εγώ σιωπηλός. Τι μαλακία σχέδιο ήταν αυτό; Δεν τον είχα για τόσο μαλάκα. Απ’ την άλλη μεριά, ήταν ένα ερωτοχτυπημένο παλικαράκι 22 χρονών. Ο έρωτας αποβλακώνει τους πιο έξυπνους και τους πιο έμπειρους, πόσο μάλλον ένα νέο παιδί όπως ο Χρήστος. Η αϋπνία και ταλαιπωρία τόσων ημερών, η σφοδρή του επιθυμία να τη ξαναδεί, δεν του επέτρεψαν να φτιάξει καλύτερο σχέδιο. Πάλι καλά που δε σκέφτηκε να την απαγάγουμε…
«Όχι Χρηστάκη μου, είπα και σηκώθηκα να φύγω, «Όχι φίλε μου, δεν τα κάνω εγώ αυτά, μέσα στο μπουρδέλο να κάνω τον μαντατοφόρο; Στην πουτάνα; Καλά πως σκέφτηκες τέτοια μαλακία;», ο Χρήστος σηκώθηκε με αγωνία, προσπαθούσε να με μεταπείσει. Δεν άκουγα τίποτα, βγήκα έξω, ο Χρήστος ξοπίσω μου να με παρακαλάει. Πιο πίσω ακόμα ακολουθούσε ο Αλέκος, πάντα σιωπηλός.
«Όχι ρε Χρηστάκη, όχι σου λέω, άσε με ρε παιδί μου, εσύ τρελάθηκες, θα τρελάνεις κι εμένα; Άσε με σου λέω, όχι δε ακούω τίποτα. Παρακάλα όσο θες, ακούς εκεί, μήπως να της κάναμε και καντάδα; Τίποτα δεν ακούω! Χρήστο όχι, όχι, ΌΧΙ!»
Ο Χρήστος απελπισμένος με πήρε στην κυριολεξία αγκαλιά , τον απώθησα, παραπάτησε, ο Αλέκος νόμιζε ότι θα ξανά μαλώσουμε «Μη μαλακίζεστε ρε παιδιά», είπε ανήσυχος. Ο Χρήστος με κοίταξε σα χαμένος, πήγε να πει κάτι, δεν το ‘πε. Ξανάνοιξε το στόμα του λέξεις δε βγαίνανε. Και ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Με ξαναπήρε αγκαλιά, έκλαιγε με λυγμούς, «Σε παρακαλώ Ανέστη μου, σε παρακαλώ αδερφέ μου…»
Πάνε τόσα χρόνια, δε ξέρω πως έγινε αλλά με τα πολλά παρακάλια και τα κλάματα με έπεισε. Είμαι ψυχούλα εγώ, τι νομίζατε, πως είμαι κανάς αναίσθητος;

Εντάξει, θα του τό ‘κανα το χατίρι. Ναι, θα έμπαινα στο δωμάτιο και θα της έλεγα να βγούνε να μιλήσουνε. «Τι μαλακία, Θεέ μου, είναι αυτή που πάω να κάνω», είπα από μέσα μου καθώς ο Χρήστος σφούγγιζε τα δάκρυά του. «Ανέστη είσαι αδερφός μου» είπε συγκινημένος ο Χρήστος. «Μαλάκας είμαι» σκέφτηκα, το είχα ήδη μετανιώσει…
Το ίδιο βράδυ φτάσαμε στο πορνείο με την πράσινη πόρτα. Άμα τσατσά είδε τον Χρήστο – και μάλιστα με παρέα- πετάρισε το μάτι της. Ήταν έμπειρη, είχε δει πολλά. «Καλησπέρα, αγορίνες,» είπε με τη μπάσα και βραχνή φωνή της, έχοντας τα μάτια της καρφωμένα στον Χρήστο. «Την Αλιόνα τη ξέρετε, έτσι δεν είναι; Αγαπούλα έλα έξω». Η Αλιόνα μόλις είδε τον Χρήστο πάγωσε και ξανάφυγε ενοχλημένη. «Εγώ θα περάσω» είπα ακολουθώντας το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Χρήστος. Η τσατσά με κοίταξε διερευνητικά. Έφερε με το ένα χέρι της το τσιγάρο στο στόμα, πήρε μια βαθιά τζούρα, με το άλλο χέρι έξυσε νευρικά το πηγούνι της. «Εντάξει, αγορίνα πέρνα στο δωμάτιο» είπε κοιτώντας το Χρήστο και τον Αλέκο.
Αμέσως, η τσατσά  πήγε στο δωματιάκι υπηρεσίας Έκανε ένα νεύμα να καθησυχάσει την Αλιόνα που είχε φοβηθεί.
Η κυρα Κούλα, είχε ζήσει πολλές στραβές στην καριέρα της και ως πουτάνα και ως τσατσά. Χρόνια στο κουρμπέτι. Τις εμπειρίες της, της μοιραζόταν με τα κορίτσια: «Αγαπούλα, καλύτερα να σε βαρέσει ένας πελάτης, παρά να σε ερωτευτεί» και έδειχνε το σημάδι στο λαιμό της από μια βαθιά μαχαιριά.
Η κυρα Κούλα δεν έχασε στιγμή, πήρε τηλέφωνο. «Κύριε Στέργιο, έκατσε στραβή. Όχι αστυνομία, κάτι πελάτες… όχι φασαρία, όχι ακόμα δηλαδή. Παιδαρέλια, ο ένας χθες ήθελε να πάρει την κοπέλα και εκτός, δεν έρχεστε καλού κακού με τα παιδιά;» Έκλεισε το τηλέφωνο. Πήρε μια ρουφηξιά τσιγάρου. Κοίταξε την Αλιόνα, της έκανε νόημα να πάει στο δωμάτιο. Εκείνη δεν ήθελε, φοβόταν. «Αγαπούλα, ηρέμησε , το χουμε σου λέω, το χουμε, πήγαινε κι έρχεται ο κύριος Στέργιος με τα παιδία.».
Η Αλιόνα άνοιξε το δωμάτιο αλλά δε μπήκε μέσα. Δεν είχα γδυθεί, ήμουν σύμφωνα με το σχέδιο «ευπρεπώς ενδεδυμένος», θα της μιλούσα για τον Χρήστο, δε θα κάναμε σεξ. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο με αργές, προσεκτικές κινήσεις. Κατάλαβα πως θα πρέπει να είμαι πολύ προσεχτικός στα λόγια μου.
Ανέκαθεν θεωρούσα πως η ευγένεια και η διπλωματία ήταν τα δυνατά μου σημεία. Η γιαγιά μου άλλωστε, πάντα καμάρωνε τους καλούς μου τρόπους, «Έχουμε το πιο ευγενικό παιδί του κόσμου», έλεγε με περηφάνια, «όλος ο κόσμος έχει να το λέει». Με αυτοπεποίθηση άρχισα να μιλάω γλυκαίνοντας τη φωνή μου: «Καλησπέρα σας δεσποινίς Αλιόνα», ο πληθυντικός σκέφτηκα πως θα έδινε έμφαση στο καλοπροαίρετο της παρουσία μου. Δεν ήμουν εκεί, της εξήγησα με απλά και σαφή λόγια, για να της φερθώ ως σε πουτάνα αλλά ως σε άνθρωπο που έχει γεννήσει στην καρδιά του φίλου μου τα ευγενέστερα των συναισθημάτων. Η Αλιόνα σάστισε. Δε καταλάβαινε γρι.
Χαμογέλασα καθησυχαστικά «Παρακαλώ, δεσποινίς Αλιόνα, καθίστε μην είστε όρθια». Η Αλιόνα με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Συνέχισα ακάθεκτος να της εξηγώ, εκείνη με κοίταγε έχοντας σταυρώσει τα χέρια της στη κοιλιά της. Ήταν αγχωμένη.. «Ο Χρήστος», συνέχισα να της εξηγώ «θα ήθελε, αν βεβαίως επιθυμείτε και εσείς, να σας προσφέρει ένα ποτό ή ένα καφέ ή ό,τι αγαπάτε. Σας διαβεβαιώ οι προθέσεις του φίλου μου…», η Αλιόνα πανικοβλήθηκε βγήκε γρήγορα απ’ το δωμάτιο, χωρίς να κλείσει την πόρτα.
Έμεινα άφωνος. Κοίταξα γύρω μου αμήχανα, σηκώθηκα αργά και βγήκα και εγώ απ’ το δωμάτιο. Η τσατσά μου έριξε ένα δηλητηριώδες βλέμμα. Κοίταξα τον Χρήστο, με κοίταγε με αγωνία. Του έκανα ένα αρνητικό νεύμα. Απελπίστηκε, «Μα γιατί;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα και με παράπονο. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Τον σήκωσα απ’ τον καναπέ, ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Βγήκαμε έξω από το μπουρδέλο, χωρίς ωστόσο να απομακρυνθούμε.
«Τι να σου κάνω ρε Χρηστάκη, δε θέλει, εγώ προσπάθησα», «Ναι ρε Χρήστο, είπε από το πουθενά ο Αλέκος, καλύτερα είναι και άβυζη». Ο Χρήστος ήταν απαρηγόρητος.

Εκείνη τι στιγμή ήρθαν τρεις στο μπουρδέλο. Δε τους πολύ πρόσεξα  αλλά δεν είχαν σουλούπι συνηθισμένου μπουρδελιάρη. Ο ένας ήταν κοντός, χοντρός, φαλακρός κι αξύριστος, έμοιαζε με τον βοηθό του Μπόρατ, απ’ την ομώνυμη ταινία. Ο άλλος ήταν ένας αδύνατος με πρόσωπο άγριο, όλο σημάδια, σα βλογιοκομμένος. Ο τρίτος ήταν ένας ψηλός γεροδεμένος με κολλητό φανελάκι, κούτσαινε ελαφρά απ’ το δεξί του πόδι και από το λαιμό του κρεμόταν μια κακόγουστη χρυσή αλυσίδα.
Μπήκαν στο μπουρδέλο και μερικά δευτερόλεπτα μετά ξαναβγήκαν. Η τσατσά απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα, χωρίς να βγει έξω, έδειξε τον Χρήστο.
Αμέσως ο κοντόχοντρος  με μια αποφασιστική κίνηση τον έπιασε απ’ το λαιμό «Ήρθες να μας χαλάσεις το μαγαζί ρε μπινέ;» είπε στον Χρήστο που η απελπισία του γρήγορα μετατράπηκε σε τρόμο. Κατάλαβε, καταλάβαμε, ότι αυτοί ήταν οι νταβάδες, παρεξηγήθηκαν με τα καμώματα του Χρήστου και ήρθαν να «καθαρίσουν».
Αισθάνθηκα να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια μου. Η γιαγιά μου περηφανευόταν για την ευγένειά, όχι για τη γενναιότητα μου. Ο Αλέκος έκανε αργά δύο και άλλα δύο και μετά άλλα δύο βήματα πιο πίσω, σα να θελε να αθόρυβα να απομακρυνθεί  από το επίκεντρο του τσαμπουκά. Για κακή του τύχη, δε πρόσεξε μια λακκούβα που ήταν ακριβώς από πίσω του, σήμα κατατεθέν των ελληνικών δρόμων. Κόντεψε να γκρεμοτσακιστεί.
Ο γεροδεμένος του έριξε ένα διερευνητικό βλέμμα και ξανά έστρεψε τη προσοχή του στον κοντόχοντρο που κράταγε τον –αβοήθητο- Χρήστο απ’ το λαιμό.

Μια γροθιά μέσα σε ένα κύκλο από δάφνες. Πάνω απ’ τον κύκλο δυο πολεμιστές της Άπω Ανατολής έπαιρναν θέση μάχης. Ο ένας κρατούσε ένα σπαθί, ο άλλος δυο μεγάλα μαχαίρια. Αριστερά και δεξιά του κύκλου ακαταλαβίστικα ιδεογράμματα. Κάτω απ’ τον κύκλο γραμμένο στα ελληνικά ένα ρητό: «Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΡΗΝΗΣ».
Το «ειρηνόφιλο» αυτό σήμα ήταν τυπωμένο στο πίσω μέρος του μπουφάν που φορούσε ο Αλέκος. Το μπουφάν, δείγμα πως ήταν μύστης των Πολεμικών Τεχνών, δε το έβγαζε ποτέ από  πάνω του, παρά μόνο άμα έπιανε προχωρημένος καύσωνας. «Αμάν ρε Αλέκο, τού ‘λεγαν οι φίλοι του περιπαικτικά, τι το θες καλοκαιριάτικα το μπουφάν;», «Για το μηχανάκι ρε παιδιά, ξέρετε πόσο κρύο κάνει άμα πατάω γκάζια;». Η αλήθεια ήταν ότι το φόραγε ακόμα και στον ύπνο του. Η  μάνα του απελπισμένη του πήρε και ένα δεύτερο να’ χει να αλλάζει.
Στο δωμάτιό του είχε σε περίοπτη θέση ένα κυπελλάκι από ένα Τουρνουά Ταε Κβον Ντο και φωτογραφίες αγκαλιά με άλλους «Πολεμιστές της Ειρήνης». Ποτέ δε μου διευκρίνισε αν το κύπελλο ήταν αναμνηστικό ή αποτέλεσμα κάποιας διάκρισης. Πότε δεν βρήκα το θάρρος ή την όρεξη να του ζητήσω περισσότερες λεπτομέρειες.

«Ήρθες να μας χαλάσεις το μαγαζί ρε μπινέ;» ξαναείπε ο χοντρός σφίγγοντας πιο αποφασιστικά το λαιμό του Χρήστου. Ο Χρήστος κάτι πήγε να πει αλλά πνιγόταν δε του ‘βγαινε λέξη. Οι άλλοι δύο, ο γεροδεμένος και ο αδύνατος κοιτούσαν με προσοχή τον κοντόχοντρο περιμένοντας διαταγές. «Μίλα ρε γαμιόλη!» είπε κρατώντας όλο και πιο σφιχτά  το λαιμό του Χρήστου.
Ο «Πολεμιστής της Ειρήνης» Αλέκος είχε φτάσει σχεδόν στην απέναντι μεριά του δρόμου. Εγώ, είχα μείνει να κοιτάω με ανοιχτό το στόμα πότε τον Χρήστο, πότε τον κοντόχοντρο «Αρχηγό», πότε τον γεροδεμένο, πότε τον αδύνατο. Το βλέμμα μου έψαχνε να βρει τον Αλέκο -αλλά ματαίως- δεν είχα μάτια και στο κώλο για να δω ότι ήδη είχε λάβει μια απόσταση ασφαλείας, αρκετά μέτρα μακριά μας.
«Κύριοι», είπα με φωνή ψιλή σαν 12χρονου κοριτσιού, «Κύριοι, παρεξήγησις, σας διαβεβαιώ πως δεν υπήρξε κακή πρόθεσις», ήλπιζα πως η καθαρεύουσα θα προσέδιδε ένα βάρος στο επιχείρημά μου. Έκανα λάθος. «Α, γαμήσου μωρή νούλα» είπε ο γεροδεμένος παίρνοντας πρωτοβουλία. Ο κοντόχοντρος με κοίταξε για μια στιγμή, χωρίς να αφήσει απ’ τα χέρια του τον Χρήστο. «Θα σε γαμήσω ρε μπινέ, τι μαλακίες έλεγες στο κορίτσι, θα σε ξεσκίσω ρε» φώναζε ενόσω προσπαθούσε να κολλήσει το κεφάλι του Χρήστου στον τοίχο.
«Κύριοι» ούρλιαξα σαν κλαψιάρικο κοριτσάκι 9 χρονών ( η φωνή μου γινόταν ασυναίσθητα όλο και πιο ψιλή), «Κύριοι, παρεξήγησις δεν υπήρξε κακή πρόθεσις», επανέλαβα με αγωνία. Ο γεροδεμένος, παίρνοντας δεύτερη πρωτοβουλία μου έριξε ένα χαστούκι –έχασα τον κόσμο.  Ο Χρήστος έκανε μια απόπειρα να αποφύγει τα χέρια του κοντόχοντρου, που ήταν τυλιγμένα στο λαιμό του. Σαν κάτι να κατάφερε. Ο «Αρχηγός» δεν ήταν χειροδύναμος.
Ο γεροδεμένος, που κούτσαινε από το δεξί του πόδι, άμα είδε πως ο Χρήστος ξέφευγε από τον «Αρχηγό», επενέβη αποφασιστικά, πήρε τη θέση του «Αρχηγού» και έριξε μια σφαλιάρα στον Χρήστο, που κόντεψε να χάσει την ισορροπία του. Ο «Αρχηγός» παραμέρισε για να διευκολύνει στο έργο του τον γεροδεμένο. Ταυτόχρονα, ο αδύνατος κινήθηκε κατά πάνω μου κι  άρχισε να με κλωτσάει.
«Όχι,όχι, λάθος έγινε συγνώμη συγνώμη, πες συγνώμη ρε μαλάκα» φώναξα του Χρήστου, χρησιμοποιώντας τη δημοτική αυτή τη φορά, μήπως και τα παρακάλια μου είχαν καλύτερη τύχη. Ο αδύνατος συνέχισε να με κλωτσάει με βρισιές. Έκανα απέλπιδες κινήσεις για να αποφύγω τις κλωτσιές του. Ο γεροδεμένος, έδωσε ακόμη ένα χαστούκι στον Χρήστο ενώ ο «Αρχηγός» περιορίστηκε μόνο σε βρισιές.
Ο Αλέκος αμέτοχος μέχρι τότε άρχισε να φωνάζει: «Μη μαλακίζεστε ρε παιδιά!» Κανείς δε του έδωσε σημασία, άλλωστε ήταν αρκετά μέτρα μακριά μας, ούτε  για τους νταβάδες αποτελούσε απειλή, ούτε εμάς βοηθούσε.

Ξαφνικά, μέσα στον Αλέκο ξύπνησε - η βαθιά ριζωμένη από τα πολλά χρόνια εξάσκησης στα Ντότζο- φύση του «Πολεμιστή».
Εικόνες πολύπλοκων πολεμικών στάσεων ήρθαν στο μυαλό του, μαζί με θανητοφόρες γροθιές, πιρουέτες περίτεχνες που επέφεραν συντριπτικά χτυπήματα στους αντιπάλους, λαβές που ακινητοποιούσαν τον εχθρό κάνοντας τον να ζητά έλεος, κινήσεις  ελιγμού και αποφυγής χτυπημάτων που ξάφνιαζαν τον αντίπαλο και με ένα χτύπημα τον έβγαζαν εκτός μάχης….
Στα μνήμη του Αλέκου ήρθε η εικόνα του δασκάλου του. Οι συμβουλές του «Σενσέι» ήταν συμβουλές που ερχόταν από τους αιώνες.. «Αμάν ρε Αλεκάκη , του έλεγε ο δάσκαλος συχνά πυκνά , 15 χρόνια κάνεις Ταε Κβον Ντο ρίξε μια σωστή κλωτσιά στον σάκο, να σηκωθούμε να φύγουμε, μεσημέριασε, πείνασα».
«Χάι Σενσέι» είπε μέσα του αποφασισμένος για όλα ο Αλέκος.
Μεταμορφωμένος, έδωσε ένα πήδο προς τα εμπρός, φτάνοντας στο ένα βήμα πριν την πλάτη του γεροδεμένου νταβατζή. Πήρε στάση αρχικής επίθεσης και έβγαλε την μεγάλη κραυγή  των «Πολεμιστών της Ειρήνης»:

«ΓΙΑ ΧΑΟΥ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ, ΙΑ, Ι Α ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!»
Ο κοντόχοντρος «Αρχηγός» ξαφνιάστηκε, ο γεροδεμένος κοίταξε τρομαγμένος πίσω του, ο αδύνατος σταμάτησε να με κλωτσάει. Η τσατσά που μέχρι εκείνη την ώρα χαιρέκακα άκουγε πίσω από την κλειστή πόρτα, την άνοιξε για να δει τη συμβαίνει. Μια περαστική γάτα ανατσουτσουρώθηκε και κρύφτηκε κάτω από ένα αυτοκίνητο.

«Ο Πολεμιστής», αυτοσυγκεντρώθηκε, λύγισε τα πόδια του και με ακρίβεια εξασκημένου Νίντζα, έριξε μια απαλή κλωτσιά στον κώλο του γεροδεμένου νταβατζή. Ο γεροδεμένος νταβατζής ένιωσε ένα πόδι να ακουμπάει τον ποπό του.

«Εμένα κλώτσησες ρε μαλακισμένο;» είπε στον Αλέκο απειλητικά ο γεροδεμένος νταβατζής. Ο αδύνατος γύρισε προς υποστήριξη του γεροδεμένου. Ο Αρχηγός παρακολουθούσε ασυγκίνητος. Ο γεροδεμένος κουτσαίνοντας παράτησε τον Χρήστο και ξεκίνησε να τσακίσει τον Αλέκο. Πάνω στη φούρια του δε πρόσεξε τη λακκούβα, κουτσός άνθρωπος ήταν, παραπάτησε και έπεσε κάτω. Ο αδύνατος έμεινε άφωνος. Ο «Αρχηγός» σα να ανησύχησε.
Τότε, «Πολεμιστής» μίλησε με το στόμα του Αλέκου: «ΠΑΜΕ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ!»
Ο Χρήστος συνήλθε κι άρχισε να τρέχει, ξοπίσω του ο Αλέκος και τελευταίος εγώ.
Τρέχαμε και τρέχαμε για πότε φτάσαμε στο Πεδίον του Άρεως, ούτε καταλάβαμε Αλίμονο νέα παιδιά ήμασταν, να τρέξουμε δε θα μπορούσαμε;

Ο Χρήστος δε ξανασκέφτηκε την Αλιόνα.
Ο Αλέκος έκανε να ξανά πάει σε μπουρδέλο μια δεκαετία. Όπως κι εγώ άλλωστε, όπως κι ο Χρήστος.

Η μπουρδελοπαρέα διαλύθηκε. Χαθήκαμε, άλλωστε παρέα εκτός Φυλής δε πολύ κάναμε. Ο καθένας γύρισε στη ζωούλα του, στις παρέες του. Εγώ στην γκομενίτσα μου, ο Αλέκος στη στρίγγλα του. Ο Χρήστος αποφάσισε πως ήταν καιρός να σολάρει.  Έπρεπε να βάλει σε μια σειρά τη ζωή του. Είχε να ξεκαθαρίσει πολλά πράγματα μέσα του.
Δε ξέρω τι απέγιναν, μετά τον στρατό έχασα τα ίχνη τους και εκείνοι τα δικά μου….
Πολλές φορές έρχεται στη θύμηση μου η μπουρδελοπαρέα. Ίσως γιατί μεγαλώνοντας με πιάνει νοσταλγία.

Ωστόσο, η  «ένδοξη» μάχη που δώσαμε σε εκείνο το στενό της Φυλής, πάνω από δυο δεκαετίες τώρα, αποτελεί φωτεινό μονοπάτι γενναιότητας που πρέπει να έχει κάθε μπουρδελιάρης στη ζωή του.



Περιμένω σχόλια –θετικά και αρνητικά- καθώς και παρόμοιες εμπειρίες από άλλους συναγωνιστές
 

pavlaras111

Μέλος
Εγγρ.
29 Ιαν 2012
Μηνύματα
411
Like
20
Πόντοι
1
φιλαρακι  ΕΓΡΑΨΕΣ ...
το τριτο μερος ηταν καταπληκτικο ,  κλασεις ανωτερο απο τα δυο προηγούμενα .

ευγε ...
μια ερωτηση :  ειναι προσωπικη εμπειρια ολα αυτα ή φανταστικη ιστορια ??

παντως εχεις ταλεντο μεγαλε ...  
 
OP
OP
anestis_38

anestis_38

Σεβαστός
Εγγρ.
24 Φεβ 2012
Μηνύματα
1.996
Κριτικές
17
Like
1.013
Πόντοι
1.616
φιλαρακι  ΕΓΡΑΨΕΣ ...
το τριτο μερος ηταν καταπληκτικο ,  κλασεις ανωτερο απο τα δυο προηγούμενα .

ευγε ...
μια ερωτηση :  ειναι προσωπικη εμπειρια ολα αυτα ή φανταστικη ιστορια ??

παντως εχεις ταλεντο μεγαλε ...  
Θενξ για τα καλά λόγια.
 
OP
OP
anestis_38

anestis_38

Σεβαστός
Εγγρ.
24 Φεβ 2012
Μηνύματα
1.996
Κριτικές
17
Like
1.013
Πόντοι
1.616
Αν έχει κανείς συναγωνιστής καμια παρόμοια ιστορία ας γράψει...
 

skieros

Σεβαστός
Εγγρ.
9 Μαΐ 2011
Μηνύματα
2.120
Κριτικές
27
Like
1.467
Πόντοι
1.720
απο το ροστερ της μπουρδελοπαρεας εγω μοιαζω στο στυλ με το χρηστο :cheesy:
 

rouKoun13

Μέλος
Εγγρ.
19 Ιαν 2010
Μηνύματα
3.558
Κριτικές
2
Like
62
Πόντοι
16
μλκια ρε τυπε!
εστω απο περιεργεια δεν εψαξες ποτε να δεις τι απογιναν?
εννοω 2 δεκαετιες εχουν περασει απο τοτε θα εχει πολυ πλακα να ξαναβρεθειτε!
 
OP
OP
anestis_38

anestis_38

Σεβαστός
Εγγρ.
24 Φεβ 2012
Μηνύματα
1.996
Κριτικές
17
Like
1.013
Πόντοι
1.616
μλκια ρε τυπε!
εστω απο περιεργεια δεν εψαξες ποτε να δεις τι απογιναν?
εννοω 2 δεκαετιες εχουν περασει απο τοτε θα εχει πολυ πλακα να ξαναβρεθειτε!
Χάνονται οι άνθρωποι φιλαράκι τώρα αυτό γιατί συμβαίνει, ανοιξε θρεντ να το συζητήοσυμε.
 

rouKoun13

Μέλος
Εγγρ.
19 Ιαν 2010
Μηνύματα
3.558
Κριτικές
2
Like
62
Πόντοι
16
Χάνονται οι άνθρωποι φιλαράκι τώρα αυτό γιατί συμβαίνει, ανοιξε θρεντ να το συζητήοσυμε.
καλα εννοειται αυτο.
Αλλα εγω στην θεση σου και αφου εγραψα ολη την ιστορια το πιο πιθανο ειναι οτι θα τους εψαχνα να δω τι απογιναν.
εστω απο περιεργεια.Τοτε μπουρδελιαρηδες και τωρα οικογενιαρχες υποθετω!
 
OP
OP
anestis_38

anestis_38

Σεβαστός
Εγγρ.
24 Φεβ 2012
Μηνύματα
1.996
Κριτικές
17
Like
1.013
Πόντοι
1.616
καλα εννοειται αυτο.
Αλλα εγω στην θεση σου και αφου εγραψα ολη την ιστορια το πιο πιθανο ειναι οτι θα τους εψαχνα να δω τι απογιναν.
εστω απο περιεργεια.Τοτε μπουρδελιαρηδες και τωρα οικογενιαρχες υποθετω!
Και που ξέρεις μπορεί να τους βρω εδω μέσα! Δεν αποκλείεται καθόλου!
 

skieros

Σεβαστός
Εγγρ.
9 Μαΐ 2011
Μηνύματα
2.120
Κριτικές
27
Like
1.467
Πόντοι
1.720
Είσαι και εσυ ρομαντικός άνθρωπος αυτό εννοείς;

στην περιγραφη του χαρακτηρα εννοω. ναι ειμαι κι εγω ρομαντικος ανθρωπος. αλλα δεν εχω πει ποτε σε ιεροδουλη να παμε για καφε η ποτο :2funny:
 
OP
OP
anestis_38

anestis_38

Σεβαστός
Εγγρ.
24 Φεβ 2012
Μηνύματα
1.996
Κριτικές
17
Like
1.013
Πόντοι
1.616
έλα ρε έγραψε για πάρτη μας τέτοιο πράγμα η Ξαβιέρα?

μην το δουν μόνο φίλε οι Picker, rigormortis & ΣΙΑ.

Μπορέί να διαβάσει κανείς onlineτο βιβλίο της Ξαβίρεα Χολάντερ: The Happy Hooker: My Own Story- αλλά μονο στα Αγγλικά-  σε αυτό το λινκ


Αν βαριεστε να το διαβάσετε και θέλετε μόνο την άποψη της για τους Ελληνες εραστες, πηγαίνεται στις επιλογές του explorer Επεξεργασία-Εύρεση σε αυτή τη σελίδα, και γραψτε Greek
Τρέλη και παλαβή για την πάρτη της γενιάς των πατεράδων μας

 
Εγγρ.
26 Απρ 2008
Μηνύματα
2.072
Κριτικές
2
Like
6
Πόντοι
16
Ρε αδέρφι σορρυ κιόλας, κατανοώ την συγκίνησή σου, αλλά αυτή δεν είναι ιστορία τώρα. Φαβιά είναι. Φαβιά από κάθε πλευρά βασικά αλλά τίποτα παραπάνω.
 
OP
OP
anestis_38

anestis_38

Σεβαστός
Εγγρ.
24 Φεβ 2012
Μηνύματα
1.996
Κριτικές
17
Like
1.013
Πόντοι
1.616
Ρε αδέρφι σορρυ κιόλας, κατανοώ την συγκίνησή σου, αλλά αυτή δεν είναι ιστορία τώρα. Φαβιά είναι. Φαβιά από κάθε πλευρά βασικά αλλά τίποτα παραπάνω.

Δεκτή η κριτική σου Ιεραπόστολε αλλά για ποια συγκινηση μιλας, δε καταλα  :huh:
 

Stories

Νέο!

Stories

Top Bottom