καποιοι ελληνες ζητησαν να δουν το χριστο
«Ήταν μερικοί Έλληνες μεταξύ εκείνων που είχαν ανεβεί για να προσκυνήσουν κατά την εορτή. Αυτοί λοιπόν ήλθαν στον Φίλιππο ο οποίος ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και του είπαν: ‘Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού’. Έρχεται ο Φίλιππος και το λέει στον Ανδρέα και ο Ανδρέας κι ο Φίλιππος το λέγουν στον Ιησού. Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς: ‘Ήλθε η ώρα για να δοξαστεί ο υιός του ανθρώπου («κατά Ιωάννη» ιβ΄20-23). Αυτό είναι το περίφημο απόσπασμα στο οποίο κατά κόρον αναφέρονται οι ελληνορθόδοξοι στην προσπάθειά τους να απαντήσουν στις επικρίσεις που δέχονται για το ανθελληνικό μένος των γραφών και να αποδείξουν ότι ναι μεν η «Παλαιά Διαθήκη» γράφει αίσχη για τους Έλληνες, ο Ιησούς όμως ήταν πολύ διαφορετικός κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους επειδή δήθεν μας αγαπούσε.
Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν πρόκειται για Έλληνες στο γένος και αυτό γίνεται φανερό από το ίδιο το κείμενο. Ας εξετάσουμε με προσοχή το επίμαχο απόσπασμα. Κατ’ αρχήν οι «Έλληνες» αυτοί ανέβαιναν να προσκυνήσουν στην εορτή. Για μας τους Έλληνες ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της φυλής μας είναι η υπερηφάνεια. Αισθανόμαστε υπερήφανοι για τα πάντα: για την πατρίδα μας, για τους προγόνους μας, την ιστορία μας, τη γλώσσα μας, την ευφυΐα μας. Η λέξη υπερηφάνεια προέρχεται από το ρήμα φαίνω που σημαίνει φέρω στο φως, εκθέτω, επιδεικνύω. Ο υπερήφανος λοιπόν είναι ο υπερφανής, ο φαινόμενος υπέρ των άλλων, ο επαιρόμενος για μια αρετή, ο υψηλόφρων. Ο υπερήφανος επιδεικνύει τον εαυτό του, αλλά για να το επιτύχει αυτό δεν πρέπει να συρρικνώνει το σώμα του, αλλά να υιοθετήσει ένα ευθυτενές παράστημα και ανάλογο βάδισμα. Ο υπερήφανος δεν φοβάται. Προσεύχεται στο θεό του με τα χέρια ψηλά. Δεν γονατίζει. Δεν προσκυνά. Δεν σέρνεται για να εγείρει τον οίκτο του θεού του. Δεν επιζητεί καν τον οίκτο του θεού του για τη σωτηρία του τομαριού του. Γνωρίζει ότι μέσα στη φύση είναι και η ευτυχία και η συμφορά και τις καλοδέχεται και τις δυο. Ο υπερήφανος δεν σκύβει το κεφάλι του μπροστά σε κανέναν, ούτε ακόμη και μπροστά στο θεό τον ίδιο. Όταν οι Αργοναύτες αντίκρισαν τον Απόλλωνα, μας ιστορεί ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, στα «Αργοναυτικά» (Β΄674-684), «όλοι θαμπώθηκαν όταν τον είδαν και κανείς τους δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια να κοιτάξει τα λαμπερά εκείνα μάτια του θεού. Στάθηκαν ρίχνοντας το βλέμμα τους στη γη». Δεν έπεσαν oι ίδιοι στη γη, στάθηκαν όρθιοι, κατεβάζοντας απλά το βλέμμα τους από σεβασμό προς το θεό. Οι Έλληνες επομένως ποτέ δεν προσκυνούσαν.
Ακόμα κι αν προσκυνούσαν όμως, αυτοί οι συγκεκριμένοι «Έλληνες» που περιγράφει ο Ιωάννης ανέβαιναν για να προσκυνήσουν στην εορτή. Ποια ήταν αυτή η εορτή; Λίγες παραγράφους νωρίτερα, από την αρχή του ιβ΄ και εντεύθεν μας πληροφορεί ότι επρόκειτο για το Πάσχα τη μεγάλη αυτή εβραϊκή εορτή. Και συνεχίζει: «Την επομένη μέρα πολύς κόσμος είχε έρθει για την εορτή, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλάδους από φοίνικες και βγήκαν προς προϋπάντησή του κι έκραζαν: ‘Ωσαννά, ευλογημένος να είναι εκείνος, που έρχεται στο όνομα του Κυρίου (του Γιαχβέ), ο βασιλεύς του Ισραήλ’. Ο δε Ιησούς βρήκε ένα μικρό όνο κι εκάθησε επάνω του, καθώς ήταν γραμμένο. Μη φοβάσαι, θυγατέρα Σιών, να ο βασιλεύς σου έρχεται καθισμένος σ’ ένα πουλάρι όνου». To κείμενο μας μιλάει για το βασιλέα του Ισραήλ, όχι το βασιλέα της Ελλάδας και για τη θυγατέρα Σιών, όχι για τη θυγατέρα Ελλάδα. Το τι σχέση έχουν όλα αυτά μ’ εμάς τους Έλληνες και το «Ελληνικό Πάσχα» που εορτάζουν οι σύγχρονοι Έλληνες, μόνον οι ελληνορθόδοξοι κύκλοι μπορούν να «ερμηνεύσουν». Ας μην ξεφύγουμε από το θέμα μας όμως. «Όταν πέρασε την Αμφίπολη και την Απολλωνία (ο Παύλος) ήλθε στη Θεσσαλονίκη όπου ήταν η συναγωγή των Ιουδαίων και σύμφωνα με τη συνήθειά του πήγε σ’ αυτούς και επί τρία Σάββατα συνδιαλεγόταν μαζί τους πάνω στις γραφές» («Πράξεις» ιζ΄1-2). Στην Αθήνα προσέγγισε πρώτα την συναγωγή των Ιουδαίων, όπου βρήκε ομοεθνείς του για σίτιση, στέγαση, προστασία και ποίμνιο («Πράξεις» ιζ΄17) και στη συνέχεια όταν πήρε θάρρος, άρχισε να γυρίζει στην αγορά και να μιλά με τους «παρατυγχάνοντας», δηλαδή με τους θαμώνες και τους περαστικούς. Στην Κόρινθο τα ίδια: οι πρώτοι προσήλυτοι ήταν Ιουδαίοι, ο Ακύλας και η σύζυγός του Πρίσκιλλα («Πράξεις» ιη΄2). Ο Παύλος μάλιστα φιλοξενήθηκε από τον Ιούστο, που στο σπίτι του μοιράζονταν τον ίδιο τοίχο με τη συναγωγή («Πράξεις» ιη΄7). Σε όλες τις πόλεις «διελέγετο εν τη συναγωγή»: («Πράξεις» ιη΄4, ιη΄19, ιη΄26, ιθ΄8). Μολονότι τα περισσότερα κείμενα που συμπεριλαμβάνονται στην «Καινή Διαθήκη» είναι γραμμένα στην Ελληνική γλώσσα αυτό δεν θα έπρεπε να μας προξενεί ούτε ίχνος υπερηφάνειας, αφού ούτε για την Ελλάδα μιλούν, ούτε Ελληνικούς σκοπούς εξυπηρετούν. Γράφτηκαν στα Ελληνικά από Εβραίους συγγραφείς (όχι απαραίτητα από αυτούς που δηλώνουν) επειδή οι Εβραίοι για αιώνες είχαν χάσει τη γλώσσα τους. Ελλήνιζαν, τόσο στη γλώσσα όσο και στα ήθη. Αθλούνταν, πλένονταν και αποποιούνταν έως και την περιτομή τους που προσπαθούσαν να την καλύψουν. Κανένα από τα κείμενα, είτε της «Παλαιάς» είτε της «Καινής Διαθήκης» δεν απευθύνεται σε Έλληνες. «Αυτούς τους δώδεκα έστειλε ο Ιησούς και τους παράγγειλε τα εξής: ‘Προς τους εθνικούς μην πηγαίνετε και στην πόλη των Σαμαρειτών μην μπαίνετε, αλλά πηγαίνετε μάλλον στα χαμένα πρόβατα της γενεάς του Ισραήλ’». («κατά Ματθαίο» ι΄5-6). Όταν ο Παύλος αποστέλλει επιστολές προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Θεσσαλονικείς ή Κορινθίους κ.λ.π., δεν τις αποστέλλει στους Έλληνες των πόλεων αυτών, αλλά στους Εβραίους που ζουν στις Ελληνικές πόλεις και που υπήρξαν οι πρώτοι προσήλυτοι στο Χριστιανισμό, όχι από δική τους αυθόρμητη προσχώρηση αλλά μετά από εντολή που πήραν από τους ραβίνους τους, να υποδυθούν τους πιστούς της νέας θρησκείας. Όπου δηλαδή γίνεται δηλαδή αναφορά για Εφεσίους, εννοείται ότι είναι οι Εβραίοι της Εφέσου κι όχι οι Έλληνες, όταν γίνεται αναφορά στους Κορινθίους, εννοείται ότι πρόκειται για τους Εβραίους της Κορίνθου. Οι Έλληνες δεν είχαν καμμιά σχέση με όλα αυτά. Ο Νόμος δεν διδάσκεται στους Έλληνες το γένος. Οι Απόστολοι, γράφει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος («Εις τας Πράξεις, Ομιλία ΚΕ΄» «δεν κήρυτταν το θείο λόγο σε κανένα παρά μόνο στους Ιουδαίους» («μηδενί λαλούντες το λόγο ει μη μόνον Ιουδαίοις» «Πράξεις» ια΄19-20) και συνεχίζει: «Δεν το έκαναν αυτό φοβούμενοι τους ανθρώπους, αλλά το έκαναν τηρώντας το Νόμο». Υπήρχαν όμως και κάποιοι Κύπριοι και Κηρυναίοι οι οποίοι «ελάλουν προς τους Ελληνιστάς, ευαγγελιζόμενοι τον Κύριον Ιησούν» («Πράξεις» ια΄20) και διευκρινίζει ο Χρυσόστομος «Ίσως επειδή δεν γνώριζαν τα Εβραϊκά τους ονόμαζαν Έλληνες». Στη συνέχεια ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επανέρχεται στο θέμα («Εις τας Πράξεις, Ομιλία Λ΄»): «Συνέβη δε και στο Ικόνιο το ίδιο να μπούν στη συναγωγή των Ιουδαίων και να μιλήσουν έτσι ώστε να πιστέψει μεγάλο πλήθος από τους Ιουδαίους κι από τους Έλληνες». Ως γνωστόν δεν συναντά κανείς Έλληνες στη συναγωγή. Είναι καταφανές πως πρόκειται για Εβραίους που έχασαν τη γλώσσα τους και μιλούσαν Ελληνικά.