Ωραίο άρθρο με επίκεντρο το ερώτημα,"Τελικά Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι;"
Το Σάββατο δεν υπήρχε κανένας λόγος να κυκλοφορείς στους δρόμους της Αθήνας εκτός κι αν ήσουν απολύτως αναγκασμένος.
Ο πρώτος καύσωνας του παράξενου φετινού καλοκαιριού έριξε τους Αθηναίους σε μία κατάσταση ελαφριάς ναρκοληψίας, ενώ οι ξέχειλοι κάδοι έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμη πιο πνιγηρή και δύσοσμη.
Οι μόνες που έδειχναν να επωφελούνται από τη συγκυρία ήταν οι αδέσποτες γάτες που έκαναν πάρτι ανάμεσα στις χιλιάδες σακούλες σκουπιδιών.
Παρά το γεγονός, όμως, πως στους δρόμους δεν υπήρχε ψυχή, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση στη Συγγρού ήταν γεμάτη από κόσμο.
Παιδάκια με μπάλες του μπάσκετ στα χέρια, χαμογελαστοί γονείς, νεαρά κορίτσια, πρώην και εν ενεργεία αθλητές και αρκετοί δημοσιογράφοι δημιουργούσαν στους διαδρόμους και στην αίθουσα υποδοχής μια ευχάριστη αναστάτωση.
Αιτία ήταν η παρουσία του Γιάννη και του Θανάση Αντετοκούνμπο για μία διαφορετική συζήτηση με την Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Διευθύντρια Τομέα Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.
Και η αλήθεια είναι πως αυτό το μάλλον ετερόκλητο κοινό θα δυσκολευόταν (ή δεν θα ενδιαφερόταν) να παρακολουθήσει μία αμιγώς μπασκετική συζήτηση για το «υπερκορμί» του Γιάννη που έγινε αφιέρωμα στο ESPN, τις εκπληκτικές επιδόσεις και τα ανεπανάληπτα ρεκόρ του στο NBA ή τις εντυπωσιακές εμφανίσεις του Θανάση στα playoffs της ισπανικής λίγκας.
Εξ αρχής η πρόθεση των διοργανωτών ήταν να δώσουν στο κοινό κάτι διαφορετικό, να ξεφύγουν δηλαδή από το στενό αθλητικό πλαίσιο και να μπουν στην ουσία των πραγμάτων.
Να σταθούν περισσότερο στην αξία της διαδρομής και της οικογένειας.
Να μιλήσουν για ζητήματα όπως η ιθαγένεια, τα δικαιώματα, η σημασία του να λειτουργείς σαν ενεργός πολίτης στη χώρα που μεγάλωσες και να προσπαθήσουν- μέσω των ίδιων των Αντετοκούνμπο προφανώς- ν' απαντήσουν στο ερώτημα που εμφανίζεται σαν καρκίνωμα στα social media κάθε φορά που αυτά τα δύο παιδιά καταφέρνουν κάτι σπουδαίο:
«τελικά, Έλληνας γεννιέσαι μόνο ή γίνεσαι;»
«Έλληνας δεν γεννιέσαι.Γίνεσαι.
Εμένα κανείς δεν μπορεί να μου πει δεν είμαι Έλληνας»
Πέρα από την εντύπωση που αφήνουν στις συνεντεύξεις ή τις δηλώσεις τους όλα αυτά χρόνια αλλά και τα όσα λένε άνθρωποι που τους γνωρίζουν καλά, ο Γιάννης και ο Θανάσης μοιάζουν και από κοντά ταπεινοί και προσγειωμένοι. Ο τρόπος που μίλησαν για την οικογένειά τους, για τα παιδικά τους χρόνια στα Σεπόλια και για την Ελλάδα δείχνει (τουλάχιστον στα δικά μου μάτια) δύο παιδιά που δεν άφησαν την επιτυχία να αλλοιώσει στοιχεία του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους.
«Πιστεύω ότι μας έχει αγαπήσει η Ελλάδα γιατί είμαστε αγνά παιδιά. Όπου πάμε, πάει μαζί μας και η Ελλάδα.
Προβάλλουμε πολύ τη χώρα μας και δεν έχουμε αλλάξει» είπε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, όταν η κ. Παναγιωτάκου τον ρώτησε γιατί πιστεύει ότι η Ελλάδα τους αγαπάει τόσο πολύ.
Και είναι μάλλον κάπως έτσι.
Ο Γιάννης και ο Θανάσης δεν είναι απλώς σημείο αναφοράς για τους Έλληνες επειδή πρωταγωνιστούν σε ένα από τα ωραιότερα αθλητικά παραμύθια. Ούτε γιατί αποτελούν το πιο επιτυχημένο success story του καιρού μας.
Η ιστορία τους είναι λίγο πολύ γνωστή.
Παιδιά μεταναστών από τη Νιγηρία, γεννήθηκαν στην Ελλάδα και μεγάλωσαν στα Σεπόλια.
Η οικογένειά τους δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα και έτσι ο Γιάννης και ο Θανάσης αναγκάζονταν να πουλούν διάφορα πράγματα στους δρόμους και τα φανάρια για να βοηθήσουν οικονομικά. Το ταλέντο τους στο μπάσκετ έφτανε και περίσσευε για να κάνουν το άλμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Στις 4 Απριλίου του 2013 ο Γιάννης Αντετοκούνμπο επιλέχθηκε στο νούμερο 15 του draft του NBA από τους Μιλγουόκι Μπακς.
Το ελληνικό κράτος του έδωσε επισήμως την ελληνική υπηκοότητα στις 9 Μαΐου του 2013. Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία.
Το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης στην, ομολογουμένως, κατάμεστη Κεντρική Σκηνή της Στέγης κινήθηκε σε χαλαρούς ρυθμούς.
Οι Antetokounbros απάντησαν σε ερωτήσεις που είχαν συγκεντρωθεί από τα social media, μίλησαν για τα όνειρά τους, για τους στόχους τους, για τον Καζαντζίδη και τον Μίκη Θεοδωράκη που αγαπούν, αλλά και για το τι σκοπεύουν να κάνουν μετά το μπάσκετ (σ.σ. επέμειναν και οι δυο πολλές φορές στο ότι θέλουν να βοηθήσουν ανθρώπους και παιδιά σαν αυτούς που έχουν ανάγκη).
Η αγάπη και το συναισθηματικό δέσιμο της οικογένειας Αντετοκούνμπο ήρθε πολλές φορές στο επίκεντρο της συζήτησης ενώ στάθηκε αφορμή για την μάλλον πιο συγκινητική στιγμή της βραδιάς, όταν η κ. Παναγιωτάκου είπε στον Γιάννη και τον Θανάση πως θα τους έβαζε ένα ελληνικό τραγούδι για να δουν αν μπορούν να το αναγνωρίσουν.
Τότε ακούστηκε η μητέρα τους, Βερόνικα Αντετοκούνμπο, να τραγουδάει το γνωστό παιδικό τραγουδάκι «Το κοκοράκι» (Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι).
Η κ. Αντετοκούνμπο που βρισκόταν μέσα στην αίθουσα, συνέχισε να τραγουδάει και τα δύο παιδιά δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους αφού, όπως εξομολογήθηκαν, ήταν κάτι που τους τραγουδούσε κάθε μέρα σαν νανούρισμα την εποχή που ήταν ακόμη μικρά παιδιά.
«Δεν έχω κλάψει έτσι όταν χάσαμε στα playoffs» αρκέστηκε να πει ο Γιάννης με το κοινό να ξεσπά σε χειροκροτήματα.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ακούει το νανούρισμα της μητέρας του και δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του, στην πιο συγκινητική στιγμή της χθεσινής βραδιάς στη Στέγη.
Ένα κομμάτι της συζήτησης περιστράφηκε γύρω από τους μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, αλλά και ζητήματα όπως η ιθαγένεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ενασχόληση με τα κοινά.
«Έλληνας δεν γεννιέσαι μόνο, γίνεσαι. Έχουμε δύο κουλτούρες.
Έχουμε την κουλτούρα της Ελλάδας και την κουλτούρα των γονιών μας.
Και πήραμε και από τις δυο τα καλύτερα. Έτσι είμαστε αυτό που είμαστε σήμερα» είπε ο Θανάσης Αντετοκούνμπο, ο οποίος εξομολογήθηκε ότι αναγκάστηκε να ζήσει δύο χρόνια στην Ελλάδα χωρίς ελληνικό διαβατήριο.
«Πήγαινα στην Εθνική ομάδα, στην προετοιμασία, έπαιζα φιλικά, ήμουν ο πρώτος παίκτης και δεν κατέβαινα στα τουρνουά γιατί δεν είχα ελληνικό διαβατήριο.
Και έφτασα να παίξω πρώτη φορά Εθνική αντρών πέρυσι».
Στη φωνή του μπορούσες να διακρίνεις μικρά ψήγματα θυμού και απογοήτευσης.
Στις περισσότερες συνεντεύξεις που έχουν δώσει μέχρι σήμερα, τόσο ο Γιάννης όσο και ο Θανάσης,απαντούν συνήθως με κάποιου είδους αμηχανία στο αν έχουν βιώσει περιστατικά ρατσισμού.
Μοιάζουν να θέλουν να αφήσουν πίσω τους οτιδήποτε κακό τους συνέβη και να κοιτάξουν μόνο μπροστά.
«Όσο υπήρχε η κακή πλευρά, υπήρχε και η καλή πλευρά, όπως μεγαλώναμε εδώ. Οι φίλοι μας έλεγαν σε όσους εκφράζονταν αρνητικά για εμάς ''δεν σε κάνουμε παρέα''.
Δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε εμείς», είπε ο Γιάννης.
Από την άλλη, ο Θανάσης στάθηκε περισσότερο στο θέμα της υποκρισίας, κάτι που ο ίδιος θεωρεί πολύ χειρότερο από τον ρατσισμό.
«Εγώ πιστεύω ότι δεν υπήρχε ρατσισμός, αλλά υποκρισία.
Στην Αμερική υπάρχει ρατσισμός, αλλά μπορείς να γίνεις οτιδήποτε εκεί, όπως είδαμε στην περίπτωση του Μπαράκ Ομπάμα.
Εδώ μπορεί να μην υπάρχει τόσο ρατσισμός, αλλά υπάρχει υποκρισία. Και είναι χειρότερο αυτό.
Όσο για την άποψη του Γιάννη Αντετοκούνμπο πάνω στο αν «γεννιέσαι Έλληνας ή γίνεσαι», αλλά και αν τον πειράζει όταν ορισμένοι υπαινίσσονται ότι δεν είναι συμπατριώτης τους, ήταν αφοπλιστικός:
«Έλληνας δεν γεννιέσαι. Γίνεσαι. Εμένα δεν μπορεί κανείς να μου πει ότι δεν είμαι Έλληνας.
Δεν ξέρω κάτι άλλο.
Δεν έχω πάει στη Νιγηρία και είμαι 22 χρονών.
Γι' αυτούς τους ανθρώπους που το λένε, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο παρά να τους δείξουμε πόσο πολύ αγαπάμε την Ελλάδα και να την αγαπήσουμε πιο πολύ από αυτούς».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το βασικό διακύβευμα της βραδιάς ήταν η έναρξη της συνεργασίας των Αντετοκούνμπο με το Ίδρυμα Ωνάση για τη θέσπιση μιας συμβολικής προπτυχιακής υποτροφίας με τίτλο «Oneofakind», «για παιδιά που θέλουν να πάνε μπροστά, αλλά μέχρι τώρα μετρούσαν βήματα προς τα πίσω». «Εμείς θα βρούμε ένα παιδί που έχει τη δύναμη μέσα του, θα είμαστε δίπλα του, όχι μόνο οικονομικά και όχι μόνο φέτος, για να σπουδάσει και να δούμε τελικά και να αποδείξουμε ότι αν δώσεις μία ευκαιρία αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα.
Σκέψου πως θα δώσεις στον άλλον τα εργαλεία για να γίνει δυνατός» εξήγησε η Αφροδίτη Παναγιωτάκου.
Μετά το τέλος της συζήτησης, το κοινό στην αίθουσα σηκώθηκε όρθιο για μία αναμνηστική φωτογραφία με τους Αντετοκούνμπο που βρίσκονταν επί σκηνής ενώ στη συνέχεια μικροί και μεγάλοι ξεχύθηκαν στους διαδρόμους του κτιρίου μήπως καταφέρουν να βγάλουν κάποια φωτογραφία ή να πάρουν ένα αυτόγραφο.
Οι πιο υπομονετικοί έφυγαν ευχαριστημένοι, αφού ούτε ο Γιάννης ούτε ο Θανάσης τους χάλασαν το χατίρι.
Τι μου έμεινε εμένα από αυτή την ωραία, ζεστή βραδιά στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών;
Τα αληθινά χαμογέλα και οι αντιδράσεις των μικρών παιδιών που έβλεπαν επιτέλους από κοντά τα ινδάλματά τους και η θέληση των Αντετοκούνμπο να βοηθήσουν ανθρώπους που δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά ή δεν στάθηκαν το ίδιο τυχεροί.
Α! Και το βλέμμα του Γιάννη όταν απαντούσε στην ερώτηση τι σημαίνει γι' αυτόν ότι έχει καταφέρει να φτάσει τόσο ψηλά:
«Ακόμη κι αν φτάσεις ψηλά, να συνεχίσεις να σπρώχνεις τον εαυτό σου τα όρια.
Να μη νομίζεις ότι είσαι μέτριος.
Δεν είσαι μέτριος.
Μόνο άμα το νομίζεις θα είσαι.
Χωρίς να θέλω να είμαι αλαζόνας, εγώ νομίζω αυτή τη στιγμή ότι είμαι ο καλύτερος παίχτης όλων των εποχών. Και ξέρω ότι θα γίνω».